φρέαρ

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρέαρ Medium diacritics: φρέαρ Low diacritics: φρέαρ Capitals: ΦΡΕΑΡ
Transliteration A: phréar Transliteration B: phrear Transliteration C: frear Beta Code: fre/ar

English (LSJ)

ep. φρεῖαρ Nic.Th.486, τό, gen. φρέᾱτος (v. sub fin.), contr.

   A φρητός IGRom.1.1167C6 (Egypt, i A. D.), Hdn.Gr.1.409; Ep. dat. φρέᾰτι h.Cer.99 (s. v.l.), φρητί Call.Cer.15; pl. φρέᾱτα, also φρῆτα PCair.Zen.499.12 (iii B. C.); Ep. pl. φρείᾰτα (v. infr.):—an artificial well (thus distd. from κρήνη, cf. Hdt.4.120, D.14.30; but φ. ἀσφάλτον naphtha-spring, LXXGe.14.10, cf. Hdt.6.119), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il.21.197; the stem φρεατ - first in h.Cer.l.c.    2 later, tank, cistern, reservoir, Hdt.1.68, Th.2.48,49, PHal.1.98 (iii B. C.), etc.; εἰς φ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Pl.La.193c, cf. Prt.350a; φ. ὀρώρυκται S.E.M.8.129; ποιητὰ φ., v. ποιητός 1: generally, pit, φ. διαφθορᾶς LXX Ps.54 (55). 24.    b perh. oil-jar, Ar.Pl.810.    3 metaph., εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτων Pl.Tht.174c; ἐν φρέατι συσχόμενος ib. 165b; ἡ περὶ τὸ φ. ὄρχησις, prov. of persons 'on the brink of a volcano', Plu.2.68b; λύκος περὶ φ. χορεύει prov. ap. Hsch., Phot.; πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, i.e. a large wine-cup, Ath.5.192a, cf. Chamaeleon ap.eund.11.461c. [Att. gen. φρέᾱτος Ar.Ec.1004, Fr. 295, Stratt.57 (troch.), Alex.179, Apollod.Gel.1.] (Orig. frhvṛ, gen. frhvṇτος, cf. Arm. albiur 'well', Goth. and OE. brunna 'stream, burn', Lat. ferveo, defrutum.)

German (Pape)

[Seite 1304] gen. φρέατος, τό, ion. und ep. φρεῖαρ, φρείατος, att. auch zsgz. φρητός, Brunnen; bei Hom. Il. 21, 197 πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν vrbdn; vgl. h. Cer. 99; Her. 6, 119; Ar. Pax 569 Plut. 810 u. öfter; eine Cisterne oder ein Ziehbrunnen, im Ggstz von κρήνη, Thuc. 2, 48, wie Dem. 14, 30; übh. Wasserbehälter, εἰς φρέαρ καταβαίνοντες καὶ κολυμβῶντες Plat. Lach. 193 c, vgl. Prot. 349 e; auch Oelfaß, Ar. Uebertr. sagt Plat. εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας, Theaet. 174 c. – [Α ist in den mehrsylbigen Casus bei den Epikern kurz, bei den Att. gew. lang; vgl. Buttm. Lexil. I p. 229; mit einigen Ausnahmen bei den Komikern.]

Greek (Liddell-Scott)

φρέαρ: τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς τύπος πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― καθόλου, βόθρος, ὄρυγμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― ἀγγεῖον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος αὐτόθι 165Β˙ ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις, παροιμία ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, παροιμία ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ ἴσως (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, Ἀπολλόδωρος ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. κέρας].

French (Bailly abrégé)

φρέατος (τό) :
I. puits : ◊ prov. ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις PLUT la danse autour du puits en parl. de pers. qui ne voient pas le danger;
II. p. anal.
1 citerne, réservoir d’eau;
2 cuve pour l’huile nouvelle.
Étymologie: p. *φρέϜαρ > *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. ἐρύω, puiser.

English (Strong)

of uncertain derivation; a hole in the ground (dug for obtaining or holding water or other purposes), i.e. a cistern or well; figuratively, an abyss (as a prison): well, pit.