εὐσχημοσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A gracefulness, elegance, Pl.Smp.196a, X.Cyr.5.1.5; decorum, Arist.EN1128a25; refinement, Id.Pol.1329b28; βίου, ῥημάτων, Pl.R.588a, Lg.627d (but also κίβδηλος εὐσχημοσύνη a spurious respectability, Id.R.366b).
2 of the body, 1 Ep.Cor.12.23; ἡ τοῦ σώματος εὐσχημοσύνη IGRom.4.1029.35 (Astypalaea, i B.C.).
II proper treatment, adequate maintenance, IG9(1).189 (Tithora).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
extérieur décent, maintien grave, bonne tenue.
Étymologie: εὐσχήμων.
German (Pape)
ἡ, die gute Haltung, äußerer Anstand, καὶ εὐαρμοστία Plat. Rep. III.400d; βίου IX.588a; von einer Frau, Xen. Cyr. 5.1.4, wie Pol. 10.18.7; vgl. DS. 5.32.
Russian (Dvoretsky)
εὐσχημοσύνη: ἡ
1 благопристойность, благовоспитанность Arst., Plut.: εὐ. βίου Plat. достойный образ жизни;
2 благородство, изящество (ῥημάτων Plat.);
3 прелесть, красота (sc. τὴς γυναικός Xen., Polyb.; Ἔρωτος Plat.; τοῦ σώματος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσχημοσύνη: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ εὐσχήμων, κοσμιότης, Πλάτ. Συμπ. 196Α, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 5· βίου, ῥημάτων Πλάτ. Πολ. 588Α, Νόμ. 627D.
English (Strong)
from εὐσχήμων; decorousness: comeliness.
English (Thayer)
ἐυσχημοσυνης, ἡ (εὐσχήμων, which see), charm or elegance of figure, external beauty, decorum, modesty, seemliness (Xenophon, Plato, Polybius, Diodorus, Plutarch); of external charm, comeliness: 1 Corinthians 12:23.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐσχημοσύνη)
η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα
αρχ.
καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)].
Greek Monotonic
εὐσχημοσύνη: ἡ, χάρη, αβροί τρόποι, ευπρέπεια, κοσμιότητα, σεμνότητα, ευγένεια, σε Ξεν., Πλάτ.
Middle Liddell
εὐσχημοσύνη, ἡ,
gracefulness, decorum, Xen., Plat.
Chinese
原文音譯:eÙschmosÚnh 由士黑摩需尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-風度 共同(的)
字義溯源:端莊,俊美,適當,謙遜;源自(εὐσχήμων)=好形態,尊貴的);由(εὖ / εὖγε)=好)與(σχῆμα)=風度)組成,其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美),而 (σχῆμα)出自(ἔχω)*=持)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 俊美(1) 林前12:23