εὐπάρεδρος
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
εὐπάρεδρον, constantly attending, τὸ εὐ. τῷ Κυρίῳ constant waiting on the Lord, 1 Ep.Cor.7.35 (v.l. εὐπρός-), cf. Hsch., Suid.
German (Pape)
[Seite 1087] wohl dabei sitzend, beharrlich, wie assiduus, N.T. u. K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
assidu près de, fidèle à, τινι.
Étymologie: εὖ, πάρεδρος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάρεδρος: -ον, ὁ ἐγκαρτερῶν, ἀφωσιωμένος, προσκεκολλημένος, τὸ εὐπάρεδρον, τὸ καλῶς παραμένον καὶ διηνεκῶς, πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον (διάφ. γρ. εὐπρόσεδρον) τῷ Κυρίῳ Ἐπιστ. Α΄ π. Κορ. ζ΄, 35, πρβλ. Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. εὐπαρέδρως, μετ’ ἀφοσιώσεως, Κύριλλ. Ἀλ. VI 217B, κλ.
Greek Monolingual
εὐπάρεδρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που προσκολλάται, που αφοσιώνεται σε κάποιον
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάρεδρον
ο ένθερμος ζήλος
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπάρεδρον
καλῶς παραμένον καὶ διηνεκῶς».
επίρρ...
εὐπαρέδρως (ΑΜ)
με ένθερμο ζήλο, με αφοσίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πάρ-εδρος «παρακαθήμενος, βοηθός»].
Greek Monotonic
εὐπάρεδρος: -ον, αφοσιωμένος, προσκολλημένος, τὸ εὐπ. τῷ Κυρίῳ, αυτός που προσβλέπει συνεχώς στον Κύριο, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
εὐ-πάρεδρος, ον
constantly attending, τὸ εὐπ. τῷ Κυρίῳ constant waiting on the Lord, NTest.
Chinese
原文音譯:eÙprÒsedroj 由-普羅士-誒得羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-向-安頓妥
字義溯源:好好相對坐著,忠實的,專心的,忠誠的,侍候著,殷勤,服事,殷勤服事;由(εὖ / εὖγε)=好)與(παρεδρεύω / προσεδρεύω)=坐近)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (παρεδρεύω / προσεδρεύω)又由(πρός)=向著)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)。註:和合本以編號 (εὐπάρεδρος)代替 (εὐπάρεδρος / εὐπρόσεδρος)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 服事(1) 林前7:35