αειγενέτης
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
ἀειγενέτης, ο (Α)
(μόνο στον επικό τύπο αἰειγενέτης, ως επίθετο θεών) αιώνιος, αθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενετής].