κατέχω

From LSJ
Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέχω Medium diacritics: κατέχω Low diacritics: κατέχω Capitals: ΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: katéchō Transliteration B: katechō Transliteration C: katecho Beta Code: kate/xw

English (LSJ)

fut. καθέξω (of duration) Il.18.332, κατασχήσω (of momentary action) Hdt.5.72, Th.4.42: aor. κατέσχον, poet.

   A κατέσχεθον Hes.Th.575, S.El.754; Ep. 3sg. κάσχεθε Il.11.702, Aeol. κατέσκ [εθε] Alc.Supp. la.12; imper. κατάσχες E.Ba.555 (lyr.), later κατάσχε Philostr.Ep.38(v.l.), PMag.Lond.97.404; late aor. κατέσχα PGen. 54.22 (iv A.D.).    I trans., hold fast, καλύπτρην χείρεσσι Hes.Th. 575.    b hold back, withhold, εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il.15.186, cf. 11.702, Od.15.200; ἐν κολεῷ ξίφος Pi.N.10.6: check, restrain, bridle, ἑωυτόν Hdt.6.129, cf.Pl.Chrm.162c, Men.Sam.112; [γυναῖκε] A.Pers. 190; ἱππικὸν δρόμον S.El.754; δάκρυ A.Ag.204 (lyr.); ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, etc., S.El.1011, OC874, E.Ba.555 (lyr.), etc.; δύνασιν S.Ant. 605 (lyr.); τὴν διάνοιαν Th.1.130; κ. τὴν ἀγωγήν put it off, Id.6.29; κ. τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, ἰσχύϊ, Id.2.65, 3.62; κ. τινὰ πολέμῳ Id.1.103; τὰ δάκρυα Pl.Phd.117d, al.; τὸν γέλωτα X.Cyr.2.2.5, Pl.La.184a, Thphr.Char.2.4; οὖρον hold in, Gal.8.407 (but -όμενα [οὖρα] as a disease, Hp.Prorrh.1.59, cf. Gal.16.639); ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν restrains himself from... Pl.Phdr.254a:—Pass., to be held down, γλῶσσα κατείχετο Hp.Epid.5.50; ἐπιθυμίας -ομένας Pl.R. 554c; to be bound, ὁρκίοισι μεγάλοισι Hdt.1.29; ὑποσχέσει PAmh. 2.97.17 (ii A.D.); τοῖς τινων ὀφειλήμασιν PRyl.117.13 (iii A.D.); of a nation, to be kept under (by tyrants), Hdt.1.59.    c detain, κ. [αὐτοὺς] ἐνιαυτόν Id.6.128, cf. 8.57, Th.8.100; κ. [αὐτοὺς] ὥστε μὴ ἀπιέναι X. Mem.2.6.11:—Pass., to be detained, stay, Hdt.8.117, S.Tr.249; περὶ Κρήτην Th.2.86, etc.    d in imprecations, inhibit (cf. καταδέω (A) 111), Tab.Defix.Aud.50.11 (iv B.C.), PMag.Par.1.2077; Μανῆν καταδῶ καὶ κατέχω Tab.Defix.109.    e place under arrest, PFlor.61.60 (i A.D.), etc.    f keep an oath, ὅρκον SIG526.39 (Itanos, iii B.C.).    2 c.gen., gain possession of, be master of, τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κ. Arist.Cat.9a6; τῆς ὀργῆς Philem.185 codd. Stob.; τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D.S.12.82, cf. Plb.14.1.9; τῆς Ἀσίας ἐθνῶν App.Praef. 9; control, τινων LXX 1 Ma.6.27; ἑαυτῶν Erot.s.v.προπετής; μηκέτι κατέχων ἑαυτοῦ Hdn.1.15.1, cf. 1.7.3; cling to, τῶν κεράτων τοῦ θυσιαστηρίου LXX 3 Ki.1.51.    II possess, occupy, esp.of rulers, A.Th. 732 (lyr.), E.Hec.81 (anap.); σῴζειν ἅπερ ἃν ἅπαξ κατάσχωσι whatever they have got, Isoc.12.242; esp. of property. enjoy possession of, PTeb.5.47 (ii B.C.), etc. (but also, sequestrate, PLille3.16 (Pass., iii B.C.), etc.); ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες 2 Ep.Cor.6.10.    b dwell in, occupy, Ὀλύμπου αἴγλαν S.Ant.609 (lyr.); esp. of tutelary gods, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, of Dionysus, Ar.Nu.603 (lyr.), cf. X.Cyr.2.1.1, SIG662.10 (Delos, ii B.C.), Luc.Alex.10; of a place, μέσον ὀμφαλὸν γᾶς Φοίβου κ. δόμος E.Ion223 (lyr.); of the dead. θήκας Ἰλιάδος γᾶς . . κατέχουσι occupy, A.Ag.454 (lyr.), cf. S.Aj.1167 (anap.).    2 of sound, fill, οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16.79; κ. στρατόπεδον δυσφημίαις fill it with his grievous cries, S. Ph.10; οἰμωγὴ . . κατεῖχε πελαγίαν ἅλα A.Pers.427, cf. E.Hipp.1133 (lyr.):—Pass., οἶκος κλαυθμῷ κατείχετο Hdt.1.111.    3 πανδάκρυτον βιοτὰν κ. continue to live a life... S.Ph.690 (lyr.).    4 to be spread over, cover, νὺξ . . δνοφερὴ κάτεχ' οὐρανόν Od.13.269; ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν A.Pers.387, cf. Ar.Nu.572 (lyr.); τίνες αὖ πόντον κατέχουσ' αὖραι; Cratin.138; ὀσμὴ . . κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Hermipp.82.9:—Pass., σελήνη . . κατείχετο . . νεφέεσσιν Od.9.145, cf. Il.17.368, 644:—Med., Ep.aor., κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Od.19.361; κατασχομένη ἑανῷ having covered her face, Il.3.419.    5 of the grave, confine, cover, τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα 3.243, cf. Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; as a threat, πάρος τινὰ γαῖα καθέξει sooner shall earth cover many a one, Il.16.629, cf. Od.13.427, etc.    6 of circumstances, etc., hold fast, have one in their power, μιν κατὰ γῆρας ἔχει χεῖράς τε πόδας τε Od.11.497; ὃν θάνατος δακρυόεις καθέχει (sic) IG12.987; ἐχθρὰ Φάλαριν κ. φάτις Pi.P.1.96; τινὰ . . λάθα κ. Id.N.8.24; [φθορὰ] κ. τὸν σὸν δόμον S.OC370; τύχη, πόλεμος κ. τινά, Pl.Hp.Ma.304c, Ep. 317a; κ. κίνδυνος Σικελίαν ib.355d; συνέβη λοιμώδη νόσον κατασχεῖν τὴν Ἰταλίαν Hdn.1.12.1:—Pass., ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατεχόμενοι Pl. Lg.858a: rarely in good sense, ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10; μεγάλαι κ. τύχαι γένος ὀρνίθων Ar.Av.1726 (lyr.); εὐμοιρίας -εχούσης τὸν βίον Hdn.2.5.1.    b of circumstances, etc., prevail, prevail among, engage, ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων χαλεπώτερα Hdt.6.40, cf. 1.65; μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς murmurs are rife among us, S.Aj.142 (anap.); φήμης ἀθρόας -σχούσης τὸ Ἑλληνικόν a sudden rumour having overspread Greece, Philostr.VA8.15.    7 seize, occupy, in right of conquest, τὸ Καδμείων πέδον dub. in S.OC 381; esp. in histor. writers, -σχήσειν [τὴν ἀκρόπολιν] Hdt.5.72; τὰ πρήγματα Id.3.143; τὰ ἐχυρά X.Cyr.3.1.27; τὰ κύκλῳ τῆς Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς D.18.96; φρουραῖς τὰς πόλεις Plu.2.177d.    8 achieve, effect an object, Isoc.2.25; πρᾶξιν Arist.Pol.1312a33.    9 master, understand, οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν Pl.Phlb.26c, cf. Men.72d, Ceb.34; περὶ φύσεως κ. πάντας τοὺς λόγους Sosip.1.17, cf. 33; κ. νοῦν στίχων grasp the sense of... Puchstein Epigr.Gr.p.9.    b keep in mind, remember, χρήσιμον καὶ τοῦτο κατασχεῖν τὸ στοιχεῖον Epicur. Ep.1p.10U., cf. Thphr.Char.26.2, Men.Epit.109; κ. τινὰ ὀψοφάγον Chrysipp.Tyan. ap. Ath.1.5e; κ. ὅτι, διότι, PCair.Zen.60.10 (iii B.C.), Phld.Herc.1251.15:—Pass., Epicur.Ep.1p.31U.    10 possess, of a god, εἰ θεός ἐστιν ὁ σὰς κατέχων φρένας PLit.Lond.52.12; τοιοῦτος ἔρως κατεῖχε τὴν ἄνθρωπον she was so infatuated, Plu.Alc.23; of an actor, κ. τὸ θέατρον held the audience spellbound, Plu.Dem.29 (but, kept the audience waiting, Phoc.19); of poets, μύθοις [τοὺς ἀκούοντας] κ. Luc.JTr.39 (v.l. κατηχοῦσι):—mostly in Pass., of persons, to be possessed, inspired, Pl.Ion533e; ἐξ Ὁμήρου ib.536b; ἐκ θεῶν X. Smp.1.10; κάρῳ Phld.D.1.18; τὸ θέατρον κατείχετο the audience was spellbound, Eun.Hist.p.247 D.; of hydrophobia patients, Philum. Ven.4.11; of a lover, τῷ αὐτῷ θεῷ (sc. Ἔρωτι) κατέσχημαι Luc. DMort.19.1:—also in aor. Med., Pl.Phdr.244e.    III follow close upon, press hard, X.Cyr.1.4.22 (dub.l.), Cyn.6.22:—Pass., ib. 9.20.    IV bring a ship to land, Hdt.6.101, 7.59, Plu.2.162a.    B intr.,    1 (sc. ἑαυτόν) control oneself, S.OT782; οὐκέτι καθέξω Men.Pk.394; εἶπεν οὖν μὴ κατασχών Plu.Art.15; οὐ κατέσχεν App.BC3.43: c. inf., κ. τὸ μὴ δακρύειν Pl.Phd.117c.    b stop, cease, of the wind, Ar.Pax944 (lyr.).    2 come from the high sea to shore, put in (v. supr. IV), νηΐ Θορικόνδε h.Cer.126; τῆς Μαγνησίης χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Hdt.7.188, cf. 6.101, Plb.1.25.7, Plu. Thes.21; τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε . . κατέσχετε; S.Ph.221, cf. 270, E. Heracl.83 (lyr.), Antipho 5.21, etc.: c. acc. loci, E.Hel.1206, Cyc. 223; of a journey by land, rest, προξένων δ' ἔν του κατέσχες; Id.Ion 551, cf. Plb.5.71.2: metaph., εὖ κατασχήσει shall come safe to land, S.El.503 (lyr.).    3 prevail, ὁ λόγος κ. the report prevails, Th.1.10; κληδὼν ἐν ἁπάσῃ τῇ πόλει κατεῖχεν And.1.130; σεισμῶν -εχόντων Th.3.89; ὁ βορέας κατεῖχεν Arist.Mete.345a1, cf. 360b33, Thphr.CP1.5.1.    4 gain the upper hand, παρά τινι Thgn.262; gain one's purpose, Lys.3.42; ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ar.Ec.434; νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Arist.Pol.1307b10.    C Med., keep back for oneself, embezzle, [τὰ χρήματα] Hdt.7.164.    2 cover oneself, v. supr. A.11.4.    3 hold, contain, Plb.9.26a.7.    II aor. Med., = κατέχω B. 2, Od.3.284.    2 in pass. sense, τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος subdued, Pi.P.1.10; καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι was seized with, possessed by, E.Hipp.27; v. supr.A. 11.10.

