ζέω

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζέω Medium diacritics: ζέω Low diacritics: ζέω Capitals: ΖΕΩ
Transliteration A: zéō Transliteration B: zeō Transliteration C: zeo Beta Code: ze/w

English (LSJ)

contr. 3sg. ζεῖ even in Il.21.362; later Ep. ζείω Call.Dian. 60, subj. ζείῃσι Epic. in Arch.Pap.7p.7; in late Prose ζέννυμι (q.v.): impf.
A ζέε Il.21.365, ἔζεε Hes.Th.695, ἔζει S.OC434: fut. ζέσω (ἐξανα-) A.Pr.372: aor. ἔζεσα Hdt.7.188, cf. ἐπιζέω; Ep. ζέσσα Il.18.349:—Pass., aor. ἐζέσθην (ἀπ-) Dsc.1.3, (ἐν-) Aret.CA1.2: pf. ἔζεσμαι Gp.10.54.3:—boil, seethe, of water, ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ Il.18.349, Od.10.360; ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον as the kettle boils, Il.21.362, cf. E.Cyc.343; rarely of solids, to be fiery hot, χθὼν ἔζεε Hes.Th.695,847; χαλκός Call. l.c.
2 ferment, Hp.VM11; γλεύκους ζέοντος Dsc.5.8.
3 metaph., boil or bubble up, τῆς θαλάσσης ζεσάσης Hdt.7.188; αἷμα διὰ χρωτὸς ζέσσ' AP7.208 (Anyte); οἶνος ζεῖ Pl.Lg.773d.
b of passion, ὁπηνίκ' ἔζει θυμός S.OC434, cf. Pl.R. 440c, etc.; τὸ ζέον τῆς μάχης Hld.1.33.
4 c. gen., boil up or over with a thing, λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ Pl.Phd. 113a; πίθος ζ. [οἴνου] Thphr. HP 9.17.3; πεδία ζείοντ' Ἀγαρηνῶν boiling, teeming with... APl.4.39 (Arab.); of persons, ζ. σκωλήκων Luc.Alex.59: c. dat., ζ. φθειρί Id.Sat.26; ζ. φλογμῷ Lyc.690; θάλαττα αἵυατι καὶ ῥοθίῳ ζέουσα Aristid.1.142J.
II causal, make to boil, boil, τοὶ δὲ λοετρὰ πυρὶ ζέον A.R.3.273; θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας; AP7.385 (Phil.).
2 exhale, ἀϋτμήν (v.l. -μῇ) A.R.1.734. (ζέ (ς) -ω, cf. ζεσ-τός, Skt. yásati 'boil', OHG. jësan 'ferment', 'foam', Engl. yeast.)

German (Pape)

[Seite 1138] p. ζείω, fut. ζέσω u. s. w., kochen, sieden, gew. vom Wasser, Il. 18, 349. 21, 365 Od. 10, 360; ὕδατος ζέουσα ἀκμή Pind. Ol. 1, 48. Auch λέβης ζεῖ, der Kessel kocht, sprudelt über, Il. 21, 362, wie Eur. Cycl. 342; übh. hervorsprudeln, αἷμα ἔζεσσε διὰ χρωτός Anyte 15 (VII, 208); οἶνος Plat. Legg. VI, 773 d; χθὼν ἔζεε, die Erde glühte, Hes. Th. 695. 847, wie χαλκός Callim. Diau. 60. Vom Meere, Her. 7, 188, wie λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ Plat. Phaed. 113 a, wonach Luc. Alex. 59 σκωλήκων ζέσας sagt, von Würmern wimmeln. Uebtr. vom Aufwallen, Brausen der Leidenschaften, bes. des Zornes, θυμός Soph. O. C. 434, vgl. Aesch. Spt. 708; χολή Plat. Tim. 85 c; τὸ τοῦ θυμοῦ μένος ζέσειε 70 b; ζεῖ τε καὶ χαλεπαίνει Rep. IV, 440 c; ἀπηνθράκωμαι καὶ ζέΕω ὅλως Luc. D. mar. 2; ἡδονὴ ἐπὶ σαρκὶ ζέσασα Plut. non posse 4. – Auch transit., λοετρὰ πυρί Ap. Rh. 3, 273; θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας Philp. 75 (VII, 385).

