σπήλαιον
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
τό,
A grotto, cavern, Pl.R.514a, 515a, 539e, Moschio Trag. 6.5, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 ix 6, Apoc.6.15, etc.; σ. λῃστῶν den of robbers, LXX Je.7.11, Ev.Matt.21.13; of a grave, Supp.Epigr.7.160 (Palmyra, i A.D.), 166 (ibid., ii A.D.), Ev.Jo.11.38. 2 privy parts, LXX Hb. 2.15 (pl.). 3 place behind the scenes in a theatre, Poll.4.124.
German (Pape)
[Seite 921] τό, wie σπῆλυγξ, Höhle; Plat. Rep. VII, 514 a ff; Luc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπήλαιον: τό, (σπέος) ὡς τὸ σπήλυγξ, Λατιν. spelaeum, Πλάτ. Πολ. 514Α, 515Α, 539Ε. 2) παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἀββ. Β΄, 15), φαίνεται ὅτι σημαίνει τὰ κρύφια μέλη ἢ αἰδοῖα. 3) τόπος ὄπισθεν τῆς σκηνῆς ἐν τῷ θεάτρῳ, Πολυδ. Δ΄, 124.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
caverne, grotte, cavité.
Étymologie: σπέος ; cf. σπῆλυγξ.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of speos (a grotto); a cavern; by implication, a hiding-place or resort: cave, den.