γραφή
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ,
A representation by means of lines: hence,
I drawing, delineation, Hdt.4.36; κατὰ γραφήν = in outline, cj. in Pl.Smp.193a; also of painting, γραφῇ κοσμέειν Hdt.3.24; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη Id.2.182; the art of drawing or art of painting, Pl.Plt.277c, Ti.19b.
2 that which is drawn or that which is painted, drawing, picture, ὅσον γραφῇ only in a picture, Hdt.2.73; πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς A.Ag.242 (lyr.); σπόγγος ὤλεσεν γραφήν ib.1329; μήτε ἄγαλμα μήτε γ. Arist.Pol.1336b15; also of embroidery, A.Ch.232; γραφαὶ ἀπὸ κερκίδος Philostr.Im.2.5.
3 γραφὴ παρειῶν painting, rouging the cheeks, Id.Ep.22.
II writing or the art of writing, Pl.Phdr.274b, etc.: pl., αἱ γραφαὶ τῶν δικῶν the registration of... Arist.Pol.1321b36; γραφαὶ περὶ συμμαχίας, of treaties, ib.1280a40.
2 that which is written, writing, S.Tr.683, Agatho 4: hence, of various written documents, letter, Th.1.129: also in plural, E.IT735; ψευδεῖς γραφαί = spurious documents, ap.D.18.55 (but in E.Hipp.1311 false statements); of published writings, τῶν φιλοσόφων Phld.Ir.p.73 W., cf. D.H.Orat.Vett.4; ἐν τῇ πρώτῃ γραφῇ = in the first book, Epicur.Nat.Herc.1431.16; written law, Pl.Lg.934c; contract, PAmh.2.43.13 (ii B. C.): pl., copies of judgements delivered in court, IG12(2).526d8 (Eresos).
b catalogue, list, return, ἱερῶν PTeb.88.2 (ii B. C.); τοῦ κατ' ἄνδρα OGI179.21 (Egypt, i B. C.); τὰς κατ' ἄνδρα γραφάς PTeb.27.7 (ii B. C.), etc.; price list, D.S.1.91.
c inscription, Th.1.134, IG12(5).679 (Syros), Epigr.Gr. 347 (Cios), D.C.37.21.
d MS. reading, Str.1.2.25, Gal.15.430, Alex.Aphr.in Sens.9.29, Herm.in Phdr.p.154A., etc.
3 the Holy Scripture, Aristeas155, 2 Ep.Pet.1.20: pl., Ph.1.18, J.Ap.2.4, Ev.Matt.21.42, al.: also in sg., of a particular passage, Act.Ap.8.32, al.
4 γραφὴ φαρμάκου medical prescription, Gal.12.293, 13.638, 15.918.
5 record office, archive, IG11(2).203B101 (Delos, iii B. C.).
III (γράφομαι) as law-term,
1 bill of indictment in a public prosecution, λέγε, τὴν γραφὴν αὐτὴν λαβών D.18.53.
2 criminal prosecution in the interest of the state (cf. Poll.8.41), γραφὴν ὕβρεως καὶ δίκην κακηγορίας ἰδίαν φεύξεται Id.21.32, cf. Lys.1.44, Is.11.28, etc.; γραφὴν γράφεσθαι Pl.Lg.929e, etc.; γρ. γ. τινά Id.Euthphr.2b, etc.; γ. ἀπενεγκεῖν Aeschin.3.217; γραφήν τινος διώκειν τινά D.19.293; πολλὰς γ. διώξας οὐδεμίαν εἷλεν Antipho 2.1.5; γραφὴν ἁλῶναι Id.2.2.9; γραφὴν κατασκευάζειν κατά τινος, γραφὴν κατασκευάζειν ἐπί τινα, D.21.103, 22.2; γραφὴν εἰσέρχεσθαι, γραφὴν εἰσιέναι, appear before the court in a public prosecution, either as prosecutor or prosecuted, Id.18.105.
3 generally, an ordinary public action, opp. to special forms (such as εἰσαγγελία, εὔθυναι, etc.), γραφάς, εὐθύνας, εἰσαγγελίας, πάντα ταῦτ' ἐπαγόντων μοι D.18.249, cf. X.Ath.3.2, Lys.16.12.
