αὐτόχειρ
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
αὐτόχειρος, ὁ, ἡ,
A with one's own hand, creative, A.Supp. 592 (lyr.); αὐτόχειρ λούειν, παίειν, κτείνειν, S.Ant.900,1315, Aj. 57; τίνες ᾠκοδόμησαν;—ὄρνιθες αὐτόχειρες Ar.Av.1132 sq., cf. Lys. 269, Theopomp.Com.86, Act.Ap.27.19, etc.: c. gen., very doer, perpetrator of a thing, αὐτόχειρα τοῦδε τοῦ τάφου = author of this burial S.Ant.306; τῆς ἀσελγείας ταύτης D.21.60; αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν = for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us, men who accomplish neither... Isoc.5.150.
II abs., one who kills himself, suicide, S.Ant.1175; αὐ. ἑαυτῶν Arist.Fr.502; simply, murderer, S.OT231, D.21.116; αὐτὸν… νομίζω αὐτόχειρά μου γεγενῆσθαι τούτοις τοῖς ἔργοις ib.106: c. gen., αὐτόχειρες καὶ φονεῖς τῶν πολιτῶν Isoc.4.111, cf. Men.Sam. 216; in full, τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου = the perpetrator of the murder S.OT266, cf. El.955, D.18.287.
III as adjective, murderous, especially of murder committed by one's own hand or murder committed by kinsmen, αὐτόχειρ θάνατος, σφαγή, μοῖρα E.Ph.880, Or.947, Med.1281 (lyr.); πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, of brothers smitten by mutual slaughter, S.Ant.172; φόνος Pl.R. 615c.
2 αὐτόχειρα γράμματα = letters written with one's own hand, autograph, D.C.59.4.
Spanish (DGE)
αὐτόχειρος, ὁ, ἡ
I de pers.
1 que obra con o por su propia mano de pers. πατὴρ φυτουργός, αὐ. ἄναξ A.Supp.592, τοὐμὸν ἐξάραντά σε σῶμ' αὐτόχειρα S.Tr.1194, ἐπεὶ θανόντας αὐ. ὑμᾶς ἐγὼ ἔλουσα S.Ant.900, αὐτόχειρί μοι μόνῃ τε δραστέον τοὔργον τόδ' tengo que llevar a cabo esta obra yo sola por mi propia mano S.El.1019, ἐμπρήσωμεν αὐτόχειρες πάσας quemémoslas a todas (las mujeres) con nuestras propias manos Ar.Lys.269, cf. Theopomp.Com.88, αὐτόχειρες θηρεύοντες cazando con las propias manos Pl.Lg.824a, αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν Act.Ap.27.19, cf. paródico ὄρνιθες αὐτόχειρες (ᾠκοδόμησαν) Ar.Au.1135.
2 frec. en cont. c. verb. de ‘matar’ o similares autor material de un crimen, ejecutor de Áyax δισσοὺς Ἀτρείδας αὐτόχειρ κτείνειν ἔχων que teniendo a los dos Atridas los mata con su propia mano S.Ai.57, αὐτόχειρ δ' αἱμάσσεται por su propia mano se da un fin sangriento S.Ant.1175, de Edipo ἔπαισε δ' αὐ. νιν οὐδείς S.OT 1331
•por op. a los que premeditan o maquinan un crimen ἐὰν δὲ δοῦλος ἐλεύθερον ἑκών, εἴτε αὐτόχειρ εἴτε βουλεύσας, ἀποκτείνῃ Pl.Lg.872b, τῶν ἀποκτεινάντων οἱ μὲν ἄλλοι ἠρνοῦντο μὴ αὐτόχειρες γεγενῆσθαι X.HG 7.3.7, cf. Pl.Lg.872a, 865b, D.21.106, 21.116
•subst. ὁ αὐτόχειρ gener. homicida, asesino S.OT 231, Pl.Lg.872b, Hsch.
•esp. c. gen. de pers. αὐτόχειρ ... τῶν πολιτῶν Isoc.4.111, τοῦ πατρός D.S.5.59, Γαΐου Καίσαρος App.BC 4.9, cf. Men.Sam.561 (bis), Plb.2.58.8, Plu.Rom.23, Str.5.3.12, Paus.3.23.5, αὐτόχειρες ἑαυτῶν = suicidas Arist.Fr.502
•tb. abs. suicida Vett.Val.120.13, 121.9.
3 c. gen. no de pers., gener. el que realiza, autor de crímenes τὸν αὐτόχειρα τοῦδε τοῦ τάφου εὑρόντες S.Ant.306, τοῦ φόνου S.OT 266, El.955, Pl.Ep.334a, cf. D.18.287
•fig. οὐ γὰρ αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν, οὔτε τῶν κακῶν γίνονται τῶν συνόντων αὐτοῖς Isoc.5.150, τῆς ἀσελγείας πάντης D.21.60, τῆς μάχης Hdn.7.2.8.
II acompañando a n. que significan ‘muerte’
1 realizado por propia mano αὐτόχειρι μοίρᾳ κτανεῖς E.Med.1281, θάνατος E.Ph.880, cf. Pythag.Ep.7.4
•suicida αὐτόχειρι δὲ σφαγῇ ὑπέσχετ' ἐν τῇδ' ἡμέρᾳ λείψειν βίον E.Or.948, καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο Pl.R.615c.
2 fratricida αὐτόχειρι σὺν μιάσματι el de Etéocles y Polinices, S.Ant.172, ξυγγενῶν αὐτόχειρας φόνους ἢ δι' ἐπιβουλεύσεως γενομένους Pl.Lg.872c.
French (Bailly abrégé)
αὐτόχειρος (ὁ, ἡ)
I. 1 qui fait qch de sa propre main ; avec un gén. αὐτόχειρ τάφου SOPH celui qui dispose de sa main une sépulture ; αὐτόχειρ οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν ISOCR qui ne fait de sa main ni le bien ni le mal ; αὐτόχειρ φόνου SOPH qui commet un meurtre de sa main;
2 abs. qui commet un meurtre de sa main, meurtrier ; avec un gén. : αὐτόχειρ τινός meurtrier de qqn;
II. accompli par la propre main de qqn : αὐτόχειρ θάνατος, σφαγή EUR meurtre commis sur soi-même ou sur ses propres parents ; πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι SOPH frappés par un meurtre dont ils ont souillé leurs mains.
Étymologie: αὐτός, χείρ.
English (Strong)
from αὐτός and χείρ; self-handed, i.e. doing personally: with … own hands.
English (Thayer)
αὐτόχειρ, ὁ (αὐτός and χείρ, cf. μακρόχειρ, ἀδικόχειρ), doing a thing with one's own hand: Acts 27:19. (Often in the tragedians and Attic orators.
Greek Monotonic
αὐτόχειρ: αὐτόχειρος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που κάνει κάτι με το ίδιο του το χέρι, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με γεν., δράστης ή πρωτεργάτης ενός πράγματος, στον ίδ., Δημ.
II. απόλ. όπως αὐθέντης, αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιον από τους συγγενείς του, σε Σοφ.· έπειτα απλώς, δολοφόνος, ανθρωποκτόνος, στον ίδ., Δημ.· πλήρως, τὸν αὐτ. τοῦ φόνου, ο δράστης του..., σε Σοφ.
III. ως επίθ., ο φονικός, σε Ευρ.· πληγέντες αὐτόχειροι μιάσματι, λέγεται για αδέλφια χτυπημένα από αμοιβαίο θάνατο, σε Σοφ.
German (Pape)
αὐτόχειρος,
1 eigenhändig, mit eigner Hand vollbringend, ἄναξ Aesch. Suppl. 587; παίειν Soph. Or. 1331; τάφου Ant. 306; vgl. Ar. Av. 1135. Auch in Prosa, ἔργου Antipho. 5.62; ἀγαθῶν, Götter, Geber des Guten, Isocr. 5.150; τῆς ἀσελγείας Dem. 21.60; μάχης Herodian. 7.3 und Sp.; αὐτόχειρες θηρεύειν Plat. Legg. VII.824b; ἀποκτεῖναι IX.865b; πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι, durch eigenhändige Freveltat, Wechselmord, Soph. Ant. 172; bes. Urheber des Mordes, φόνου O.R. 266, El. 943 (Selbstmörder, B.A. 468); Mörder, ohne diesen Zusatz, O.R. 231, wie Plat. Legg. IX.872b; ἀνδρός Antipho. 5.47; τῶν πολιτῶν Isocr. 4.112; ἄλλου Dem. Lept. 137; vgl. Pol. 2.58 und Sp.; Plut. Lyc. et Num. 3; App. B.C. 4.9.
2 pass., eigenhändig, d.i. selbstgetan, θάνατος Eur. Phoen. 887; γράμματα, selbstgeschrieben, D.Cass.
• Adv. αὐτοχείρως, Schol. Soph. Ai. 57.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόχειρ: αὐτόχειρος adj.
1 совершенный собственной рукой (θάνατος, σφαγή Eur.; μίασμα Soph.);
2 собственноручно совершающий, виновник (τινός Soph., Isocr., Dem.): παίσασα αὐ. αὑτήν Soph. сама нанесшая себе удар.
χειρος ὁ убийца Soph., Isocr., Plat., Dem., Polyb., Plut.
Middle Liddell
I. with one's own hand, Aesch., Soph., etc.: c. gen. the very doer or author of a thing, Soph., Dem.
II. absol., like αὐθέντης, one who kills himself or one of his kin, Soph.: then, simply, a murderer, homicide, Soph., Dem.; in full, τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου = the perpetrator of…, Soph.
III. as adj. murderous, Eur.; πληγέντες αὐτόχειρι μιάσματι of brothers smitten by mutual slaughter, Soph.
Chinese
原文音譯:aÙtÒceir 凹拖黑而
詞類次數:形,名(1)
原文字根:同一的-手
字義溯源:自己-手的,親手;由(αὐτός)=自己)與(χείρ)*=手)組成;而 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 親手(1) 徒27:19
English (Woodhouse)
creator, murdering kindred, perpetrator of a murder
Translations
murderous
Arabic: قَتُول; Aramaic Classical Syriac: ܩܛܘܠܐ; Armenian Old Armenian: մարդասպան; Catalan: assassí; Czech: vražedný; Dutch: moordzuchtig; Esperanto: murda, murdema; Finnish: murhaava, murhanhimoinen; French: meurtrier; Georgian: სასიკვდილო; German: mörderisch; Greek: δολοφονικός, φονικός; Ancient Greek: ἀνθρωποκτόνος, ἀνδροθνής, ἀκρόχειρος, βροτοκτόνος, ἀνδροκμής, αὐτόχειρ, αὐθέντης, ἀνδροδάικτος, φονικός; Hungarian: gyilkos; Italian: letale, micidiale, mortale, omicida, omicidiario; Latin: internecivus; Latvian: slepkavīgs; Malayalam: കൊലപാതക; Middle English: dedly; Norwegian Bokmål: morderisk; Nynorsk: mordarisk; Romanian: asasin, ucigaș, ucigător; Russian: кровавый; Sanskrit: हिंस्र; Serbo-Croatian Cyrillic: у̏битачан, у̀бојит; Roman: ȕbitačan, ùbojit; Spanish: asesino, homicida; Swedish: mordisk; Yiddish: מערדעריש, רציחהדיק, רצחניש
suicide
Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر, مُنْتَحِرَة; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: zelfmoordenaar, zelfmoordenaares, zelfmoordenaarster; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: suicidé, suicidée, suicidant, suicidante; German: Selbstmörder, Selbstmörderin, Suizidant, Suizidantin, Suizident, Suizidentin; Greek: αυτόχειρ, αυτόχειρας; Ancient Greek: αὐτοφόνος, αὐτόχειρ, αὐτοσφαγής, αὐτοκτόνος, αὐθέντης, αὐτοθάνατος, αὐτοφόνευτος; Hebrew: מתאבד, מתאבדת; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: suicida; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: suicida; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: самоубийца; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: suicida; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش, خُودْکُش; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig