κρύσταλλος
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ὁ, (κρύος, κρυσταίνομαι)
A ice, Il.22.152, Od.14.477, Hdt. 4.28, S.Fr.149; κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Th.3.23; ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον prov., of persons who cannot keep a thing, but do not wish to let it go, Zen.5.58. 2 = νάρκη, numbness, torpor, Opp.H. 3.155. II rock-crystal, D.P.781, Str.15.1.67, Ael.NA15.8, etc.: also fem., AP9.753 (Claudian.): as Adj., οἱ κ. λίθοι D.S.2.52.
Greek (Liddell-Scott)
κρύσταλλος: ὁ, (κρύος, κρυσταίνω) καθαρὸς πάγος, «κρούσταλλο», πάγος, Λατ. glacies, Ἰλ. Χ. 152, Ὀδ. Ξ. 447, Ἡρόδ. 4. 28· κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Θουκ. 3. 23· ― ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον, παροιμ. «ἐπὶ τῶν μήτε κατέχειν δυναμένων μήτε μεθεῖναι βουλομένων» Ζηνοβ. V. 58 ἐν Παροιμιογρ., πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σοφ. Ἀποσπ. 162. 2) = νάσκη, τοῖος γὰρ κρύσταλλος ἐνίζεται αὐτίκα χειρὶ Ὀππ. Ἁλ. 3. 155. ΙΙ. ὁ καὶ ἡ, κρύσταλλος λίθος, Λατ. crystallum, Διον. Ἁλ. 781, Στράβ. 717, Αἰλ., κτλ.· ὡσαύτως θηλ. Ἀνθ. Π. 9. 753.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, qqf ἡ)
1 glace, eau congelée;
2 cristal, verre transparent.
Étymologie: R. Κρυ, être glacé ; cf. κρύος.
English (Autenrieth)
clear ice, ice, Od. 14.477 and Il. 22.152.
English (Strong)
from a derivative of kruos (frost); ice, i.e. (by analogy) rock "crystal": crystal.
English (Thayer)
(κρυφαῖος) κρυφαίᾳ, κρυφαιον (κρυφᾶ), hidden, secret: twice in L T Tr WH. (Aeschylus and Pindar down.)