Spanish (DGE)
(γρᾰφή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. γροφά IG 42.102.271 (IV a.C.)
I rel. actividades artísticas
1 pintura πρέπουσα τὼς ἐν γραφαῖς de la figura de Ifigenia destacando entre la multitud como si fuera una pintura A.A.242, cf. Hdt.2.73, de una pintura en la tapa de una caja IG l.c., como forma de expresión inferior y op. λόγος Pl.Plt.277c, μήτε ἄγαλμα μήτε γραφήν Arist.Pol.1336b15, como objeto de la τέχνη γραφική Aristid.Quint.105.31, τὴν ... στοὰν ... τῇ τῶν Ἀργοναυτῶν γραφῇ ἐπελάμπρυνε D.C.53.27.1, cf. 60.25.2, 69.16.3, POxy.473.8 (II d.C.), 1450.9 (III d.C.), Philostr.Im.2.5.1
•fig. descripción de una región οἵη τίς ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη Hdt.4.36
•ἡ Γραφή = El cuadro tít. de una comedia de Alexis, Ath.605f.
2 representación gráfica de un cálculo ἐὰν ... αἱ τρεῖς γραφαὶ εἰς ἕνα ἀριθμὸν καταλήξωσιν Vett.Val.326.5.
3 bordado ἰδοῦ δ' ὕφασμα τοῦτο, ... θήρειον γραφήν A.Ch.232.
II rel. c. la escritura
1 acción de escribir, escritura op. λόγος: τὸ δ' εὐπρεπείας δὴ γραφῆς πέρι Pl.Phdr.274b, διὰ γραφῆς = por escrito op. δι' ἔργου Phld.Cont.fr.53.14.
2 lo que está escrito, escrito γραφῆς ὁ πρῶτος ἦν μεσόμφαλος κύκλος descripción de la letra Θ en el nombre Θησεύς Agatho 4.1, Theodect.6.1
•inscripción χαλκῆς ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν S.Tr.683, ὃ γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι Th.1.134, cf. Aen.Tact.31.7, IG 12(5).679 (Liros II a.C.), I.AI 15.417, ἡ γ. θεοῦ ἐστιν κεκολαμμένη ἐν ταῖς πλαξίν LXX Ex.32.17, cf. De.10.4, I.AI 3.101, (τρόπαιον) γραφὴν ἔχον ὅτι τῆς οἰκουμένης ἐστίν D.C.37.21.2, cf. 43.14.6.
3 texto escrito, carta ψευδεῖς γραφὰς ἔγραψε E.Hipp.1311, τάσδε πορθμεύσειν γραφάς E.IT 735, τοσαῦτα μὲν ἡ γ. ἐδήλου Th.1.128, D.C.58.10.2, cf. 76.3.3, τὸν δακτύλιον ... ᾧ ἐκεῖνος τὰς γραφὰς ἐπεσφράγιζε D.C.Epit.9.9.2
•libro ἐν τῇ πρώτῃ γραφῇ εἴρηται Epicur.Fr.[36.24] 5, ἔλεγχος ἀκριβὴς ἔν τε γραφαῖς καὶ διατριβαῖς τῶν ... φιλοσόφων Phld.Ir.34.35, τι ... ἐς τήνδε τὴν γραφὴν σιγᾶν δέον κατατάττεται Aristid.Quint.108.2, cf. Epicur.Nat.28.13.6 (p.50), Phld.Cont.18.9, Vett.Val.210.10
•pasaje de un texto μικρολογεῖται μάτην περὶ τῆς γραφῆς Str.1.2.25, ἢ βελτίονα νομιστέον τὴν τοιαύτην γραφήν Gal.15.430
•copia escrita de una receta médica ὁ πιπράσκων τὴν γραφήν Gal.12.293.
4 en esp. la Escritura para designar el AT, Aristeas 155, 1Ep.Clem.34.6, 2Ep.Clem.6.8, 14.1, 2Ep.Petr.1.20, ἡ περιοχὴ τῆς γραφῆς Act.Ap.8.32, καθὼς γέγραπται ἐν τῇ γραφῇ PLond.981.4 (biz., cf. BL 8.183), παρὰ τῆς νέας καὶ ἀρχαιοτέρας Γραφῆς Cyr.Al.Inc.Unigen.678e, plu. ἱεραὶ γραφαί Ph.1.18, I.Ap.2.45, Eu.Matt.21.42, tb. ref. al NT μαρτύρια ... θείων Γραφῶν, τῆς τε λεγομένης Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῆς καλουμένης Καινῆς Origenes Princ.4.1, τῆς τοῦ Ἀποστόλου γραφῆς Gr.Nyss.Diff.Ess.6, cf. Clem.Al.Paed.1.13.103.
5 c. gen. relación escrita de, lista, censo, catálogo τῶν ὑπαρχόντων ἐν Φιλαδελφείᾳ ἁλιέων PSI 498.3 (III a.C.), cf. BGU 136.10 (II d.C.), ἱερῶν καὶ προφητῶν καὶ ἡμερῶν λειτουργικῶν PTeb.88.2 (II a.C.), ἑκάστου τῶν εἰς τὰς ταφὰς δαπανωμένων D.S.1.91, τὰς κατ' ἄνδρα γραφάς PTeb.27.7 (II a.C.).
III jur.
1 acta de acusación de ahí acusación pública criminal junto a δίκη, εὐθύναι, εἰσαγγελία X.Ath.3.2, Lys.16.12, D.18.249, Antipho 2.1.8, γραφήν τινα κατὰ τῆς βουλῆς ἐκθείς D.C.37.43.4, cf. Hsch.
•c. gen. de culpa, con o sin prep. δειλίας γραφαί Aeschin.3.175, γραφαὶ ... περὶ τῶν εὐθυνῶν And.Myst.78, εἰσὶ δὲ καὶ γραφαὶ πρὸς αὐτοὺς (θεσμοθέται) ... ξενίας καὶ δωροξενίας Arist.Ath.59.3, cf. Poll.8.40, D.C.76.16.4, irón. φύσεως γραφαί Aeschin.3.175, παρανόμων γ. proceso contra los que proponían algo contrario a la ley Lycurg.7, cf. Arist.Ath.59.2
•γραφὴν ἁλίσκεσθαι y gen. ser condenado por λιποταξίου γραφὴν ἑαλωκέναι D.21.105, Antipho 2.2.9, 2.3.6
•γραφὴν φεύγεσθαι y gen. ser acusado de γραφὴν ὕβρεως καὶ δίκην κακηγορίας ἰδίαν φεύξεται D.21.32
•c. un ac. de pers. γραφὴν διώκειν y gen. intentar un proceso contra, denunciar en acción pública Κηφισοφῶντα γραφὴν ἱερῶν χρημάτων ἐδίωκες D.19.293
•γραφὴν o γραφὰς γράφεσθαι denunciar γραφὴν σέ τις ... γέγραπται Pl.Euthphr.2b, cf. Lg.929e, συκοφαντῶν γραφάς με ἐγράψατο Lys.1.44, cf. 1.67
•γραφὴν εἰσέρχεσθαι = comparecer en una causa, en un proceso como acusador o como acusado τὸ ψήφισμα καθ' ὃ εἰσῆλθον τὴν γραφήν D.18.105
•γραφὴν κατασκευάζειν o παρασκευάζειν y gen. preparar una demanda por λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν κατ' ἐμοῦ D.21.103, βίας ... γραφὴν τῷ Κατιλίνᾳ παρεσκεύασε D.C.37.31.3
•γραφὴν ἀποφέρειν = presentar una acusación Aeschin.3.217, γραφὰς κατ' αὐτοῦ πολλὰς ἀπήνεγκαν D.C.53.23.6, cf. 39.18.1
•περὶ τῆς γραφῆς ... ἀπολογήσασθαι = defenderse de una acusación D.18.53
•τὰς γραφὰς ... καταλύειν = retirar las acusaciones D.C.66.9.1
•γραφὰς κατ' ἐμοῦ διδόναι = entablar acciones públicas contra mí Is.11.28
•γραφὴν προσδέχεσθαι = provocar una demanda D.C.57.9.2.
