δειπνέω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
A fut. δειπνήσω Ar.Pax1084, X.Cyr.5.3.35, δειπνήσομαι D.S.11.9, Gal.11.6: aor. ἐδείπνησα, Ep. δείπνησα Od.14.111, etc.: pf. δεδείπνηκα Ar.Ec. 1133, etc.; Att. 1pl. δεδείπναμεν Alex.109, Eub.91; inf. δεδειπνάναι Ar.Fr.464,249,Pl.Com.144: plpf. ἐδεδειπνήκεσαν Antipho 1.18; Ep. δεδειπνήκειν Od.17.359:—make a meal, Hom. (v. δεῖπνον): in Att. always, take the chief meal, dine, once in Trag., δειπνεῖν E.Fr.894 (dub. l.); δειπνέω τὸ ἄριστον make breakfast serve as dinner, X.Cyr.1.2.11; δειπνέω παρά τινι with one, Antipho 1.18; [ἐν πρυτανείῳ] And.1.45.
2 c. acc., δειπνέω ἄρτον make a meal on bread, Hes.Op.442; δ. μοσχίον Ephipp.15.13; κοτύλην μίαν Alex.221.17; ξίφη Mnesim.7; δειπνέω τἀλλότρια, of parasites, freq. in Com., Theopomp.34, Eub.72, etc.; also δειπνέω ἀπό τινος Ar.Pl.890.
II Act., entertain, τινάς Milet.7.68, Inscr.Cos131.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. fut. part. δειπνησεῦντι Call.Lau.Pall.115; perf. 1a plu. δεδείπναμεν Eub.90, Alex.114, inf. δεδειπνάναι Ar.Fr.260, 480, Pl.Com.157, Eub.91]
I intr. hacer la comida principal del día
1 almorzar, comer en Hom. ref. gener. al mediodía ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν ojalá celebraran ahora aquí su última y postrer comida, Od.4.685, κρέα τ' ἤσθιε πῖνέ τε οἶνον ... αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε ... Od.14.111, cf. 9.155, 17.359, 506, δειπνῆσαι ... θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ h.Ap.497
•pero tb. ref. a la primera comida de la mañana, antes de empezar la lucha Il.19.304, ἅμα δ' ἠοῖ φαινομένηφι δειπνήσας Il.15.397, cf. Od.9.312
•tb. c. suj. de dioses, de Hermes al llegar a la isla de Calipso Od.5.95.
2 en época posterior, ref. a la última comida de la tarde cenar op. ἀριστίζομαι Hp.VM 10, op. ἀριστάω A.D.Synt.279.27, Hp.Epid.5.14, παρ' ἀνδρὶ ἑταίρῳ αὑτοῦ δειπνῶν Antipho 1.18, cf. And.Myst.45, οὗτος ὅν γ' ἐγώ ποτ' εἶδον ... δειπνοῦντα μετὰ Λεωγόρου Ar.V.1269, πρὸς Ἀμολήιν δειπνῶ OClaud.120.5 (II d.C.), ἀπὸ τῶν ἐμῶν ... δειπνήσετον a mis expensas cenaréis ambos Ar.Pl.890 (cf. II 2), cf. Fr.260, Pl.Com.l.c., Eub.ll.cc., Alex.l.c.
•frec. para indicar la hora del día Δημοσθένης δειπνήσας ἐχώρει Demóstenes se puso en marcha después de la cena e.e. a última hora del día Th.3.112, cf. Ar.Fr.480, Hp.Acut.30, X.Cyr.5.2.5, Aen.Tact.10.5, 20.1, D.C.68.15.6, ἐργαζόμεναι μὲν ἠρίστων, ἐργασάμεναι δὲ ἐδείπνουν mientras trabajaban almorzaban y al concluir el trabajo cenaban X.Mem.2.7.12, ὅτε δὲ συνετέλεσαν δειπνοῦντες LXX To.8.1, μετὰ τὸ δειπνῆσαι Eu.Luc.22.20, 1Ep.Cor.11.25, Plu.2.645d, βεβρωκέναι, μὴ δεδειπνηκέναι haber engullido comida, pero no haber cenado (dicho del que cena sin compañía), Plu.2.697c
•asistir a una cena o banquete ἐρωτᾷ σε Ἡραὶς δειπνῆσαι εἰς γάμους τέκνων αὐτῆς Herais ruega tu asistencia a la cena (que celebrará) con motivo de la boda de sus hijos, POxy.111.1 (III d.C.), cf. 110.1 (II d.C.), 4339.1 (II/III d.C.).
II tr. tomar un alimento en una comida
1 ref. a la de la mañana tomar en el desayuno, en el almuerzo antes de emprender el trabajo en el campo ἄρτον δειπνήσας habiendo desayunado un pan Hes.Op.442
•c. ac. int. δεῖπνον δειπνήσαντες habiendo tomado la comida, Certamen 9.
2 ref. a la de la tarde cenar, tomar la cena ἑσπέρην δὲ δειπνείτω κρέας ὄρνιθος Hp.Mul.2.121, ἀλφίτων κοτύλην μίαν Alex.223.17, κύνες ... δειπνησεῦντι τὸν πρὶν ἄνακτα las perras se cenarán a su anterior dueño Call.l.c., τὸ μοσχίον Ephipp.15.13, ἀριστᾶν μὲν ... ἄπυρον ὄψον, δειπνεῖν δὲ ... ἄρτον Plu.2.201c, cf. Mnesim.7.2
•c. ac. int. τὸ οὖν ἄριστον τοῦτο δειπνήσαντες habiendo cenado ese almuerzo, e.e., habiendo tomado de cena lo que estaba preparado para el almuerzo, X.Cyr.1.2.11
•en la comedia, dicho de los parásitos τ' ἀλλότρια δειπνεῖν cenar lo ajeno e.e., cenar a expensas de otro Theopomp.Com.35, cf. X.Smp.1.11, Eub.72.
German (Pape)
[Seite 539] das δεῖπνον halten, die Hauptmahlzeit. Bei Homer ist in der Regel das Mittagessen die Hauptmahlzeit, und demgemäß bezeichnet er zunächst dieses durch δεῖπνον und δειπνεῖν. Sodann gebraucht er δειπνεῖν aber auch vom Frühstücke, welches er ἄριστον nennt. Dieser letztere Gebrauch, δειπνεῖν vom ἄριστον, ist wohl ganz einfach für eine Katachrese zu halten, d. h. δειπνεῖν hatte auch die allgemeinere Bedeutung = essen. Vgl. s. v. δεῖπνον. Doch ist zu bemerken, daß δειπνεῖν bei Homer niemals vom Abendessen gebraucht wird, welches er δόρπον nennt. Unzweifelhaft vom Mittagessen, δεῖπνον, wird δειπνεῖν Odyss. 17, 359. 506 gebraucht; unzweifelhaft vom Frühstücke, ἄριστον, wird δειπνεῖν Odyss. 15, 397. 9, 312 gebraucht. Ganz genau läßt sich nicht immer zwischen Frühstück und Mittagessen unterscheiden, vgl. Odyss. 5, 95. 14, 111. 15, 79 Iliad. 19, 304. Ziemlich deutlich tritt die allgemeine Bedeutung = »essen« Odyss. 4, 685. 9, 155. 20, 119 hervor. – Was die Construction betrifft, so gebraucht Homer δειπνεῖν überall intransitiv, absolut. Was die Formen betrifft, so erscheint δειπνεῐν bei Homer meist im aorist. 1. activ.; imperfect. ἐδείπνεε Odyss. 17, 506, wo auch ἐδείπνει in den Vers passen würde, ἡμένη ἐν θαλάμῳ' ὁ δ' ἐδείπνεε δῖος Ὀδυσσεύς; 3. singular. plusquamperf. δεδειπνήκειν ebenfalls im 17. Buche der Odyss., vs. 359, Aristarchs Lesart, Scholl. Didym. εὖθ' ὁ δεδ ειπνήκειν: οὕτω, δεδειπνήκειν, ἀντὶ τοῦ δεδειπνήκει, ὡς τὸ »ἤσκειν εἴρια καλά (Iliad. 3, 388)«. – Folgende: fut. δειπνήσομαι D. Sic. 11, 9; perf. syncop. δεδείπναμεν, δεδειπνάναι, Comic. bei Ath. X, 422 e f; δείπνειας (?) ib. XI, 479 c. Da bei den Attikern nicht wie bei Homer das Mittagessen, sondern das Abendessen die Hauptmahlzeit war, so bezeichneten sie auch durch δεῖπνον nicht wie Homer das Mittagessen, sondern das Abendessen, und gebrauchten δειπνεῐν dem entsprechend vom Abendessen, Thuc. 3, 112, u. sonst. – C. accus., τἀλλότρια Xen. Conv. 1, 11; πολυτελῆ δεῖπνα Lucian. Dial. Mort. 10, 11; – ἀπό τινος Ar. Plut. 890. – Xen. Cyrop. 1, 2, 11 τὸ ἄριστον τοῦτο δειπνήσαντες, das zum ἄριστον Mitgenommene als δεῖπνον verzehren. – Hesiod. O. 442 ἄρτον δειπνήσας, Homerisch; Homer. hymn. Apoll. 497 δειπνῆσαι, Attisch, vgl. vs. 511 δόρπον εἵλοντο.
French (Bailly abrégé)
δειπνῶ :
f. δειπνήσω;
1 dans Hom. prendre un repas, sel. d'autres prendre le principal repas;
2 chez les Att. prendre le principal repas (dîner ou souper) ; δ. ἄριστον XÉN faire un déjeuner tenant lieu de dîner;
3 p. ext. manger à son repas ; manger en gén.
