τόπος
τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
English (LSJ)
ὁ (fem. by attraction
A τόπον τὰν καλειμέναν Δαματρείαν IG 9(1).32.80 (Stiris, ii B.C.)), place, region, first in A. (v. infr.), afterwds. freq. in all writers; periphr., χθονὸς πᾶς τ., i.e. the whole earth, A. Eu.249; ἐς τὸν Ἑλλήνων τ. Id.Pers.790; ἐν Ἑλλάδος τόποις in Greece, ib.796; ἐν Αὐλίδοστ. Id.Ag.191 (lyr.); Πέλοπος ἐντ. Id.Eu.703, cf. 292; πρὸς ἑσπέρους τ. towards the West, Id.Pr.350; πρόσθε Σαλαμῖνος τόπων before Salamis, Id.Pers.447; Θρῄκης ἐκ τόπων E.Alc.67; Διρκαίων ἐκ τ. Id.Ph.1027 (lyr.): so in Prose, district, ὁ τ. ὁ Ἑλληνικός Isoc. 5.107, cf. Ep.1.8; ὁ περὶ Θρᾴκην τ. D.20.59; ὁ ἐπὶ Θρᾴκης τ. Aeschin. 2.9, 3.73; ὁ τ. οὗτος, ἐν τούτοις τοῖς τ., X.An.4.4.4, Cyr.2.4.20; ὅλος τ. a whole region, D.19.230; κατὰ τόπους καὶ κώμας Pl.Criti. 119a; οἱ τῆς χώρας τ. the places of a country, Id.Lg.760c, etc. (but ὁ τ. τῆς χώρας the geographical position, D.4.31; region, Pl.Lg.705c); ὁ ἅγιοστ., of Jerusalem, LXX 2 Ma.2.18 (cf. infr. 5); the universe divided into three τόποι, Arist.IA706b3, Cael.312a8 (contrast PA666a15, etc.); οἱ κοινοὶ τ. public sites or buildings, IG42(1).65.8 (Epid.); ἄσυλος τ. BGU1053 ii 9 (i B. C.), PTeb.5.83 (pl., ii B. C.); οἰκίαι καὶ τόποι houses and sites, ib.281.12 (ii B.C.); so ψιλοὶ τ. sites not built upon, OGI52.2 (Ptolemais, iii/ii B. C.). 2 place, position, οὐ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τ. μόνον μεταλλάξαι Aeschin.3.78; ὑπολιποῦ τ. leave a space (in a document), PCair.Zen.327.83 (iii B.C.); περικήπῳ τ. καταλιπεῖν ib.193.8 (iii B.C.); τ. ἔχειν have a place, D.H.Dem.23, Plu.2.646a; φίλου τ. ἔχειν hold the place of... Arr.Epict.2.4.5; Μερόλας ὁ αἱρεθεὶς ὕπατος εἰς τὸν τοῦ Κίννα τ. D.S.38/39.3; ἐνεγράφη εἰς τὴν ἱερωσύνην εἰς τὸν Αευκίου Δομιτίου τ. τετελευτηκότος Nic. Dam.Fr. 127.4J., cf. D.H.2.73; ἀναπληροῦν τὸν τ. τοῦ ἰδιώτου 1 Ep.Cor.14.16; τ. ἔχειν also = have room (to grow), Thphr.HP1.7.1; τόπῳ c. gen., in place of, instead of, Hdn.2.14.5; ἀνὰ τόπον on the spot, immediately, E.Supp.604 (lyr., dub.l.); so ἐν τόπῳ IG12(7).515.63 (Amorgos); ἐπὶ τόπου Plb.4.73.8; ἐπὶ τῶν τ. PEnteux.55.5 (iii B. C.), UPZ70.16 (ii B.C.), CIL3.567.3 (Delph., ii B. C.), POxy.2106.23 (iv A. D.), etc.; κατὰ τὸν αὐτὸν τ. S.E.P.3.1; παρὰ τόπον at a wrong place, Str.10.2.21, Arr.Epict.3.21.16 (but παρὰ τ. καὶ παρὰ καιρόν by virtue of the place and the time, ib.3.21.14). 