Search results
There is a page named "γεωργός" on this wiki. See also the other search results found.
- A. 7, 28; Aristaen. 1, 3. γεωργός: -όν, (γῆ, ἔχω), ὁ τὴν γῆν ἀνακόπτων, βοίδιον Ἀριστοφ. Ἀχ.1036·― ὡς οὐσιαστικόν, γεωργός, ὁ, Ἡρόδ. 4.18, Ἀριστοφ. Εἰρ6 KB (570 words) - 13:15, 3 October 2019
- junto al río Danubio, Ephor. en Scymn.846, Peripl.M.Eux.49. Source: Γεωργός300 bytes (41 words) - 12:22, 21 August 2017
- ἐργασιών, ὁ (Α) εργασία γεωργός. Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο88 bytes (14 words) - 07:13, 29 September 2017
- (θηλ. Α -ις, Ν -ισσα) αυτός που ζει και εργάζεται στους αγρούς, χωρικός, γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός. ΠΑΡ. αγροτιά, αγροτικός. ΣΥΝΘ. αγροτοπατέρας]. (II) ἀγρότης625 bytes (42 words) - 12:08, 8 January 2019
- εργάτες του εργοστασίου») μσν. 1. δούλος, υποτακτικός 2. υπηρέτης αρχ. 1. γεωργός, ξωμάχος 2. εργατικός, δραστήριος («καίτοι γ’ ἐστί σώφρων κἀργάτης», Αριστοφ2 KB (143 words) - 06:32, 29 September 2017
- ἄγραυλος, ἀγρώστης (Soph., Frag.). See rural. subs. Ar. and P. ἄγροικος, ὁ, γεωργός, ὁ, P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ, V. ἀγρώστης, ο, χωρίτης, ὁ (Soph476 bytes (55 words) - 11:00, 7 August 2017
- (-έω) (AM γεωργῶ, -έω) γεωργός καλλιεργώ τη γη, είμαι γεωργός αρχ.-μσν. καλλιεργώ, προάγω, βελτιώνω αρχ. 1. παράγω 2. ασχολούμαι συστηματικά με κάτι 3427 bytes (35 words) - 06:26, 29 September 2017
- ἐργαστήρ, -ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, -ίδος (Α) εργάζομαι 1. εργάτης, γεωργός 2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός. Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη |258 bytes (25 words) - 06:32, 29 September 2017
- subs. Opposed to townsman: Ar. and P. ἄγροικος, ὁ, γεωργός, ὁ, P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ, V. ἀγρώστης, ὁ, χωρίτης, ὁ (Soph., Frag.), γῄτης, ὁ487 bytes (55 words) - 11:00, 7 August 2017
- τακτικά, εύφορος αγρός», αντίστοιχα, με τη σημ. τών εργασιών που εκτελεί ο γεωργός για να βελτιώσει και να αυξήσει την παραγωγικότητα του εδάφους, οδήγησε5 KB (403 words) - 12:10, 29 September 2017
- θηλ. ἡ ἰατρός η μαία 2. φρ. α) «ἰατρῶν παῑδες» — ιατροί β) «γῆς ἰατρός» — γεωργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γιατρός. ΠΑΡ. ιατρικός αρχ. ιάτρια, ιατρίνη (αρχ. -μσν3 KB (198 words) - 14:30, 14 January 2019
- subs. P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ, Ar. and P. γεωργός, ὁ, V. γῄτης, ὁ, γαπόνος. ὁ. Farmer of revenues: Ar. and P. τελώνης, ὁ. Look up farmer on323 bytes (43 words) - 09:39, 21 July 2017
- subs. P. and V. αὐτουργός, ὁ, ἐργάτης, ὁ, Ar. and P. γεωργός, ὁ, V. γῄτης, ὁ, γαπόνος, ὁ. Look up husbandman on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC |249 bytes (35 words) - 09:43, 21 July 2017
- ὁ, χωρίτης, ὁ (Soph., Frag.), γῄτης, ὁ, γαπόνος, ὁ. Farmer: Ar. and P. γεωργός, ὁ. Look up peasant on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora347 bytes (42 words) - 11:01, 7 August 2017
- Gp.6.7.2. Source: γεωργέω from γεωργός; to till (the soil): dress. γεωργῷ: (present passive γεωργοῦμαι); (γεωργός, which see); to practise agriculture12 KB (1,197 words) - 13:15, 3 October 2019
- χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «χαμερπής· γεωργός, ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται ταῦτα ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς»2 KB (164 words) - 02:50, 10 January 2019
- γεωργικές εργασίες αρχ. 1. ο έμπειρος γεωργός 2. ως ουσ. αυτός που αγαπά τις αγροτικές ασχολίες, ο καλός, ο άξιος γεωργός 3. φρ. «γεωργικόν βιβλίον» — σύγγραμμα9 KB (829 words) - 06:39, 10 January 2019
- -woko (πρβλ. tokosowoko = τοξοFοργός), αφ’ ετέρου δε από σύνθετα του τύπου γεωργός, δαμιοργός (ιων., αρκ.) παράλληλα προς το ομηρ. δημιοεργός. Τα πολυπληθή21 KB (1,123 words) - 12:24, 15 February 2019
- 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo. γεωπόνος: ὁ, γεωργός, Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, γεηπόνος. Ὁ Δωρ3 KB (364 words) - 06:15, 10 January 2019
- αἱ γεωργίαι terre cultivée, ferme (cf. franç. une culture). Étymologie: γεωργός. -ας, ἡ I 1cultivo de la tierra, agricultura abstr. considerada junto8 KB (725 words) - 20:35, 9 January 2019