German (Pape)

[Seite 1399] (s. ἔχω), 1) anhalten, festhalten, aufhalten, zurückhalten; εἴ με βίῃ ἀέκοντα καθέξει Il. 15, 186; μή μ' ὁ γέρων ἀέκοντα κατάσχῃ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Od. 15, 200; ὁ μὲν ἔνθα κατέσχετ' ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο 3, 284; ἐν κουλεῷ ξίφος κατασχοῖσα Pind. N. 10, 6; παῖς δ' ἐμὸς κατεῖχε κἀπράϋνε τὰς στάσιν τευχούσας Aesch. Pers. 186; δάκρυ μὴ κατασχεῖν, die Thränen nicht zurückhalten, Ag. 202, vgl. 227, wie Plat. Phaed. 117 d, wo er auch κατέχειν τὸ μὴ δακρύειν sagt; so ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν τῷ ἐρωμένῳ Phaedr. 254 a, öfter; γέλωτα, das Lachen zurückhalten, Lach. 184 a, wie Xen. Cyr. 2, 2, 1; μηνίσασα Λητῴα κόρη κατεῖχ' Ἀχαιούς Soph. El. 561; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπερβασία κατάσχοι Ant. 601; κατάσχες ὀργήν El. 999; καθέξω θυμόν O. C. 878; φονίου ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες Eur. Bacch. 555, vgl. Or. 1149; in Prosa, Her. 6, 129, Thuc. 1, 91; κατέχειν τὴν διάνοιαν, d. i. verbergen, 1, 130; τὴν ἀναγωγήν, aufschieben, 6, 29; μόγις ἑαυτὸν κατέχων, indem er sich selbst kaum hielt, Plat. Charm. 162 c, wofür Hdn. 1, 15, 1 κατέχειν ἑαυτοῦ sagt; μὴ κατασχόντες αὑτῶν, sie konnten sich vor Freude nicht halten, 1, 7, 15; κατ. τῆς ὀργῆς Philem. Stob. fl. 20, 4; τὴν ἐπῳδὴν τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις αἱ Σειρῆνες ἐπᾴδουσαι κατεῖχον, ὥςτε μὴ ἀπιέναι ἀπ' αὐτῶν τοὺς ἐπᾳσθέντας Xen. Mem. 2, 6, 11. – Dah. im med. u. pass. sich aufhalten, verweilen, zögern; πλεῖστον ἐν Λυδοῖς χρόνον κατείχετο Soph. Tr. 248; Her. 8, 117; περὶ Κρήτην κατείχοντο Thuc. 2, 86, vgl. 3, 94. – 2) inne haben, halten, einnehmen; οἱ δ' ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Il. 16, 79; νὺξ κάτεχ' οὐρανόν, Nacht hatte den Himmel inne, bedeckte ihn, Od. 13, 269; pass., οὐρανὸς νεφέεσσι κατείχετο 9, 145; med., γρηϋς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα, sie hielt sich, bedeckte ihr Gesicht mit den Händen, 19, 361; βῆ δὲ κατασχομένη ἑανῷ, nachdem sie sich mit dem Gewande verhüllt hatte, Il. 3, 419. – Bei Hom. τοὺς δ' ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα Iliad. 3, 243, die Erde hielt sie, bedeckte sie, von den Gestorbenen; πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει, eher soll noch manchen die Erde bedecken, 16, 629 Od. 13, 427. 15, 31; umgekehrt, θήκας Ἰλιάδος γᾶς κατέχουσιν, Aesch. Ag. 442, τάφον εὐρώεντα καθέξει Soph. Ai. 1146; κόνιν σήραντες ἣ κατεῖχε τὸν νέκυν Ant. 405. – Pind. φάτις τινὰ κατέχει, der Ruf hat ihn inne, P. 1, 96, φῆμαι Ol. 7, 10, λάθα P. 8, 24; τόπον κατέχειν Plat. Tim. 63 d, τὴν ἕδραν Parm. 148 e; ἡ σφοδρὰ ἡδονὴ κατέχουσα Phil. 45 e. – In Besitz nehmen, einnehmen, behaupten, λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε Aesch. Pers. 389; οἰμωγὴ δ' ὁμοῦ κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα, Wehklage erfüllte das Meer, 419; κατέχεις Ὀλύμπου μαρμαρόεσσαν αἴγλαν Soph. Ant. 605; πόθεν κλέος γ' ἂν εὐκλεέστερον κατέσχον 499; βιοτ άν, leben, Phil. 685; δόμους κατασχεῖν ἐκβαλοῦσ' ἡμᾶς θέλεις Eur. Androm. 156; μέλλων τὴν ἀκρόπολιν κατασχήσειν Her. 5, 72; ἵνα κατάσχῃ τὰ ἐν Σάμῳ πρήγματα 3, 143; τόπον, ἀρχὴν κατασχεῖν, Plat. Rep. II, 360 b VIII, 560 c; λαμβάνειν ὧν ἂν ἐπιθυμῶσι καὶ σώζειν ἅπερ ἂν ἅπαξ κατάσχωσιν Isocr. 