εὐγενής

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγενής Medium diacritics: εὐγενής Low diacritics: ευγενής Capitals: ΕΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: eugenḗs Transliteration B: eugenēs Transliteration C: evgenis Beta Code: eu)genh/s

English (LSJ)

ές, in Hom. εὐηγενής (q.v.), and in h.Ven.94 ἠϋγενής: (γένος):—

   A well-born, A.Pers.704 (troch.), S.OC728, etc.; εὐ. δόμος E.Ion 1540; τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται being tattooed is esteemed a mark of nobility, Hdt. 5.6.    2 in Trag. etc. with the connotation noble-minded, generous (more prop. γενναῖος, cf. Arist.Rh.1390b22), S.Ant.38, Ph.874, etc.; διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος . . νεανίσκου εὐ. Pl.R.375a.    3 of animals, high-bred, ἵππος Thgn.184, S.El.25; λέων A.Ag.1259; ὄρνιθες Plb.1.58.7; of plants, of a good sort, Ael.VH2.14; ῥόαι Eriph. 2.11; πυροί Gal.11.120; βλαστοί Gp.5.37.2: so in Comp., Eub.44; φλέβες καὶ ἶνες Thphr. HP 5.1.7 (s.v.l., cf. εὐτενής) ; χαλκός S.Fr.864 (v.l.): metaph., of a wife, ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐντεκνώσασθαι παρασχεῖν Plu.Cat.Mi.25.    4 of outward form, noble, δέρη, πρόσωπον, E. Hel.136, Med.1072; of style, τὸ εὐ. τῆς λέξεως Ael.NA Epil.; εὐ. ῥυθμοί D.H.Comp.18.    II Adv. -νῶς nobly, bravely, κατθανοῦμεν E.Cyc.201, cf. Tr.727; εὐτυχεῖν Plu.2.7f.

German (Pape)

[Seite 1059] ές, wohlgeboren, von edler Abkunft, Geburt, Aesch. Spt. 391; εὐγενὲς γύναι Pers. 690; λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσία Ag. 1232; Soph., wo Kreon die Athener anredet, χθονὸς τῆσδ' εὐγενεῖς οἰκήτορες, O. C. 732, die als Autochthonen edler Abkunft sich rühmen; auch ἵππος εὐγενής, El. 25; Eur. oft, auch εὐγενὴς δόμος, Ion 1540; ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης I. T. 609; übertr. auf das edle Aeußere, εὐγενῆ παρθένον εἶδος Hel. 10; δέρη, παρηΐς, 136 Ion 242; πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων Med. 1072; Her. 5, 6. – Arist. unterscheidet A. H. 1, 1 wie rhet. 2, 15 εὐγενὲς τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, κατὰ τὴν τοῦ γένους ἀρετήν von γενναῖον, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως. – Von Thieren u. Pflanzen, von guter Race, guter Art, Arist. H. A. 1, 8; Ael. V. H. 2, 14 u. A.; χώρα, Plut. Cat. min. 25; Soph. frg. 713 sagt vom Monde ὅταν περ αὑτῆς εὐγενεστάτη φανῇ, d. i. beim Vollmonde. – Uebertr., edelgesinnt, hochsinnig, eine Gesinnung, wie sie der von edler Geburt haben muß, κατὰ μεταφορὰν μεγαλοπρεπὴς καὶ γενναῖος, Arist. rhet. 2, 15; φύσις Soph. Phil. 862; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή Ant. 38; Eur. u. in Prosa; Beschäftigungen, die des Edlen würdig sind, Aesch. u. A., Ggstz ἀγεννής. Auch von der Sprache u. dem Styl, D. Hal. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγενής: -ές, παρ’ Ὁμ. εὐηγενής, (ὃ ἴδε), καὶ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 94 ἐϋγενής, (γένος) ἐκ καλοῦ γένους, ἐξ εὐγενοῦς γενεᾶς, ὑψηλῆς καταγωγῆς, εὐγενής, Λατ. generosus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 704· τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενές, τὸ νὰ εἶναί τις ἐστιγμένος θεωρεῖται ὡς σημεῖον εὐγενείας, Ἡρόδ. 5. 6. 2) παρὰ τοῖς Τραγ. ἡ ἔννοια αὕτη σχετίζεται μετὰ τῆς ἐννοίας ὑψηλοῦ καὶ γενναίου φρονήματος, ὡς ἐν Σοφ. Ἀντ. 38, Φιλ. 874, κτλ.· διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος... νεανίσκου εὐγενοῦς Πλάτ. Πολ. 375 Α· - ἀλλ’ ἡ ἔννοια αὕτη κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ γενναῖος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1. 32. 3) ἐπὶ ζῴων, καλοῦ γένους, εὐγενής, γενναῖος, ἵππος Θέογν. 184, Σοφ. Ἠλ. 25· λέων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259· ὄρνιθες Πολύβ. 1. 58, 7· ἐπὶ φυτῶν, καλοῦ εἴδους, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 14, Γαλην.· ἐπὶ χώρας, εὔφορος γόνιμος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25· φλέβες καὶ ἶνες Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 7. 4) ἐπὶ ἐξωτερικῆς μορφῆς, ἔξοχος, ὅταν εὐγενεστάτη φανῇ (δηλ. ἡ σελήνη) Σοφ. Ἀποσπ. 713· παρθένος εὐγενὴς εἶδος Εὐριπ. Ἑλ. 10· εὐγ. πρόσωπον, παρηΐς, κτλ. ὁ αὐτ. ἐπὶ ὕφους. τὸ εὐγ. τῆς λέξεως Αἰλ. π. Ζ. ἐν τέλει ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 201· γενναίως, μετὰ γενναιότητος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 729.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. bien né :
1 de bonne naissance, de noble origine, de bonne race;
2 au mor. de nobles sentiments, généreux;
II. qui est la marque d’une noble origine : τὸ ἐστίχθαι εὐγενές être tatoué est un signe de noblesse;
Cp. εὐγενέστερος, Sp. εὐγενέστατος.
Étymologie: εὖ, γένος.

Spanish

noble

English (Strong)

from εὖ and γίνομαι; well born, i.e. (literally) high in rank, or (figuratively) generous: more noble, nobleman.

English (Thayer)

ἐυγενες (from εὖ and γένος);
1. well-born, of noble race: noble-minded: comparitive ἐυγενεστερος, Sept.; often in Greek writings from Aristophanes and Tragg. down.)