ψηφοφόρος

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοφόρος Medium diacritics: ψηφοφόρος Low diacritics: ψηφοφόρος Capitals: ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: psēphophóros Transliteration B: psēphophoros Transliteration C: psifoforos Beta Code: yhfo/foros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A voting, ἐκκλησία D.H.7.59; = suffragator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1398] seine Stimme gebend, stimmend, wählend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοφόρος: -ον, ὁ ψηφοφορῶν, ὁ δίδων ψῆφον, Διον Ἁλ. 7. 59, ἐν τῷ τύπῳ ψηφηφ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte son vote.
Étymologie: ψῆφος, φέρω.

Greek Monolingual

ο, η / ψηφοφόρος, -ον, ΝΜΑ, και ψηφηφόρος Α
(για πρόσ.) πολίτης που έχει και ασκεί το δικαίωμα ψήφου, εκλογέας
αρχ.
(γενικά) αυτός που ψηφίζει, που δίνει ψήφο («ἐγένετο Ῥωμαίοις ἐκκλησία κατ' ἄνδρα ψηφοφόρος ἡ φυλετική», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -φόρος].