2 de textos con valor normativo o jur. ley, norma escrita χρὴ ... καθάπερ ζωγράφων ὑπογράφειν ἔργα ἑπόμενα τῇ γραφῇ Pl.Lg.934c, πολειτευόμενος διὰ τῆς γραφῆς Diog.Oen.3.1.6, γραφαὶ περὶ συμμαχίας tratados de alianza Arist.Pol.1280a40, αἱ γραφαὶ τῶν δικῶν = actas judiciales Arist.Pol.1321b36
•ψευδεῖς γραφαί = documentos falsos D.18.55
•copia de la sentencia, IG 12(2).526d.8 (Ereso IV a.C.)
•contrato κατὰ τὴν γραφήν PAmh.43.13 (II a.C.), cf. PPetr.2.13.1.4 (III a.C.).
3 archivo, IG 11(2).203b.101 (Delos III a.C.).
German (Pape)
[Seite 505] ἡ, 1) die Schrift, δυσέκνιπτος ἐκ δέλτου Soph. Tr. 685; Eur.; Brief, Thuc. 1, 129; das Schreiben, γραμμάτων Plat. Euthyd. 279 e; γραφῇ τιθέναι νόμους Legg. VII, 788 b; Luc. hist. scr. 61; bei Strab. 1 p. 31 u. Gramm. Lesart. Über den Unterschied zwischen γραφή und ἀνάγνωσις s. Sengebusch Offen. Brief an Rost S. 37. – 2) in att. Gerichtssprache, die Klageschrift, Anklage gegen einen Staatsverbrecher, vgl. δίκη, Herm. Staatsalterth. §. 135; Plat. Euthyphr. 2 a; γραφὴν γράφεσθαι κατά τινος, bes. bei den Rednern häufig, mit dem gen. des Verbrechens, ἀστρατείας, λειποταξίου, παρανόμων u. ä., vgl. διώκειν, ἐςφέρειν, εἰσέρχεσθαι u. ä. Übh. schriftliches Dokument, ψευδεῖς γραφαί Dem. 18, 55; Verzeichniß, D. Sic. 1, 64. – 3) Zeichnung, Gemälde, Malerei, Her. 2, 73; εἰκόνα ἡαυτοῦ, γραφῇ εἰκασμένην 3, 182; Aesch. Ag. 1329; Eur. Tr. 682; ζῷα ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα Plat. Tim. 19 b; ὥσπερ οἱ ἐν ταῖς στήλαις κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένοι, im Profil, Conv. 193 a. Auch von Stickereien, Aesch. Ch. 231; ἀπὸ κερκίδος, Philostr.; so auch andere Sp.; auch vom Schmücken, Philostr.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
A. (γράφω, écrire);
I. l'art d'écrire, l'écriture;
II. action d'écrire;
III. ce qui est écrit :
1 caractères écrits, écriture en gén.
2 document écrit : lettre, liste, catalogue, texte de loi, clause d'un traité, document produit en justice ; action publique au criminel (p. opp. à δίκη action privée) : γραφὴν γράφειν τινά, assigner qqn pour une action publique : γραφὴν εἰσέρχεσθαι ou εἰσιέναι DÉM se présenter devant le tribunal pour une action publique (comme accusé ou comme accusateur) ; avec le gén. du crime ou délit : γραφὴν ὕβρεως γράφειν ou simpl. γράφειν ὕβρεως, ἀστρατείας (v. ces mots), etc. intenter des poursuites pour outrage, refus de service militaire, etc. : p. ext. action publique en gén.
B. (γράφω, dessiner, peindre);
I. 1 action de dessiner ou de peindre ; dessin, peinture;
2 action de broder ; broderie;
II. ce qui est dessiné ou peint, dessin, tableau, description d'un pays;
NT: Écriture ; Écritures ; passage de l'Écriture.
Étymologie: γράφω.
English (Strong)
from γράφω; a document, i.e. holy Writ (or its contents or a statement in it): scripture.
English (Thayer)
γραφῆς, ἡ (γράφω, cf. γλυφή and γλύφω);
a. a writing, thing written (from Sophocles down): πᾶσα γραφή every scripture namely, of the O. T., γραφαί ἅγιαι, holy scriptures, the sacred books (of the O. T.), προφητικαι, αἱ γραφαί τῶν προφητῶν, ἡ γραφή, the Scripture κατ' ἐξοχήν, the holy scripture (of the O. T.) — and used to denote either the book itself, or its contents (some would restrict the singular γραφή always to a particular passage; see Lightfoot on αἱ γραφαί: αἱ γραφαί comprehends also the books of the N.T. already begun to be collected into a canon, ἡ γραφή is used for God speaking in it: ἡ γραφή is introduced as a person and distinguished from God in εἰδέναι τάς γραφάς, συνιέναι, a certain portion or section of holy Scripture: B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Scripture.)
Greek Monolingual
η (AM γραφή)
1. παράσταση του λόγου με γραπτά σημεία πάνω σε χαρτί, ξύλο, πέτρα κ.λπ.
2. το να γράφει κανείς, το γράψιμο
3. αυτό που έχει γραφτεί, το γραπτό
4. σύγγραμμα, συγγραφή
5. επιστολή, γράμμα
6. η Γραφή (και πληθ.), οι Γραφές, αἱ Γραφαί
το σύνολο τών βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης
7. η μορφή, ο τύπος με τον οποίο παραδίδεται μια λέξη ή ένα χωρίο στη γραπτή παράδοση τών κειμένων
νεοελλ.
1. ο γραφικός χαρακτήρας
2. διαθήκη
αρχ.-μσν.
1. αρχείο
2. επίσημο έγγραφο
αρχ.
1. σχεδιαγράφηση
2. ιχνογράφηση
3. πίνακας ζωγραφικής
4. νόμος
5. επιγραφή
6. έγγραφη καταγγελία για αδίκημα κατά της πολιτείας
7. ποινική δίωξη
8. τιμολόγιο
9. ανάγνωση χειρογράφου
10. φρ. α) «γραφὴν εἰσέρχομαι» — εμφανίζομαι στο δικαστήριο ως κατήγορος ή ως κατηγορούμενος
β) «ψευδεῖς γραφαί» — πλαστά έγγραφα
γ) «κατὰ γραφήν» — προφίλ
δ) «γραφὴ φαρμάκου» — ιατρική συνταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω.
ΠΑΡ. γραφέας (AM -εύς), γραφίδα (AM -ίς), γραφικός
νεοελλ.
γραφιστική, γραφτίκια.
ΣΥΝΘ. αρχ. ισογραφή, λοιπογραφή
μσν.
γραφοφόρος
νεοελλ.
γραφοαναγνωστική, γραφογνώμονας, γραφογνώστης, γραφογνωστική, γραφοθεραπεία, γραφοκινητικός, γραφολεκτική, γραφολογία, γραφομαντεία, γραφομετρία, γραφόμετρο, γραφοσκόπιο, γραφοτεχνία].
Greek Monotonic
γρᾰφή: ἡ (γράφω), η (ανα)παράσταση μέσω της μεθόδου των γραμμών·
I. 1. ιχνογράφηση ή σχεδιασμός, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη ζωγραφική, στον ίδ., σε Πλάτ.
2. σχέδιο, ζωγραφιά, εικόνα· ὅσονγραφῇ, μόνο σε μια εικόνα, σε Ηρόδ.· πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς, σε Αισχύλ.
II. 1. γράψιμο, τέχνη της γραφής, σε Πλάτ.
2. σύγγραμμα, σε Σοφ.· επιστολή, σε Θουκ.· ομοίως στον πληθ., όπως το γράμματα, σε Ευρ.· ψευδεῖς γραφαί, στρεβλές δηλώσεις, ψευδή έγγραφα, στον ίδ.