Étymologie: δεῖπνον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειπνέω [δεῖπνον] een maaltijd houden, de maaltijd gebruiken, met acc. v. h. inw. obj.: ἄρτον δ. een brood als maal gebruiken Hes. Op. 442.
Russian (Dvoretsky)
δειπνέω: (поздн. fut. δειπνήσομαι) обедать Hom., Thuc., Theocr.: δ. τὸ ἄριστον Xen. довольствоваться завтраком вместо обеда; ἄρτον δειπνῆσαι τετράτρυφον Hes. пообедать четырьмя ломтями хлеба; πολυτελῆ δ. Luc. есть изысканные обеды; δ. τάλλότρια Xen. питаться на чужой счет.
English (Autenrieth)
(δεἶπνον), plup. δεδειπνήκει(ν): take a meal.
English (Strong)
from δεῖπνον; to dine, i.e. take the principle (or evening) meal: supper).
English (Thayer)
δείπνῳ: (future δειπνήσω; 1st aorist ἐδείπνησα; (δεῖπνον); to sup: WH reject the whole passage, see their Appendix); δειπνήσω μετ' αὐτοῦ, I will make him to share in my most intimate and blissful contact: Revelation 3:20.
Greek Monotonic
δειπνέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐδείπνησα, Επικ. δείπνησα, παρακ. δεδείπνηκα, συγκεκ. απαρ. δεδειπνάναι, Επικ. υπερσ. δεδειπνήκειν·
1. ετοιμάζω το δείπνο, σε Όμηρ.· στην Αττ., παίρνω το κύριο γεύμα, γευματίζω, δειπνίζω· δ. τὸ ἄριστον, χρησιμοποιώ το πρόγευμα ως δείπνο, σε Ξεν.
2. με αιτ., δ. ἄρτον, τρώω ψωμί ως γεύμα, σε Ησίοδ.· επίσης, δ. ἀπό τινος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνέω: μέλλ. -ήσω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1084, Ξεν., -ήσομαι Διόδ. 11. 9, Πλούτ.· ἀόρ. ἐδείπνησα, Ἐπ. δείπνησα Ὀδ. πρκμ. δεδείπνηκα Ἀριστοφ., κτλ.· Ἀττ. συγκεκομ. α' πληθ. δεδείπναμεν Ἄλεξ. Κουρ. 31, Εὔβουλ. Προκρ. 2· ἀπαρ. δεδειπνάναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 78, 423, πρβλ. Ἀθήν. 422Ε· Ἐπ. ὑπερσυντ. δεδειπνήκειν Ὀδ. Ρ. 359· πρβλ. παραδειπνέω. Τρώγω, λαμβάνω ἐκ τοῦ φαγητοῦ, Ὁμ. (ἴδε ἐν λ. δεῖπνον)· παρ᾿ Ἀττ. ἀείποτε = τρώγω τὸ κύριον φαγητὸν τῆς ἡμέρας· μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγ. δειπνεῖν Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 160· δ. τὸ ἄριστον, χρησιμοποιῶ τὸ ἄριστον κατὰ τὴν ὥραν τοῦ δείπνου, τὸ πρόγευμα ὡς γεῦμα, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11· δ. παρά τινι, μετά τινος, εἰς τὴν οἰκίαν τινός, Ἀντιφῶν 113. 24· ἐν πρυτανείῳ Ἀνδοκ. 7. 13. 2) μετ᾿ αἰτιατ., δ. ἄρτον, τρώγω ἄρτον διὰ δεῖπνον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440· οὕτω, δ. μοσχίον Ἔφιππ. Ὁμ. 1. 12· κοτύλην μίαν Ἄλεξ Ταραντ. 1. 17 δ. τἀλλότρια, ἐπὶ τῶν παρασίτων, συχν. παρὰ κωμ., ὡς Θεόπομπ. Ὀδ. 3, Εὔβουλ, Οἰδ. 1· ὡσαύτως, δ. ἀπό τινος Ἀριστοφ. Πλ. 890.
Middle Liddell
1. to make a meal, Hom.: in Attic to take the chief meal, to dine, δ. τὸ ἄριστον to make breakfast serve as dinner, Xen.
2. c. acc., δ. ἄρτον to make a meal on bread, Hes.; also, δ. ἀπό τινος Ar.
Chinese
原文音譯:deipnšw 得普尼哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:(用)餐
字義溯源:用餐,喫,晚飯,坐席;源自(δεῖπνον / δεῖπνος)=晚餐;而 (δεῖπνον / δεῖπνος)出自(δαπάνη)=花費), (δαπάνη)出自(δαπάνη)X*=吞喫)。這字是指喫一天的主餐
出現次數:總共(4);路(2);林前(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 我要⋯坐席(1) 啓3:20;
2) 晚飯(1) 林前11:25;
3) 飯(1) 路22:20;
4) 給我喫(1) 路17:8