διαχειρίζομαι
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (Strong)
from διά and a derivative of χείρ; to handle thoroughly, i.e. lay violent hands upon: kill, slay.
French (Bailly abrégé)
1 manier, traiter, soigner, acc.;
2 porter la main sur, tuer, acc..
Étymologie: διά, χειρίζω, διαχειρίζω.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
(ΑΝ) και διαχειρίζω (AM) και διαχειρώ (Α)
1. κρατώ στα χέρια μου, μεταχειρίζομαι, διευθύνω
2. επιτροπεύω, επιμελούμαι
(μσν. ενεργ.-αρχ. μέσ.) σκοτώνω.