ἁγνισμός
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ὁ,
A purification, expiation, ἁ. ποιεῖσθαι D.H.3.22; τοῖς ἁ. τοῖς πρὸ τῶν Θεσμοφορίων SIG 1219.19 (Gambreion); τῷ ὕδατι τοῦ ἁ. LXX Nu.6.5.
German (Pape)
[Seite 17] ὁ, Reinigung, Plut. Qu. Rom. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνισμός: ὁ, καθαρισμὸς, ἐξάγνισις, ἁγν. ποιεῖσθαι, Διον. Ἁλ. 3. 22· τοῖς ἁγν. τοῖς πρὸ τῶν θεσμοφορίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 3562· ἁγν. τῷ ὕδατι, Ἑβδ. (Ἀριθ. ϛ´ 3).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
abstinence ; purification rituelle ; expiation.
Étymologie: ἁγνίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I purificación τὸν ἁγνισμὸν ἐποιήσαντο πάντες D.H.3.22, τοῖς ἁγνισμοῖς τοῖς πρὸ τῶν Θεσμοφορίων SIG 1219.19 (Gambrion, Misia III a.C.), τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρόν LXX Nu.6.5, cf. Eust.43.6.
II 1pureza, santidad Gr.Naz.M.37.957.
2 castidad Diad.Perf.35.
English (Abbott-Smith)
ἁγνισμός, -οῦ, ὁ (> ἁγνίζω), [in LXX: Nu 6:5 (נֵזֶר) 8:7 19:17 (חַטָּאָה), etc.;]
purification: in ceremonial sense, Ac 21:26 (LXX). †