διπλοκαρδία
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
Greek (Liddell-Scott)
διπλοκαρδία: ας, ἡ, διπροσωπία, Βαρνάβ. 20.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
doblez de corazón ὑποκρίσεις, δ., δόλος Didache 5.1, cf. Ep.Barn.20.1c.