διασώζω

From LSJ

German (Pape)

[Seite 605] (s. σώζω), durchretten, glücklich durchbringen, erhalten; τὰς νέας Her. 7, 49; τὸν εἰκότα μῦθον, τὴν βασιλείαν, Plat. Tim. 68 d Critia. 114 d, u. öfter; ἐκ τῆς ἀπορίας Tim. 22 d; φίλους ἐκ κινδύνων Isocr. 1, 23; διασωθῆναι βουλόμεθα πρὸς τὴν Ἑλλάδα Xen. An. 5, 4, 5; τὴν πίστιν τινί, Einem die Treue bewahren, Hell. 7, 2, 17; im Gedächtniß behalten, Mem. 5, 5, 22; διασεσωκώς Hell. 7, 2, 20; τὰ παλαιά , die alten Sitten bewahren, Isocr. 10, 63. – Med., für sich erhalten, beibehalten, Xen. Cyr. 8, 8, 15; = κατέχειν, 7, 5, 76, u. Andere. – Pass., glücklich durchkommen, bes. vom Überstehen einer Krankheit, Xen. Mem. 2, 10, 2; διὰ τῆς Λιβύης εἰς Κυρήνην Thuc. 1, 110; vgl. 3, 108, d. i. glücklich entkommen.

English (Strong)

from διά and σώζω; to save thoroughly, i.e. (by implication or analogy) to cure, preserve, rescue, etc.: bring safe, escape (safe), heal, make perfectly whole, save.

Greek Monolingual

(AM διασῴζω)
1. σώζω κάτι ή κάποιον από κίνδυνο, γλυτώνω
2. διατηρώ σώο από τη φθορά του χρόνου, περισώζω
3. διαφυλάσσω
μσν.
1. μετακομίζω, φέρνω κάτι με ασφάλεια
2. μέσ. δραπετεύω
αρχ.
1. παθ. αναλαμβάνω από επικίνδυνη αρρώστια
2. μέσ. διατηρώ στη μνήμη, θυμάμαι.

Middle Liddell

fut. -σώσω
I. to preserve through a danger, Hdt., Eur.:—Pass. to come safe through, arrive in safety, Thuc., Xen.: to recover from illness, Xen.
II. of things, to preserve, maintain, Eur., Xen.: to keep in mind, Xen.:—Mid. to retain, Thuc.