12, 242; erhalten, behaupten, τὴν ἀρχήν Xen. Cyr. 7, 5, 76; καθέξειν τὰ πράγματα Dem. 2, 9; Pol. 1, 18, 9 u. Sp. auch c. gen., τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον D. Sic. 12, 82; Pol. 14, 1, 9 u. öfter App. – Von den Schutzgöttern eines Landes, die das Land im Besitz haben, Ar. Nubb. 593 Xen. Cyr. 2, 1, 1; Ath. VII, 283 b. – Vom Unglück, von üblen Zuständen u. dgl., φθορὰν οἵα κατέσχε τὸν σὸν ἄθλιον δόμον Soph. O. C. 371, μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ, üble Gerüchte herrschen von uns, Ai. 142, κατεῖχ' ἀεὶ πᾶν στρατόπεδον δυσφημίαις, er beherrschte, erfüllte das Lager mit Unglückstönen, Phil. 10; ἐμὲ δὲ δαιμονία τις τύχη κατέχει Plat. Hipp. mai. 304 c; ἐπειδὴ κίνδυνος κατέχει Σικελίαν Ep. VIII, 355 c; von der Pest, Hdn. 1, 12, 1; ταραχὴ καὶ πένθος πάντας κατεῖχε 2, 6, 1; pass., ὑπὸ μεγάλης ἀνάγκης κατέχεσθαι Plat. Legg. IX, 858 a. – Aber κατέχειν τὸ θέατρον ist = das Theater, die Zuschauer fesseln, für sich gewinnen, τοιαῦτα κατέχει τὸν δῆμον = solche Stimmung beherrscht das Volk. – Uebertr. auf das Geistige, begreifen, verstehen, οὐ σφόδρα κατέχω, τί βούλει φράζειν Plat. Phil. 26 c; Men. 72 d; – κατέχεσθαι ἔκ τινος, von Einem begeistert werden, Plat. Ion 536 b u. öfter in diesem Gespräch, κατεχόμενος καὶ μαινόμενος 536 d, καὶ ἔνθεος 533 e; καὶ ἐπίπνους Men. 99 d; so auch aor. med. in passiv. Bdtg, τῷ ὀρθῶς μανέντι καὶ κατασχομένῳ Phaedr. 244 e, womit man vgl. Eur. Hipp. 27 καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῷ u. Hel. 42. – 3) intrans.; – a) wie ναῦν κατίσχειν gesagt wird, bes. von Schiffenden, anlanden, anlegen, so daß man ναῦν ergänzen kann, τίνες ποτ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε Soph. Phil. 221, vgl. 270; Eur. Heracl. 84; ποδαπὸς δ' ὅδ' ἁνὴρ καὶ πόθεν κατέσχε γῆν durch κατῆλθε erkl., Hel. 1222; ἐπετήρουν τοὺς Ἀθηναίους οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἠναγκάσθημεν κατασχεῖν εἰς τὸ χωρίον Antiph. 5, 21; κατέσχε τῆς χώρης ἐς τὸν αἰγιαλόν Her. 7, 188, oft; Sp., wie Pol., der auch vom Landmarsch sagt κατασχὼν εἰς Γαλααδῖτιν, 5, 71, 2. – b) gut von Statten gehen, εἰ μὴ τόδε φάσμα νυκτὸς εὖ κατασχήσει, gut eintreffen, Soph. El. 493. – c) bestehen, obwaten; ὁ λόγος κατέχει, die Sage besteht, hat sich behauptet, Thuc. 1, 10; öfter bei Arr. An.; κλῃδών Andoc. 1, 130; τὰ κατέχοντα πρήγματα, die obwaltenden Umstände, Her. 6, 40. – Auch = überwiegen, mehr gelten, die Oberhand haben, Theogn. 262. – Anhalten, wie Winde, Ar. Pax 944; auch εἶπεν οὖν μὴ κατασχών, Plut. Artax. 15. – 4) das med. ist schon zum Theil angeführt; – für sich zurückhalten, τὰ χρήματα, unterschlagen, Her. 7, 164; – in sich begreifen, Pol. 9, 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κατέχω: μέλλ. καθέξω καὶ κατασχήσω: ἀόρ. κατέσχον, ποιητ. κατέσχεθον Σοφ. Ἠλ. 754, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. κάσχεθε Ἰλ. Λ. 702. ΙΙ. μεταβ., κρατῶ ἰσχυρῶς, καλύπτρην χείρεσσι Ἡσ. Θ. 575. β) κρατῶ ὀπίσω, κατακρατῶ, εἴ με βίη ἀέκοντα καθέξει Ἰλ. Ο. 186, πρβλ. Λ. 702, Ὀδ. Ο. 500· ἐν κουλεῷ ξίφος Πινδ. Ν. 10.11·-ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, κυβερνῶ, χαλιναγωγῶ, ἑωυτὸν Ἡρόδ. 6.129 (ἴδε κατωτ. Β.Ι.)· ἵππους Αἰσχύλ. Πέρσ. 190, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 754· δάκρυ Αἰσχύλ. Ἀγ. 204· ὀργήν, θυμόν, ὕβριν, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 1011, Ο.Κ.874, Εὐρ. Βάκχ. 555, κτλ.· δύνασιν Σοφ. Ἀντ. 605· τὴν διάνοιαν Θουκ. 1.130· κ. τὴν ἀναγωγήν, ἀναβάλλω, 6.29· κ. τὸ πλῆθος ἐλευθέρως, ἰσχύϊ 2.65., 3.62· κατ. τινὰ πολέμῳ 1.103· ἐπιθυμίας Πλάτ. Πολ. 554C· τὰ δάκρυα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117D (ὀλίγον ἀνωτέρω, κατ. τὸ μὴ δακρύειν), κ. ἀλλ.