III. (γράφομαι) ως Αττ. δικανικός όρος, παραπεμπτικό βούλευμα, έγγραφη κατηγορία σε μια δημόσια δίκη, αυτεπάγγελτη από την πολιτεία κατά εγκληματιών δίωξη, αντίθ. προς το δίκη (που σημαίνει την ιδιωτική καταγγελία), σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
γρᾰφή: ἡ
1 писание, записывание, письменное изложение (sc. τῶν λόγων Plat.): γραφῇ τιθέναι τι Plat., Arst. письменно излагать что-л;
2 рисунок, изображение: ἐγώ μιν οὐκ εἶδον εἰ μὴ ὅσον γραφῇ Her. я видел его только на рисунке; ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. словно на картине; κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένος διαπεπρισμένος κατὰ τὴν ῥῖνα Plat. изображенный в профиль; θήρειος γ. Aesch. изображение диких животных: γραφῇ κοσμέειν Her. разрисовывать, расписывать;
3 очертания, контур, форма: οἶός τίς ἐστι ἐς γραφὴν ἕκαστος Hom. (рассказать), какую форму имеет каждый;
4 написанное, письмена, текст (δύσνιπτος ἐκ δέλτου γ. Soph.);
5 запись (ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ γράμματα καταβάλλεσθαι Dem. - ср. 12);
6 надпись (sc. ἐν τῇ πυραμίδι Diod.);
7 письменное послание, письмо (τοσαῦτα ἡ γ. ἐδήλου Thuc.);
8 письменное условие, pl. соглашение, договор (περὶ συμμαχίας Arst.);
9 письменный перечень, список; подсчет; описание (τών εἴς τι δαπανωμένων Diod.);
10 записка, протокол, документ (ὑπογράφειν τι τῇ γραφῇ Plat.);
11 сочинение, книга (γ. ὑπομνημάτων Plut.);
12 (в атт. праве) письменная жалоба, исковое заявление, иск (преимущ. - в отличие от δίκη - о обвинению в преступлениях против государства): ψευδεῖς γραφὰς γράψαι Eur. возвести ложные обвинения (ср. 5); γραφὴν γράφειν Plat. или διώκειν τινά Dem. преследовать кого-л. по суду; γραφὴν κατασκευάζειν κατά τινος или ἐπί τινα Dem. возбуждать судебное преследование против кого-л.; γραφὴν γράφεσθαι Plat. быть привлекаемым к судебной ответственности; γ. τινος Dem. обвинение в чем-л.; γραφὴν εἰσιέναι или γραφὴν εἰσέρχεσθαι Dem. предстать перед судом.
Middle Liddell
γράφω
representation by means of lines:
I. drawing or delineation, Hdt.; of painting, Hdt., Plat.
2. a drawing, painting, picture, ὅσον γραφῆι only in a picture, Hdt.; πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς Aesch.
II. writing, the art of writing, Plat.
2. a writing, Soph.: a letter, Thuc.; so in plural, like γράμματα, Eur.: ψευδεῖς γρ. false statements, Eur.
III. (γράφομαι) as Attic law-term, an indictment in a public prosecution, a criminal prosecution undertaken by the state, opp. to δίκη (a private action), Plat., etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραφή -ῆς, ἡ γράφω
1. ~ γράφειν ‘schilderen’
2. het schilderen.
3. schildering, afbeelding:; σπόγγος ὤλεσεν γραφήν de spons wist de afbeelding weg Aeschl. Ag. 1329; plur.: πρέπουσα τὼς ἐν γραφαῖς beeldschoon als op een schildering Aeschl. Ag. 242.
4. ~ γράφειν ‘schrijven’
5. schrift, het schrijven:. τοὺς γραφῇ τεθέντας νόμους de op schrift gestelde wetten Plat. Lg. 788b; εὐπρεπεία... γραφῆς de gewenstheid van schrijven Plat. Phaedr. 274b.
6. geschreven tekst, geschrift, brief, document, boek, inscriptie; christ. meestal plur. heilige schrift. NT; σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφὴ αὕτη vandaag is dat schriftwoord in vervulling gegaan NT Luc. 4.21.
7. ~ γράφεσθαι ‘een aanklacht indienen’, aanklacht i.h.b. schriftelijke aanklacht bij staatsprocessen; strafrechtelijke vervolging;. γραφὴν φεύγεσθαι aangeklaagd worden Dem. 21.32; γράφεσθαι τὴν γραφήν (τινα) een proces aanspannen (tegen iem.) Plat. Lg. 929e; εἰσῆλθον τὴν γραφήν ik moest voor de rechtbank verschijnen Dem. 18.105; γραφὴν διώκειν aanklagen Dem. 19.293.
Spanish
Chinese
原文音譯:graf» 格拉費
詞類次數:名詞(51)
原文字根:寫(著) 相當於: (כְּתָב)
字義溯源:文件,(專指)聖經,經文,經書,經,記著說;源自(γράφω / καταγράφω)*=銘記)。這字用了51次,都是指著聖經,有時是指聖經的某一部分,有時指全聖經。舊約有許多的預言和應許,新約記載所發生的事,是照舊約的預言一一實現並應驗。像主耶穌的降生,受害,死而復活,都是全在舊約先有預言,而後在新約壹一應驗。主耶穌自己也常引證舊約的話,就如:你們查考聖經,⋯給我作見證的就是這經( 約5:39)。你們如果信摩西,也必信我,因為他書上有指著我寫的話( 約5:46)。主耶穌復活後又再引證舊約的話去教導門徒:先知所說的一切話,你們的心信得太遲鈍了。基督這樣受害,又進入他的榮耀,豈不是應當的麼( 路24:25,26)。以後,彼得在五旬節那篇講論(徒二章),也是引用多處舊約的經文。同樣,司提反在公會面前的辯白,是講了一大段舊約的歷史(徒七章)。腓利給太監講解的(徒八章),乃是以賽53章。其實,基督整個救贖的工作,都記載在舊約先知書中。保羅比任何新約的作者更強調引證舊約的話,在羅馬書說到神的福音,在該書的開頭與結尾都明顯書寫出來( 羅1:1,2; 16:25,26)。新約的教會乃是建造在使徒和先知的根基上( 弗2:20)。把舊約的先知書與新約的使徒書信加在一起,聯結在一起,彼此配合,互相為著神的旨意效力。話曾成為肉身,在地上完成了救贖,拯救了許多人,藉著在外面聖經的話,和在人裏面神的呼吸(θεόπνευστος)=默示; 提後3:15),使人分享神的性情( 彼後1:4);於是人外面有神的形像,裏面漸漸的有神的性情,而將天上的神在地上彰顯出來,使神得著一切的榮耀
出現次數:總共(51);太(4);可(4);路(4);約(12);徒(7);羅(7);林前(2);加(3);提前(1);提後(1);雅(3);彼前(1);彼後(2)
譯字彙編:
1) 聖經(11) 可12:24; 路24:32; 路24:45; 約2:22; 約5:39; 約20:9; 徒18:24; 徒18:28; 加3:8; 加3:22; 提後3:16;
2) 經文(10) 太21:42; 太22:29; 太26:54; 可12:10; 路4:21; 約19:37; 徒1:16; 徒8:32; 羅15:4; 雅4:5;
3) 經上(9) 約7:38; 約7:42; 羅4:3; 羅9:17; 羅10:11; 羅11:2; 加4:30; 提前5:18; 彼後1:20;
4) 經上的話(8) 可14:49; 可15:28; 約13:18; 約17:12; 約19:24; 約19:28; 約19:36; 雅2:23;
5) 經(4) 路24:27; 徒8:35; 羅1:2; 彼前2:6;
6) 聖經經文(2) 徒17:2; 徒17:11;
7) 經文所說(2) 林前15:3; 林前15:4;
8) 經書(2) 約10:35; 彼後3:16;
9) 經上所記(1) 雅2:8;
10) 書上的話(1) 太26:56;
11) 書(1) 羅16:26
English (Woodhouse)
indictment, letter, painting, picture, representation, writing, act of writing, art of painting, criminal prosecution, what is written
Lexicon Thucydideum
scriptura, writing, document, 1.134.4,
epistola, letter, 1.129.1, 1.137.4.