άγημα
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
το (Α ἄγημα) ἄγω
νεοελλ.
1. στρατιωτικό τμήμα στο οποίο ανατίθεται ειδική αποστολή, είτε σε πολεμική επιχείρηση είτε σε ειρηνική εκδήλωση
2. (ιδιαίτερα) τμήμα πεζοναυτών
αρχ.
1. το οδηγούμενο τμήμα, διαίρεση, μέρος του στρατού τών Λακεδαιμονίων
2. επίλεκτο τμήμα του μακεδόνικου στρατού, σωματοφύλακες.