French (Bailly abrégé)

impf. ἔζεον, f. ζέσω, ao. ἔζεσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐζέσθην;
1 bouillir;
2 bouillonner ; p. anal. ζ. φθειρσί LUC fourmiller de poux.
Étymologie: R. Ζες bouillonner.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζέω, praes. en imperf. contractie alleen εε > ει, imperf. ep. 3 sing. ἔζεε; aor. ἔζεσα, ep. ζέσσα, koken (intrans.), zieden, kolken:; ζέσσεν ὕδωρ het water begon te koken Il. 18.349; τῆς θαλάσσης ζεσάσης toen de zee was gaan kolken Hdt. 7.188.2; οἶνος ἐγκεχύμενος ζεῖ wanneer de wijn erin gegoten wordt, bruist hij omhoog Plat. Lg. 773d; ὡς... λέβης ζεῖ ἔνδον zoals het kookt in een pot Il. 21.362; ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα de hele aarde kookte Hes. Th. 695; ook overdr..; ἔζει θυμός mijn hart kookte Soph. OC 434; overdr. met gen. van of door iets; σκωλήκων ζέσας krioelend van de maden Luc. 42.59; λίμνην... ζέουσαν ὕδατος καὶ πηλοῦ een meer dat kolkt van water en modder Plat. Phaed. 113a; ook met dat.:; ἐπαγρυπνεῖν... μὴ ὁ σῖτος φθειρὶ ζέσῃ ervoor waken dat het brood niet krioelt van het ongedierte Luc. 61.26; overdr. geneesk.. ἡ κοιλίη... ζέουσα καὶ ἐζυμωμένη de buik die borrelt en rommelt Hp. VM 11.

Russian (Dvoretsky)

ζέω: (impf. ἔζεον - эп. ζέον, fut. ζέσω, aor. ἔζεσα - эп. ζέσσα; aor. pass. ἐζέσθην)
1 кипеть, закипать (λέβης ζεῖ Hom.; τὸ ζέον ὕδωρ Arst.; ζέουσα τροφή Plut.);
2 бурлить, клокотать: λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ Plat. болото, в котором бурлит смешанная с илом вода; τῆς θαλάσσης ζεσάσης Her. когда море взволновалось; ὁ οἶνος ζεῖ Plat. вино пенится, Arst. вино бродит;
3 перен. волноваться, быть неспокойным: ὀργὴ ζέουσα Aesch. гневное волнение; τῷ πνεύματι ζέοντες NT пылкие духом;
4 кишеть (σχωλήκων, φθειρσί Luc.);
5 перен. возбуждать, волновать, разгорячать (θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ Anth.).

English (Autenrieth)

ipf. ζέε, aor. ζέσσε: boil, seethe; λέβης ζεῖ, the kettle boils, Il. 21.362.

English (Slater)

ζέω boil ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν (O. 1.48)

Spanish

cocer

English (Strong)

a primary verb; to be hot (boil, of liquids; or glow, of solids), i.e. (figuratively) be fervid (earnest): be fervent.

English (Thayer)

to boil with heat, be hot; often in Greek writings; thus of water, Homer, Iliad 18,349; 21,362 (365); metaphorically, used of 'boiling' anger, love, zeal for what is good or bad, etc. (Tragg., Plato, Plutarch, others); ζέων (on this uncontracted form cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. (or his School Gram. (Robinson's translation)) § 105 N. 2, i., p. 481; Matthiae, i., p. 151; (Hadley § 371b.)) τῷ πνεύματι, fervent in spirit, said of zeal for what is good, Romans, the passage cited

Greek Monolingual

(AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω)
1. βράζω, κοχλάζωἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.)
2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα
νεοελλ.-μσν.
(το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον
1. ζεστό νερό που προστίθεται στο Άγιο Ποτήριο πριν από τη Θεία Μετάληψη
2. μικρό εκκλησιαστικό σκεύος μέσα στο οποίο ζεσταίνεται το νερό
μσν.
(μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ζέων, -ούσα, -ον
1. ζεστός
2. θερμός, φλογερός, έντονος
3. φρ. «ζέουσα καρδία» — θερμά, καλά αισθήματα
μσν.-αρχ.
είμαι ζεστός, καίω («χθὼν ἔζεε», Ησίοδ.)
αρχ.
1. (για τη νεότητα ή την αγάπη ή την ένθερμη πίστη) είμαι φλογερός
2. (για τον οίνο) βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης
3. (για τη θάλασσα) αφρίζω («τῆς θαλάσσης ζεσάσης», Ηρόδ.)
4. (για βίαια πάθη) βρίσκομαι σε έξαψη («ὁπηνίκ' ἔζει θυμός», Σοφ.)
5. (για το αίμα) αναβλύζωαἷμα ἔζεσε διὰ χρωτός», Ανθ. Παλ.)
6. είμαι γεμάτος από κάτι, βρίθω (α. «λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ», Πλάτ. β. «σκωλήκων ζέσας», Λουκιαν.)
7. κάνω κάτι να βράσει
8. εξατμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστώτας ζέ-ω προέρχεται από αρχικό τ. ζέσ-ω (πρβλ. ζεστός) με σίγηση του -σ- < IE yesō «βράζω, αφρίζω» — πρβλ. αρχ. ινδ. yasati «αναβρύζω, βράζω», αρχ. άνω γερμ. jesan «αναβράζω, αφρίζω» κ.λπ.Παράγωγα του ρ. και σύνθετά τους χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Π.χ. ζεστός, έκζεμα. ΠΑΡ.: ζέσις, ζεστός
αρχ.
ζέμα, ανάζεσμος, ζόη.
ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιζέω, αναζέω, αποζέω, διαζέω, εκζέω, ενζέω, ενσυγκαταζέω, εξαναζέω, εξυπερζέω, επιζέω, περιζέω, προαναζέω, προαποζέω, προεκζέω, συναναζέω, συνεκζέω, συζέω, υπερεκζέω, υπερζέω, υποζέω].

