πλοῖον

From LSJ
Revision as of 18:07, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλοῖον Medium diacritics: πλοῖον Low diacritics: πλοίον Capitals: ΠΛΟΙΟΝ
Transliteration A: ploîon Transliteration B: ploion Transliteration C: ploion Beta Code: ploi=on

English (LSJ)

τό, (πλέω) prop.

   A floating vessel: hence, generally, ship, A. Th.602, Ag.625, Hdt.1.168, IG12.128.5, etc.: more nearly defined, π. λεπτά small craft, Hdt.7.36, Th.2.83; π. ἁλιευτικόν a fishing-boat, X.An.7.1.20; ἱππαγωγὰ π. transports for horses, Hdt.6.48; π. μακρά ships of war, Id.5.30, Th.1.14; π. στρογγύλα or φορτηγικά ships of burden, merchantmen, X.HG5.1.21; μεγάλα π. D.S.13.78; ἱερὸν π. τοῦ Ὀσείριος OGI56.51 (Canopus, iii B.C.): when distd. from ναῦς, without Adj., mostly merchant-ship or transport, as opp. ship of war, τοῖς π. καὶ ταῖς ναυσί Th.4.116, cf. 6.44; πλεῖν μὴ μακρᾷ νηΐ, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ Foed. ap. eund.4.118; πλοῖά τε καὶ τριήρεις Pl. Hp.Ma.295d; πλοῖα alone, = τριήρεις, X.HG1.2.1, Docum. ap. D.18.106.

German (Pape)

[Seite 637] τό (πλέω), das Schiff, bes. das Transportschiff; zuerst bei Her., 6, 48 u. sonst; Aesch. Spt. 584, oft; Soph. Ant. 713; von runder Bauart, vgl. Plat. Hipp. mai. 295 d; Xen. An. 1, 4, 8. 6, 2, 18; Thuc. 4, 118. 120; oft den τριήρεις entgegengesetzt; dah. oft durch den Zusatz στρογγύλον (wie das Kriegsschiff durch μακρά) von ναῦς unterschieden, Xen. Hell. 5, 1, 18; doch auch μακρὸν πλοῖον, Kriegsschiff, Her. 5, 36; Thuc. 1, 14; Plat. Polit. 298 d; Isocr. 4, 118; πλοῖα u. νῆες als gleichbedeutend Xen. An. 5, 1, 14, u. mit τριήρεις 1, 3, 17; dient bei den Sp. bes. als allgemeiner Name für alle Schiffsarten.

Greek (Liddell-Scott)

πλοῖον: τό, (πλέω) κυρίως, τὸ ἐπιπλέον· ὅθεν πλοῖον, «καράβι» ἐν τῇ γενικωτάτῃ σημασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 168, Αἰσχύλ. Θήβ. 601, Ἀγ. 625, κτλ.· ― ἀκολούθως μετὰ πληρεστέρου προσδιορισμοῦ, πλοῖα λεπτά, μικρὰ πλοῖα, πλοιάρια, Ἡρόδ. 7. 36, Θουκ. 2. 83· πλ. ἁλιευτικόν, «ψαράδικον», Ξεν. Ἀν. 7. 1, 20· πλ. ἱππαγωγά, μεταφέροντα ἵππους, Ἡρόδ. 6. 48· πλ. μακρά, πολεμικά, ὁ αὐτ. 5. 30, Θουκ. 1. 14· πλ. στρογγύλα ἢ φορτικά, τὰ ἐμπορικά, τὰ πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 21· πλ. μεγάλα Διόδ. 13. 78· ὁπόταν τίθηται κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ ναῦς, ἄνευ τινὸς ἐπιθέτου ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σημαίνει πλοῖον ἐμπορικὸν ἢ πρὸς μεταφορὰν χρήσιμον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πολεμικόν, τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσὶ Θουκ. 4. 116, πρβλ. 6. 44· πλεῖν μὴ μακρὰ νηΐ, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ Σύμβασις περὶ ἐκεχειρίας αὐτόθι 4. 118· πλοῖά τε καὶ τριήρεις Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295D· πλοῖα μόνον = τριήρεις παρὰ Δημ. 262. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
navire :
I. en gén. πλοῖα ἱππαγωγά HDT vaisseaux de transport ; πλοῖα μακρά, vaisseaux longs ou navires de guerre ; πλοῖα στρογγύλα ou φορτηγικά bateaux ronds ou marchands, etc.
II. abs.
1 navire marchand, de transport (p. opp. à ναῦς, navire de guerre);
2 c. τριήρης.
Étymologie: πλόος.

Spanish

barco, nave

English (Strong)

from πλέω; a sailer, i.e. vessel: ship(-ing).

English (Thayer)

πλοίου, τό (πλέω), from Herodotus down, the Sept. chiefly for אנִיָּה, a ship: R G L text Tr text WH text); BB. DD., under the word <TOPIC:Ships> Ship.)