3 place or part of the body, Hp.Aph. 2.46, Loc.Hom.tit., Sor.2.40, al., Gal. in titles of works, e.g. περὶ τῶν πεπονθότων τόπων, περὶ συνθέσεως φαρμάκων τῶν κατὰ τόπους; esp. ὁ τόπος, pudendum muliebre, Arist.HA572b28, 583a15, cf. Sor.2.62 (pl.). 4 place, passage in an author, κατὰ τόπους τινὰς τῆς ἱστορίας Plb.12.25f.1, cf. Ph.2.63, Ev.Luc.4.17, Sor.2.57,58, etc.; the word is prob. interpolated in X.Mem.2.1.20. 5 burial-place, IG12(7).401 (Amorgos), al., Ev.Marc. 16.6; also in codd. of E.Heracl. 1041 (fort. leg. τάφον); later ὁ ἅγιος τ. is freq. of the grave of a martyr, or of a monastery associated with it, PMasp.94.18 (vi A.D.), etc. 6 in Egypt, district, department, a sub-division of the νομός, = τοπαρχία, PMich.Zen.43.8 (iii B. C.), Theb.Ostr.27.2 (ii B. C.): but most freq. in pl., ὁ ἐπὶ τῶν τ. στρατηγός, πράκτωρ, etc., PEnteux.27.9 (iii B. C.), PRein.7.17,35 (ii B. C.), etc.; οἱ ἔξω τ. dub. sens. in PEnteux.87.2 (iii B. C.), BGU1114.6 (i B. C.), etc. 7 a room in a house, τόπον ἕνα ἄνευ ἐνοικίου ib.896.4 (ii A. D.); δύο τόπους ἤτοι συμπόσια POxy. 1129.10 (V A. D.), cf. 502.34 (ii A. D.), 912.13 (iii A. D.). 8 position on the zodiac, Vett.Val.139.13; esp. the twelve regions of 300, Ptol. Tetr.128, Heph.Astr.1.12. 9 αὐτὸς ὁ θεὸς καλεῖται τόπος, τῷ περιέχειν τὰ ὅλα Ph.1.630, cf. Corp.Herm.2.12, Hippol. Haer.6.32. II topic, Isoc.5.109, 10.38, Aeschin.3.216, Plb.21.19.2, Phld. Rh.1.119S., etc. 2 common-place or element in Rhetoric, ὁ τοῦ μᾶλλον καὶ ἧττον τ. Arist.Rh.1358a14, cf. 1396b30, 1397a7; τὸ αὐτὸ λέγω στοιχεῖον καὶ τ. ib. 1403a18: pl., Phld.Rh.1.226S. b = ὁμολογουμένου πράγματος αὔξησις, Hermog Prog.11; κοινὸς τ. ib.6. c generally, sphere, ὁ πραγματικὸς τ. D.H.Comp.1. III metaph., opening, occasion, opportunity, ἐν τ. τινὶ ἀφανεῖ Th.6.54 (but τρόπῳ is prob. cj.); ὀργῇ διδόναι τ. Plu.2.462b; μὴ δίδοτε τ. τῷ διαβόλῳ Ep.Eph.4.27; δότε τ. τῇ ὀργῇ leave room for the wrath (of God), i.e. let God punish, Ep.Rom.12.19; μὴ καταλείπεσθαί σφισι τ. ἐλέους Plb.1.88.2; μετανοίας τ. οὐχ εὗρε Ep.Hebr.12.17; οὐδὲ φυγῆς τόπον εὐμοιρήσαντες Hld.6.13; τ. διδόναι τινί c. inf., give occasion to... LXX Si.4.5.
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, Ort, Stelle, Gegend, Land, auch Stadt, wofür wir ebenfalls Ort od. Platz brauchen; γᾶς ἔσχατον τόπον, Aesch. Prom. 416; εἰ μὴ στρατεύσεσθ' ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, Pers. 776, u. oft; τίς τόπος, τίς ἔδρα, Soph. Phil. 157; ὃν δ' ἐπιστείβεις τόπον, O. C. 56, u. öfter; Θρῄκηε ἐκ τόπων χειμερίων, Eur. Alc. 68; in Prosa überall; κατὰ τόπους καὶ κώμας, Plat. Critia. 119 a; τοὺς τῆς χώρας τόπους μεταλλάττονται, Legg. VI, 760 c; Sp.; ὁ τόπος τῆς χώρας, die Oertlichkeit, örtliche Beschaffenheit eines Landes, Dem. 4, 31; – τόπῳ τινός, anstatt, an der Stelle, Hdn. 2, 14 u. a. Sp.; – ἀνὰ τόπον, auf der Stelle, sogleich, Herm. Eur. Suppl. 622; παρὰ τόπον, an unrechter Stelle, Strab.; μένειν ἐπὶ τόπου, Pol. 4, 72, 5. – In der Rhetorik der Gemeinplatz, locus communis, Arist. rhet. 1, 2. – Uebertr. = Veranlassung, Gelegenheit, Sp., wie Hel. 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
τόπος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. locus, regio, πρῶτον παρ’ Αἰσχύλῳ καὶ ἀκολούθως παρὰ πᾶσι τοῖς Ἀττικ. συγγραφεῦσι· περιφρ., χθονὸς πᾶς τόπος, δηλ. πᾶσα ἡ γῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 249· ἐς τὸν Ἑλλήνων τ. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 790· ἐν Ἑλλάδος τόποις, ἐν Ἑλλάδι, αὐτόθι 796, πρβλ. Ἱκέτ. 232· ἐν Αὐλίδος τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 191· Πέλοπος ἐν τ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 703, πρβλ. 292· πρὸς ἑσπέρους τ., πρὸς τὰ δυτικὰ μέρη, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 348· πρόσθε Σαλαμῖνος τόπων, ἔμπροσθεν τῆς Σαλαμῖνος, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 447· Θρῄκης ἐκ τόπων Εὐρ. Ἄλκ. 67· Διρκαίων ἐκ τ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1026· ― οὕτως ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, χώρα, ὁ τ. ὁ Ἑλληνικὸς Ἰσοκρ. 103Ε, πρβλ. 406Α· ὁ περὶ Θρᾴκης τ. Δημ. 475. 2· ὁ περὶ Θρ. τ. Αἰσχίν. 29. 20., 64. 9· ὁ τ. οὗτος, ἐν τούτοις τοῖς τ. Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 4, Κύρ. 2. 4, 20· ὅλος τ. Δημ. 413. 3· κατὰ τόπους καὶ κώμας Πλάτ. Κριτί. 119Α· οἱ τῆς χώρας τ., αἱ θέσεις, αἱ «τοποθεσίαι» χώρας τινός, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 760C, πρβλ. 705C, κλπ.· ἀλλά, ὁ τόπος τῆς χώρας, αἱ ἐντόπιοι περιστάσεις, Δημ. 48. 22). 2) τόπος, θέσις, οὐ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μεταλλάσειν Αἰσχίν. 65. 1· τόπον διδόναι τινὶ Πλούτ. 2. 462Β· μὴ καταλείπεσθαι τόπον ἐλέους Πολύβ. 1. 88, 2· τόπον ἔχω, κατέχω τὴν θέσιν μου, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 1026. 15, Πλούτ. 2. 646Α· φίλου τ. ἔχω, ἔχω τὴν θέσιν φίλου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 4, 5· ― τόπῳ μετὰ γεν., εἰς τὴν θέσιν τινός, ἀντί τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 14· ἀνὰ τόπον, εἰς τόπον, ἀμέσως, Ἕρμαν. εἰς Εὐρ. Ἱκετ. 662 (604)· ἐπὶ τόπου Πολύβ. 4, 73, 8· κατὰ τὸν αὐτὸν τ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 1· παρὰ τόπον, εἰς οὐχὶ καλὸν τόπον, οὐχὶ ἐν τῷ προσήκοντι τόπῳ, Στράβ. 459. 3) τόπος ἢ μέρος τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Γαλην.· ὁ τόπος, τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 18., 7. 3. 1. 4) χωρίον συγγραφέως, πρῶτον παρὰ Πολυβ. ἐν Ἐκλογ. Βατικ. σ. 443, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 11, Καιν. Διαθ., κλπ.· διότι τὸ χωρίον τῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, εἶναι πιθανῶς νόθον, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 2. 117. 5) τόπος πρὸς ταφήν, κοιμητήριον, Βυζ.· ― ἐν Εὐριπ. Ἡρακλ. 1041 ὁ Elmsl. ἐπηνώρθωσε τάφου. 6) ἐν Αἰγύπτῳ, διαμέρισμα, τοπικὴ διαίρεσις, ἐπαρχία, ὑποδιαίρεσις τοῦ νομοῦ, πρβλ. τοπάρχης καὶ ἴδε Franz. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3, σ. 293. ΙΙ. ὑπόθεσις πρὸς συζήτησιν, Ἰσοκρ. 104C, 215D, Αἰσχίν. 84. 40, Πολύβ., κλπ. 2) κοινὸς τόπος ἢ στοιχεῖον, ἐν τῇ Ρητορικῇ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, πρβλ. 2. 22, 13 κἑξ., 26, 1 κἑξ., 26. 1· τόποι εἶναι οἱ τοῦ Κικέρωνος loci communes, de Orat. 3. 27, Topica ἀλλαχοῦ· ἄλλως loci ἢ sedes argumentorum, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2, Quintil. 5. 10, 20. ΙΙΙ. μεταφορ., περίστασις, εὐκαιρία, θέσις, ἐν τόπῳ τινὶ ἀφανεῖ Θουκ. 6. 54, Ἡλιόδ. 6. 13. (Ἡ ῥίζα δὲν ἐξιχνιάσθη μετὰ βεβαιότητος, ἴδε Curt Gr. Et. σ. 684).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lieu, endroit, particul.
