χρυσεόστολος

Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A πέπλων χ. φάρος E.HF414 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1379] goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόστολος: -ον, = τῷ προηγ., πέπλων χρ. φᾶρος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 414.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ornements d’or.
Étymologie: χρυσός, στολή.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσόστολος.