οὔπω
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
or οὔ πω, Ion. οὔκω, Adv.
A not yet, opp. οὐκέτι (no longer, no more), usu. with pres. or past (esp. pf., or aor. in pf. sense) tenses, Il.2.799, Od.13.335, Hes. Op.521, Sc.10, Pl.Prt.322b, Men.Epit.98, etc.; freq. with another word between, as οὐ γάρ πω Il.1.262, 2.192; so οὔ τί κω Hdt.6.110; οὔτι πω A.Pers.179, S.Aj.106, El.513 (lyr.), OC1370; οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27, cf. Eu.590, etc. 2 sts. merely as a stronger form of the neg., not, not at all, when it may be used with the pres. or fut., σοὶ δ' οὔ πω . . θεοὶ κοτέουσιν Il.14.143, cf. 12.270, Od. 2.118, S.OT594; οὔ πω τλήσομ' . . ὁρᾶσθαι Il.3.306, cf. Od.5.358: with aor., A.Fr.241, S.OT105.
German (Pape)
[Seite 416] noch nicht, Hom., Hes. u. Folgde, gew. mit dem Präteritum, selten c. praes.; ll. 14, 143 Od. 2, 118. 3, 226. 11, 184. 13, 335. 23, 116; Tragg., οὔπω σωφρονεῖν ἐπίσταται Aesch. Prom. 984; vgl. Xen. An. 3, 2, 14; – c. fut., Od. 5, 358. – Oft werden die beiden Wörter getrennt (s. πώ). – Soph. O. R. 594 οὔπω τοσοῦτον ἠπατημένος steht für οὔπως.
Greek (Liddell-Scott)
οὔπω: ἢ οὔ πω, Ἰων. οὔκω, ἐπίρρ. ὄχι, ἀκόμη, Λατ. nondum, ἀντίθετ. τῷ οὐκέτι (ὄχι πλέον), ἀείποτε μετὰ παρῳχημ. χρόνων, Ὅμ., Ἡσ., κλ.· συχνάκις δὲ μετὰ παρεμβαλλομένης 6. 110· οὔτι πω Αἰσχύλ Πέρσ. 179, Σοφ., κτλ.· οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27, πρβλ. Εὐμ. 590, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ πρίν, Ἡρόδ. 1. 32· ἴδε οὐδέποτε. 2) ἐνίοτε τίθεται ἁπλῶς ὡς ἰσχυρότερος τύπος τοῦ ἀρνητικοῦ, = οὐδόλως, οὐδαμῶς, ὅτε δύναται νὰ τίθηται μετ’ ἐνεστ. ἢ μέλλ., σοὶ δ’ οὔ πω.. θεοὶ κοτέουσιν Ἰλ. Ξ. 143, πρβλ. Μ. 270, Ὀδ. Β. 118, Σοφ. Ο. Τ. 105, 594· οὔ πω τλήσομ’.. ὁρᾶσθαι Ἰλ. Γ. 306, πρβλ. Ὀδ. Ε. 358.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 pas encore;
2 en aucune manière.
Étymologie: οὐ, πώ.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οὔπω
1 not . . . yet φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις οὔπω ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν (O. 7.55) ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον (O. 13.31) ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω (P. 12.32) οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν (N. 5.6) καί μιν οὔπω τεθναότ (N. 10.74)
English (Strong)
from οὐ and -πω; not yet: hitherto not, (no…) as yet, not yet.