I. espace de terrain, en gén. place, emplacement : ὃν ἐπὶ στείβεις τόπον SOPH le lieu que tu foules;
II. pays, territoire, localité : οἱ ἕσπεροι τόποι ESCHL la région du couchant ; τόποι Ἑλλήνων ESCHL, Ἑλλάδος τόποι ESCHL la région de la Grèce;
III. endroit d’un ouvrage;
IV. t. de rhét. et de dialect.
1 fondement d’un raisonnement ; οἱ τόποι les principaux points de la démonstration;
2 sujet ou matière d’un discours ; lieux communs.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Spanish
English (Abbott-Smith)
τόπος, -ον, ὁ, [in LXX chiefly for מָקֹום;]
place: Lk 4:37 10:1, 32 Jo 5:13 6:10, Ac 12:17, I Co 1:2, al.; τ. ἅγιος (cf. Is 60:13), Mt 24:15; ἔρημος, Mt 14:13, al.; πεδινός, Lk 6:17; ἄνυδρος (pl.), Mt 12:43, Lk 11:24; κατὰ τόπος (BV, in divers places), Mt 24:7, Mk 13:8; τραχεῖς τ., Ac 27:29; τ. διθάλασσος (q.v.), ib. 41; ἑτοιμάζειν τ., Jo 14:2, 3; ἔχειν, Re 12:6; διδόναι, Lk 14:9; c. gen. defin., τ. βασάνου, Lk 16:28; τ. καταπαύσεως, Ac 7:49; κρανίου, Mt 27:33, Mk 15:22, Jo 19:17; seq. οὗ, Ro 9:26; ὅπου, Mt 28:6, Mk 16:6, Jo 4:20 6:23 10:40 11:30 19:41; ἐν ᾧ, Jo 11:6; ἐφ᾽ ᾧ, Ac 7:33; of a place which a person or thing occupies, Re 2:5 6:14 12:8; τ. μαχαίρας, Mt 26:52; ὁ ἴδιος τ., Ac 1:25; of a place in a book, Lk 4:17 (cf. Clem. Rom., I Co., 8, 4). Metaph., of condition, station, occasion, opportunity or power: Ac 25:16, Ro 12:19 15:23, Eph 4:27 (cf. Si 38:12).SYN.: χώρα (extensive), region; χωρίον (enclosed), a piece of ground. τ. is "a portion of space viewed in reference to its occupancy, or as appropriated to a thing " (Grimm-Thayer, s.v.).
English (Strong)
apparently a primary word; a spot (general in space, but limited by occupancy; whereas χώρα is a large but participle locality), i.e. location (as a position, home, tract, etc.); figuratively, condition, opportunity; specially, a scabbard: coast, licence, place, X plain, quarter, + rock, room, where.
English (Thayer)
τόπου, ὁ, in Attic from Aeschylus and his contemporaries on; the Sept. מָקום; place; i. e.:
1. properly, any portion of space marked off, as it were, from surrounding, space; used of
a. an inhabited place, as a city, village, district: G L T Tr WH); τόν τόπον καί τό ἔθνος, the place which the nation inhabit, i. e. the holy land and the Jewish people, τόπος ἅγιος, the temple (which the Sept. of Isa. Ix. 13calls ὁ ἅγιος τόπος τοῦ Θεοῦ), ἔρημος, R G L, 12; πεδινός, ἄνυδρος, plural, κατά τόπους (R. V. in divers places) i. e. the world over (but see κατά, II:3a. α.), ἐν παντί τόπῳ, τραχεῖς τόποι, R. V. rocky ground); τόπος διθάλασσος (A. V. place where two seas met); ἑτοιμάζειν τίνι τόπον, ἔχειν τόπον, a place to dwell in, Revelation , the passage cited; οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι, διδόναι τίνι τόπον, to give one place, give way to one, τόπος οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς, τήν ἔσχατον τόπον, κατέχειν, τόπος τῆς βασάνου, τῆς καταπαύσεώς, κρανίου, τόν τόπον τῶν ἥλων, L T Tr marginal reading); — by the addition of οὗ, ὅπου, ἐφ' or ἐν ᾧ, followed by finite verbs, τόπος λεγόμενος, or καλούμενος, ὁ τόπος τίνος, the place which a person or thing occupies or has a right to: τῆς μαχαίρας, i. e. its sheath, ὁ ἴδιος τίνος (τίνος), universally, Ignatius ad Magnes. 5,1 [ET] (cf. ὁ αἰώνιος τόπος, ἴδιος, 1c.); ὁ ὀφειλόμενος τόπος, of heaven, Polycarp, ad Philippians 9,2 [ET]; Clement of Rome, 1 Corinthians 5,4 [ET]; also ὁ ἅγιος τόπος, ibid. 5,7 [ET]; (ὁ ὡρισμένος τόπος the Epistle of Barnabas 19,1 [ET]; Act. Paul et Thecl. 28; see especially Harnack's note on Clement of Rome, 1 Corinthians 5,4 [ET]).
b. a place (passage) in a book: καί ἐν ἄλλῳ τόπῳ φησίν, Xenophon, mem. 2,1, 20 (but this is doubtful; cf. Liddell and Scott, under the word, I:4; yet cf. Kühner, ad loc.); Philo de Joseph., § 26; Clement of Rome, 1 Corinthians 8,4 [ET]); in the same sense χώρα in Josephus, Antiquities 1,8, 3).
2. metaphorically,
a. the condition or station held by one in any company or assembly: ἀναπληρουν τόν τόπον τοῦ ἰδιώτου (R. V. filleth the place of the unlearned), τῆς διακονίας ταύτης καί ἀποστολῆς (R. V. the place in this ministry, etc.), L T Tr WH.
b. opportunity, power, occasion for acting: τόπον λαμβάνειν τῆς ἀπολογίας, opportunity to make his defense, ἔχειν τῆς ἀπολογίας, Josephus, Antiquities 16,8, 5); τόπον διδόναι τῇ ὀργή (namely, τοῦ Θεοῦ), τῷ δαιβόλω, τῷ ἰατρῷ, to his curative efforts in one's case, νόμῳ ὑψίστου, τόπον διδόναι τινα, followed by an infinitive, τόπος μετανοίας εὑρίσκειν, εὑρίσκω, 3 (διδόναι. Clement of Rome, 1 Corinthians 7,5 [ET]; Latin locum relinquere paenitentiae, Livy 44,10; 24,26; (Pliny, epistle ad Trajan 96 (97), 10 cf. 2); ἔχειν τόπον μετανοίας, Tat. or. ad Graec. 15 at the end; διά τό μή καταλείπεσθαι σφισις τόπον ἐλέους μηδέ συγγνωμης, Polybius 1,88, 2); τόπον ἔχειν namely, τοῦ εὐαγγελίζεσθαι, ἐζητεῖτο τόπος, with a genitive of the thing for which influence is sought among men: διαθήκης, passive μέμφομαι)). [ SYNONYMS: τόπος 1, χώρα, χωρίον: τόπος place, indefinite; a portion of space viewed in reference to its occupancy, or as appropriated to a thing; χώρα region, country, extensive; space, yet bounded; χωρίον parcel of ground (τόπος and χωρίον (plural, R. V. lands) occur together in Schmidt, chapter 41.]