· τὸν γέλωτα Ξεν. Κύρ. 2. 2, 5, κτλ.· ἑαυτὸν κατέχει μὴ ἐπιπηδᾶν, «κρατεῖται» ἀπὸ τοῦ νά…, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α.- Παθ., κατέχομαι, εἶμαι δεδεμένος, ὁρκίοισι Ἡρόδ. 1.29· ἐπὶ ἔθνους, τηροῦμαι ὑπόδουλος, ὑποτάσσομαι (εἰς τυράννους), ὁ αὐτ. 1.59. γ) κρατῶ, κατ. αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὁ αὐτ. 6.128, πρβλ. 6.57· κ. αὐτοὺς ὥστε μὴ ἀπιέναι Ξεν. Ἀπομν. 2.6, 11.- Παθ., κρατοῦμαι, μένω, ἀργοπορῶ, βραδύνω, Ἡρόδ. 8.117, Σοφ. Τρ. 249, Θουκ. 2.86, κτλ. 2) μετὰ γεν., ἔχω εἰς τὴν κατοχήν μου, εἶμαι κύριός τινος, τῶν ἐπιστημῶν μὴ πάνυ κ. Ἀριστ. Κατηγ. 8, 4· τῆς ὀργῆς Φιλήμ. παρὰ Στοβ. 171.38· τῆς παραποταμίας βίᾳ κατέσχον Διόδ. 12. 82, πρβλ. Πολύβ. 14. 1, 9· μηκέτι κατέχων ἑαυτοῦ Ἡρῳδιαν. 1. 25, 1, κτλ.· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Schweigh. εἰς Ἀππ. προοίμ. 9, Δινδ. εἰς Σχόλ. Δημ. 1. σ. 69. ΙΙ. ἔχω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ἐξουσιάζω, ἰδίως ἐπὶ ἀρχόντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 732, Εὐρ. Ἑκ. 81· σώζειν ἅπερ ἂν ἅπαξ κατάσχωσι, ὅ,τι δήποτε λάβωσιν ὑπὸ τὴν κυριότητά των, Ἰσοκρ. 283D, πρβλ. 20Α· κατ. πάντας τοὺς λόγους Σωσίπ. ἐν «Καταψ.» 1. 17, πρβλ. 8. 33. β) κατοικῶ, Ὀλύμπου αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 609· ἰδίως ἐπὶ θεῶν προστατῶν, Παρνασίαν ὃς κ. πέτραν, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀριστοφ. Νεφ. 603, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1· ἐπὶ τόπου, μέσον ὀμφαλὸν Φοίβου κ. δόμος Εὐρ. Ἴων. 222. 2) ἐπὶ ἤχου, γεμίζω, πληρῶ, οἱ δ’ ἀλαλητῷ πᾶν πεδίον κατέχουσι Ἰλ. ΙΙ. 79· κ. στρατόπεδον δυσφημίαις, τὸ γεμίζω μὲ κακὰς φωνάς, δυσφημίας, Σοφ. Φιλ. 10· οἰμωγὴ… κατεῖχε πελαγίαν ἅλα Αἰσχύλ. Πέρσ. 427.- Παθ., κατέχεσθαι κλαυθμῷ Ἡρόδ. 1. 111. 3) πανδάκρυτον βιοτὰν κ., ἐξακολουθῶ νὰ ζῶ ζωήν…, Σοφ. Φιλ. 690. 4) κατέχω καὶ καλύπτω, ἐξαπλοῦμαι, καλύπτω, νύξ... δνοφερὴ κάτεχ’ οὐρανὸν Ὀδ. Ν. 269· ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 387, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 572· τινὲς αὖ πόντον κατέχουσ’ αυραι Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 1· ὀδμὴ… κατὰ πᾶν ἔχει δῶ Ἕρμιππ. ἐν «Φορμ.» 2. 9.- Παθ., κατείχετο γὰρ νεφέεσσιν σελήνη Ὀδ. Ι. 145, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 368, 644· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα Ὀδ. Τ. 361· κατασχομένη ἑανῷ, καλυφθεῖσα, καλύψασα τὸ πρόσωπον, Ἰλ. Γ. 419. 5) ἐπὶ τοῦ τάφου, περιέχω, περικαλύπτω, τοὺς δ’ ἤδη κατέχει φυσίζοος αἶα Γ. 243, Ὀδ. Λ. 301, πρβλ. 549, Ἰλ. Σ. 332· ὡς ἀπειλή, πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει, πρὶν ἢ καλύψῃ…, ΙΙ. 629, Ὀδ. Ν. 427, κτλ., πρβλ. Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· τἀνάπαλιν ἐπὶ τῶν νεκρῶν, θήκας Ἰλιάδος γῆς… κατέχουσι, κεῖνται ἐν αὐταῖς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 454, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1167. 6) ἐπὶ καταστάσεων καὶ τῶν τοιούτων, κρατῶ χαμηλά, κατανικῶ, καταθλίβω, μιν κατὰ γῆρας ἔχει Ὀδ. Λ. 497· φάτις κατέχει νιν Πινδ. ΙΙ. 1. 186, πρβλ. Ο. 7. 18, κτλ.· μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ’ ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ Σοφ. Αἴ. 142· φθορὰ κ. τὸν σὸν δόμον ὁ αὐτ. Ο. Κ. 370· τύχη, πόλεμος κ. τινὰ Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304C, κτλ.· σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, εὐμοιρία κ. τὸν βίον Ἡρῳδιαν. 