χωλιαμβικός

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωλιαμβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωλίαμβος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωλίαμβο («χωλιαμβικά μέτρα»).