Search results
There is a page named "βλάπτω" on this wiki. See also the other search results found.
- mairya ‘fraudulento’, arm. mełk ‘pecado’, lituan. mẽlas, etc. Source: βλάπτω βλάπτω, [in LXX: Pr 25:20, To 12:2, Wi 10:8 18:2, II Mac 12:22, IV Mac 9:7*;]37 KB (3,768 words) - 13:23, 3 October 2019
- ἀδικῶ -έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τον βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια1,022 bytes (63 words) - 06:33, 29 September 2017
- ή «πολεμῶ ζημίαν» ή «γυρίζω ζημίαν» — κάνω κακό, κάνω ζημιά σε κάποιον, βλάπτω, καταστρέφω μσν.-αρχ. χρηματική ποινή, πρόστιμο αρχ. 1. (ως υβριστική λέξη)2 KB (115 words) - 07:15, 29 September 2017
- του αρχ.-μσν. ἐλαττοῦμαι 1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός 2. μειονεκτώ μσν. βλάπτω αρχ. Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον 2. κόβω, κονταίνω II. παθ. ἐλαττοῦμαι1 KB (81 words) - 12:30, 15 February 2019
- [ᾰ], ἡ, (v. βλάπτω) A harm, damage, A.Pr.763, IG12.18, etc.; πεπονθέναι… ἐς βλάβην φέρον S.OT517; τίς β.; c. inf., Id.OC1187; οἷς ἦν ἐν β. τειχισθέν15 KB (1,365 words) - 14:25, 2 October 2019
- (AM κακοποιῶ, -έω) κακοποιός (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω1 KB (72 words) - 12:40, 15 February 2019
- β. «ὑπενόμευε Ῥωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων», Διον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. βλάπτω κάποιον με δόλια μέσα. Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια740 bytes (64 words) - 12:52, 29 September 2017
- ἀποκωλύω, διακόπτω, διατειχίζω, διακωλύω, ἀντιπταίω, ἀντικοτέω, ἐλέγχω, βλάπτω, ἀπαρτάω309 bytes (13 words) - 06:40, 22 August 2017
- βλαβερός, -ά, -όν (< βλάπτω), [in LXX: Pr 10:26*;] hurtful: I Ti 6:9.† from βλάπτω; injurious: hurtful. βλαβερα, βλαβερόν (βλάπτω), hurtful, injurious7 KB (660 words) - 13:15, 3 October 2019
- διαδηλέομαι, δάμνημι, ἄτω, ἀχρειόω, δηλαίνω, διαβλάπτομαι, ἐλεφαίρομαι, ἐλέγχω, βλάπτω, ἑλκόω475 bytes (21 words) - 06:42, 22 August 2017
- καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῑσθαι», Θουκ.) 5. (το ενεργ.) α) παραχωρώ β) βλάπτω, ζημιώνω. Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό2 KB (119 words) - 12:23, 29 September 2017
- ενεργ. και παθ. σημ.) ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + βλάβω, μσν. τύπ. του βλάπτω. Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang327 bytes (26 words) - 06:30, 29 September 2017
- ἀφευρίσκω, ἀπογίγνομαι, ἄπειμι, ἐνδεύω, δέω, ἐλλιμπάνω, ἀποφύω, ἀπέχω, ἁμαρτάνω, βλάπτω, ἐκδέχομαι, ἐλασσονέω, ἐλλείπω428 bytes (19 words) - 06:39, 22 August 2017
- -όω, Μ και ζημιώνω) ζημία 1. προξενώ σε κάποιον ζημιά, απώλεια, βλάβη, βλάπτω, παραβλάπτω (α. «μέ ζήμιωσες με αυτά που έκανες» β. μηδὲν ἢ μηδένα ζημιοῑ»1 KB (91 words) - 06:35, 29 September 2017
- αἰσχύνω, ἀμαλδύνω, ἐκσκεδάννυμι, ἀμβλόω, ἀφανίζω, ἀμαυρόω, ἀποθραύω, διαβάλλω, βλάπτω, ἀποκοσμέω238 bytes (10 words) - 06:47, 22 August 2017
- ἐμποδίζω, διακλείω, διοχλέω, διεμποδίζω, διακωλύω, ἀπασχολέω, βαρύνω, βλάπτω, διείργω208 bytes (9 words) - 07:05, 22 August 2017
- ἐνδεσμέω, βροχίζω, εἰσκυλίνδω, ἐμπλέκω, ἐγκυλίω, ἐνειλέω, ἐνθριόω, ἐγκίρνημι, βλάπτω211 bytes (9 words) - 07:04, 22 August 2017
- ἀποκναίω, ἀάσκω, δηλέομαι, ἀμέρδω, ἀγατάω, διαβλάπτομαι, ἐλεφαίρομαι, βλάπτω, ἀδικέω210 bytes (9 words) - 07:15, 22 August 2017
- ἀλιταίνω, ἀλιτραίνω, δηλέομαι, ἐμπηρόω, βασκαίνω, ἀτιμάζω, ἐναγανακτέω, βλάπτω, ἀδικέω214 bytes (9 words) - 07:14, 22 August 2017
- T. u. K. S. βλάσφημος: -ον, (ἴσως ἐκ τοῦ βλάξ καὶ φήμη· ἕτεροι ἐκ τοῦ βλάπτω, ἀντὶ τοῦ βλαψίφημος): ― ὁμιλῶν δυσοιώνους λόγους. κακολόγος, μ. γεν. =8 KB (784 words) - 13:15, 3 October 2019