2. 5. β) ἐπὶ περιστάσεως, κατέχω τὸν νοῦν, ἐνασχολῶ τὴν προσοχήν τινος, ἄλλα τῶν κατεχόντων πρηγμάτων χαλεπώτερα Ἡρόδ. 6. 40 καὶ 41, πρβλ. 1. 65, ἂν καὶ ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ φράσις δύναται νὰ σημαίνῃ τὰς περιστάσεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἀνεχαίτιζον, ἴδε ἀνωτ. Ι. 1.β. 7) καταλαμβάνω ὡς κατακτητής, τὸ Καδμείων πέδον Σοφ. Ο. Κ. 380· ἰδίως παρ’ ἱστορικοῖς συγγραφεῦσι, κατ. τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 5. 72· τὰ χωρία 6. 101· τὰ πρήγματα 3. 143· τὰ ἐχυρὰ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 27· τὰ κύκλῳ Ἀττικῆς ἁρμοσταῖς Δημ. 258. 6· φρουρᾷ τὰς πόλεις Πλούτ. 2. 177C. 8) ἐπιτυγχάνω, κατορθώνω τι, ἐκτελῶ, ἀντίθετον τῷ βουλεύειν, Λυσ. 100. 10· τὴν πρᾶξιν Πολύβ. 5. 10, 27, 9) «κατέχω», ἐννοῶ, καταλαμβάνω, οὐ κατέχω τί βούλει φράζειν, non teneo..., non capio…, Πλάτ. Φίληβ. 26C, πρβλ. Μένωνα 72D, Κέβητ. Πίνακ. 34. 10) ἐν τῷ Παθ., ἐπὶ προσώπ., κατέχομαι, δηλ. διατελῶ ὑπὸ ἔμπνευσιν, εἶμαι ἔνθεος, ἐνθουσιασμένος, Πλάτ. Ἴων. 533Ε, 536Β, D, κ. ἀλλ.· ἐκ θεῶν Ξεν. Συμπ. 1. 10, πρβλ. ἐπίπνοος·- ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε, ἔνθα ἴδε Stallb. ΙΙΙ. ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, πιέζω, ὠθῶ, ἐπείγω, Λατιν. urgere, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 22, Κυν. 6. 22·- Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 9. 20. IV. φέρω πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 6. 101., 7. 59· ἴδε κατωτ. Β. 2. Β. ἀμεταβ. 1) (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) κρατῶ ἐμαυτόν, εἶμαι κύριος ἐμαυτοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 782· εἶπεν οὖν μὴ κατασχὼν Πλουτ. Ἀρτοξ. 15· οὐ κατέσχεν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 43· μετ’ ἀπαρ., κ. τὸ μὴ δακρύειν Πλάτ. Φαίδων 117C· μετὰ μετοχ., ἴδε ἀνωτ. Ι. 1. β) κρατῶ ἐμαυτόν, «σταματῶ», λήγω, παύω, π.χ. ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 944. 2) ἔρχομαι ἐκ τοῦ πελάγους εἰς τὴν ἀκτήν, προσορμίζομαι (ἴδε ἀνωτ. IV), νηῒ Θορικόνδε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 126· (ἄνευ τοῦ νηῒ) ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 8. 41· τίνες ποτ’ ἐς γῆν τήνδε… κατέσχετε; Σοφ. Φιλ. 220, πρβλ. 270, Εὐρ. Ἡρακλ. 84, Ἀντιφ. 131. 44, κτλ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Ἑλ. 1206, Κύκλ. 223·- ἐπὶ ὁδοιπορίας διὰ ξηρᾶς, ἀναπαύομαι, προξένων δ’ ἔν του κατέσχες Εὐρ. Ἴων 551, πρβλ. Πολύβ. 5. 71, 2. 3) ὑπερισχύω, ἐπικρατῶ, ὁ λόγος κατέχει, ἡ φήμη ἐπικρατεῖ, Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀνδοκ. 17. 10· σεισμοὶ κατ., ἐπικρατοῦσιν, εἶνε συχνοί, Θουκ. 3. 89· ὁ βορέας κατεῖχεν Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 12, πρβλ. 2. 4, 14, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 1. 4) ἐπικρατῶ, νικῶ, Θέογν. 262· κατορθώνω τὸν σκοπόν, Λυσ. 100. 10· ὁ δὲ κατεῖχε τῇ βοῇ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 434· νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 12· (ἡ πλήρης φράσις, κατασχήσειν τὴν πρᾶξιν ἀπαντᾷ ἐν 5. 10, 27). 5) συμβαίνω, ἀποβαίνω, εὖ κατασχήσει Σοφ. Ἡλ. 503. Γ. Μέσ., κρατῶ δι’ ἐμαυτόν, κατακρατῶ, σφετερίζομαι, τὰ χρήματα Ἡρόδ. 7. 164. 2) καλύπτομαι, ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 4. 3) περιέχω, περιλαμβάνω, Πολύβ. 9. 21, 7. ΙΙ. κατασχόμενος Πινδ. ΙΙ. 1. 18, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 27· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙ. 9.

French (Bailly abrégé)

f. καθέξω et κατασχήσω, ao.2 κατέσχον;
A. tr. I. retenir, d’où
1 contenir, arrêter : τινα qqn ; ἵππους ESCHL retenir des chevaux ; τὰ δάκρυα PLAT retenir ses larmes ; κατάσχες ὀργήν « réfrène ton ardeur ! » ; τινα ὥστε μή avec l’inf. ou τινα avec l’inf. retenir ou empêcher qqn de;
2 retenir auprès de soi, garder, conserver : τινα ὥστε μὴ ἀπιέναι XÉN garder qqn et l’empêcher de s’en aller;
3 continuer, poursuivre : πανδάκρυτον βιοτάν SOPH supporter une vie lamentable;
II. posséder :
1 détenir : σῴζειν ἅπερ ἂν ἅπαξ κατάσχωσι ISOCR conserver ce qu’une fois ils auraient pu avoir en leur possession;
2 occuper (un lieu, l’Olympe, etc.);
3 envelopper, couvrir : νὺξ κατέχ’ οὐρανόν OD la nuit enveloppait le ciel ; ἡμέρα κατέσχε γαῖαν ESCHL le jour se répandit sur la terre ; Pass. κατείχετο νεφέεσσιν (σελήνη) OD (la lune) était recouverte par les nuages;
4 remplir en parl. de bruit, de cris : ἀλαλητῷ πεδίον κ. IL remplir la plaine de cris de guerre ; στρατόπεδον δυσφημίαις SOPH remplir le camp de cris (qui troublent les sacrifices);
III. avec idée de violence s’emparer de, d’où
1 envahir, occuper : τὴν ἀκρόπολιν HDT la citadelle;
2 particul. au Pass., en parl. de la possession religieuse κατέχεσθαι ἔκ τινος XÉN être possédé, càd inspiré par la divinité;
3 se rendre maître de, réaliser, effectuer : τι qch;
4 s’attacher à, presser vivement, acc.;
B. intr. (s.e. ἑαυτόν);
I. se retenir, d’où
1 se contenir : εἶπε μὴ κατασχών PLUT il parla sans contrainte ; avec l’inf. : κ. τὸ μὴ δακρύειν PLAT se retenir de pleurer;
2 t. de marine arrêter sa course, aborder ; fig. εἰ τόδε εὖ κατασχήσει SOPH si l’affaire arrive à bon port;
II. être maître de (propr. posséder, occuper) d’où
1 dominer, prévaloir : ὁ λόγος κατέχει THC le bruit se répand ; σεισμοὶ κατέχουσιν THC les tremblements de terre sont fréquents;
2 arriver à son but;
Moy. κατέχομαι (f. καθέξομαι, ao.2 κατεσχόμην);
I. intr. 1 s’arrêter;
2 ao.2 au sens Pass. être possédé (par l’amour);
II. tr. 1 tirer en arrière pour soi-même, détourner : χρήματα HDT l’argent;
2 envelopper, couvrir sur soi : χερσὶ πρόσωπα OD se couvrir le visage de ses mains ; intr. se couvrir : ἑανῷ IL se couvrir le visage de son vêtement.
Étymologie: κατά, ἔχω.

English (Autenrieth)

fut. καθέξει, aor. 2 κατέσχον, pass. κατέχονται, ipf. κατείχετο, -έχοντο, mid. aor. κατέσχετο, part. κατασχομένη, aor. 2, parallel forms, κατέσχεθον, sync. κάσχεθε: I. act., hold down, Od. 24.242; hold fast, keep back, Il. 11.702, Od. 15.200; occupy, ‘fill,’ Il. 16.79; fig., of the earth holding down (within its depths) the buried dead, πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει, Π , Il. 3.243; of the heavens held (obscured) by night, the moon by clouds, Od. 13.269, Od. 9.145.—II. mid., hold down upon or cover oneself or a part of oneself, Il. 3.419, Od. 19.361; stop, tarry, Od. 3.284.

English (Slater)

κατέχω (κατέχει, -έχοντι; -έχων: aor. -έσχεθε; -σχοῖσα: aor. med. pro pass., -σχόμενος.)
   a encompass, surround met. ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί (Π: -έχοντ codd.) (O. 7.10) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις (P. 1.96) ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (Hermann e Σ: κατέχει τε, κατέχειν codd.) (N. 8.24)
   b restrain μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος pr. having kept (N. 10.6) εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2)
   c captivate ὁ δὲ (αἰετὸς) κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος i. e. by the strains of the lyre (P. 1.10)
   d gain possession of καί ποτε τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b. met., ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων (I. 6.71), but cf. Borthwick, C. Q., 1959, 23ff.
   e frag. ]ραν κατεχε[ Θρ. 5a. 6.

Spanish

sujetar, sostener, gobernar, dominar, controlar

English (Strong)

from κατά and ἔχω; to hold down (fast), in various applications (literally or figuratively): have, hold (fast), keep (in memory), let, X make toward, possess, retain, seize on, stay, take, withhold.