πτέρνα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
German (Pape)
[Seite 808] od. πτέρνη, ἡ, die Ferse; Il. 22, 397 (nach Arist. H. A. 1, 15 τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ ποδός); πτέρναι τενόντων θ' ὑπογραφαί, Aesch. Ch. 207. – Auch der Theil des Fußes oberhalb der Knöchel, wo das Bein am dünnsten ist, bei den Thieren die Hessen; – Schuhsohle, Phryn. in B. A. 39 v. ἐπικαττύειν; Fuß überh., Onest. 4 (IX, 225); komisch sprichwörtlich εἴπερ τὸν ἐγκέφαλον καὶ μὴ καταπεπατημένον ἐν ταῖς πτέρναις φορεῖτε, Dem. 7, 45. – Uebertr., der hintere Theil, τῆς μηχανῆς, Pol. 8, 8, 2; der untere Theil, Fuß eines Körpers, πτέρνη πόλεως, Lycophr. 442, = βάσις. Nach Ath. IX, 474 f τοῦ ἱστοῦ τὸ κατωτάτω. – Nach Suid. auch = δόλος, ἐπιβουλή (s. das Folgde).
Greek (Liddell-Scott)
πτέρνα: Ἰων. πτέρνη, ἡ, ἡ «φτέρνα», Ἰλ. Χ. 397, πρβλ. Ἱππ. 1153G, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6· τὸ κάτωθεν μέρος τῆς πτέρνης, Αἰσχύλ. Χο. 209· ― παροιμ., εἴπερ τὸν ἐγκέφαλον ἐν ταῖς πτέρναις φορεῖτε Δημ. 88. 2. 2) ἡ πτέρνα ὑποδήματος, Α. Β. 39. 3)πάτημα, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Α´, 7.) ΙΙ. τὸ κατώτατον μέρος παντὸς πράγματος, πύργων Λυκόφρ. 442· τῆς μηχανῆς Πολύβ. 8. 8, 2. ΙΙΙ. κωλῆ ἢ χοιρομήριον, Βατραχομυομ. 37· πρβλ. Πτερνογλύφος, κτλ. (Πρβλ. Σανσκρ. pârshnis, Σλαυ. plesna (planta pedis), Γοτθ. faîrzna (ferse) Κούρτ. σ. 454).
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
1 talon;
2 p. anal. partie inférieure d’une chose, d’une machine, d’un mât.
Étymologie: DELG cf. lat. perna « jambon », got. fairzna « talon ».
2ης (ἡ) :
c. πέρνα.
Étymologie: cf. πόλις‖πτόλις.
English (Strong)
of uncertain derivation; the heel (figuratively): heel.