Greek Monotonic

ζέω: γʹ ενικ. Επικ. παρατ. ἔζεε, μέλ. ζέσω, αόρ. αʹ ἔζεσα, Επικ. ζέσσα,
I. 1. βράζω, κοχλάζω, λέγεται για το νερό, σε Όμηρ.· λέβης ζεῖ, ο λέβητας βράζει, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., βράζω, κοχλάζω ή αφρίζω, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ηρόδ.· χρησιμοποιείται για το πάθος, όπως το Λατ. fervere, σε Αισχύλ., Σοφ.
3. με γεν., βράζω από... ή με..., ή ξεχειλίζω από κάτι· ζεῖν ὕδατος καὶ πηλοῦ, σε Πλάτ.· επίσης, με δοτ., ζεῖν φθειρί, σε Λουκ.
II. μτβ., βάζω κάτι να βράσει ή κάνω κάτι να ξεχειλίσει· θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας; σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ζέω: συνηρ. γ΄ ἑν. ζεῖ ἔτι καὶ παρ᾿ Ὁμ.· μεταγεν. Ἐπ. ζείω (ὃ ἴδε)· παρὰ μεταγεν. πεζοῖς ζέννυμι (ὃ ἴδε)· παρατ. ἔζεε Ἰλ., Ἡσ., ἔζει Σοφ.· μέλλ. ζέσω (ἐξανα-) Αἰσχύλ. Πρ. 370· ἀόρ. ἔζεσα Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. ἐπιζέω· Ἐπ. ζέσσα Ὅμ. - Παθ., ἀόρ. ἐζέσθην (ἀπ-) Διοσκ. 1. 3, (ἐν-) Ἀρεταῖ. π. Θερ. Χρον. Παθ. 1. 2· πρκμ. ἔζεσμαι (ἐξ-) Γεωπ. 10. 54. (Ἐκ τῆς √ΖΕΣ παράγονται ὡσαύτως ζέσμα, ζεστός· πρβλ. Σανσκρ. yas, yas-yâmi, yas-âmi, (annitor), pra-yas-tas (ὑπερζέων), Ἀρχ. Γερμ. Jes-an· - ἐντεῦθεν πιθ. καὶ τὰ ζάλη, ζῆλος και ζύμη, ζῦθος). Βράζω, ἐπὶ ὕδατος, ἐπειδὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ Ἰλ. Σ. 349, Ὀδ. Κ. 360· ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον· Ἰλ. Φ. 362, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 343· σπανιώτερον ἐπί στερεῶν, εἶμαι ὑπέρθερμος, χθὼν ἔζεε Ἡσ. Θ. 695, 847· χαλκὸς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 60. 2) μεταφ., βράζω, τῆς θαλάσσης ζεσάσης Ἡροδ. 7. 188· αἷμα ἐζεσε διὰ χρωτὸς Ἀνδ. Π. 7. 208· ζεῖ ὁ οἶνος Πλάτ. Νόμ. 7731D. β) ἐπί ψυχικοῦ πάθους, ὡς τὸ Λατ. fevere, ὀργῆς ζεούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 378· ἡνίκ᾿ ἔζει θυμὸς Σοφ. Ο. Κ. 343, πρβλ. Ἑρμηνευτὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 321, Πλάτ. Πολ. 440C, κ. ἀλλ. 3) μετὰ γεν., βράζω ἀπὸ..., εἶμαι πλήρης τινός, λίμνη ζέουσα ὕδατος καὶ πηλοῦ ὁ αὐτ. Φαίδ. 113Α· πίθος ζ. οἴνου Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 17, 3· πεδία ζείοντ᾿ Ἀγαρηνῶν, βράζοντα, πλήρη…, Ἀνθ. Πλαν. 4. 39· ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐπί πρσώπων, ζ. σκωλήκων (πρβλ. ἀναζέω, ἐκζέω, φθειριάω) Λουκ. Ἀλεξ. 59· καὶ μετὰ δοτ., ζ. φθειρσὶ Λουκ. Κρόν. 26· αἵματι Ἀριστείδ. 1. 142, Λυκόφρ. 690. ΙΙ. μεταβατ., κάμνω νὰ βράσῃ τι, βάλλω νὰ βράσῃ, τὸν δὲ λοετρὰ πυρὶ ζέον Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 273· θυμὸν ἐπὶ Τροίῃ πόσον ἔζεσας; Ἀνθ. Π. 7. 385· πρβλ. ἐκζέω. 2) ἐξατμίζω, ἀναδίδω, ἀϋτμὴν (διάφ. γραφ. -μῇ) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 734.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: boil, seethe (mostly intr.; s. Brunel Aspect verbal 198f.).
Other forms: Aor. ζέ(σ)σαι (Il.), late forms ζέννυμι (to ζέσαι after σβέσαι: σβέννυμι a. o.), ἔζεσμαι, ἐζέσθην,
Compounds: also with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, ὑπερ-,
Derivatives: also from the prefixcompounds: (ἀνά-, ἔκ-, ὑπέρ-)ζέσις seething, boiling (Pl., Arist.; s. Holt Les noms d'action en -σις 53, 163); (ἐπί-, ἀπό-)ζέμα boiling, decoction (LXX, medic.), also ἀπό-ζεσμα id. (PHolm.); ἔκ-ζε(σ)μα eczema (medic.); ἀνά-ζεσμος boiling up (Aët.); verbal adj. (ἔκ-, ὑπέρ)ζεστός boiled, seething, hot (Arist., Str.) with ζεστότης heat (Paus.). With ablaut, nevertheless prob. late: ζόη τὸ ἐπάνω τοῦ μέλιτος H., acc. to Eust. 906, 52 foam on the milk.
Origin: IE [Indo-European] [506] *ies- boil, foam
Etymology: The thematic root present ζέω from *ζέσ-ω (cf. ζεσ-τός, ζέσ-μα) is identical with Skt. yasati (gramm.) seethe, boil, Germ., e. g. OHG jesan ferment, foam; IE -i̯ésō. In Skt. the yot present yás-ya-ti and the reduplicated yéṣati (< ya-iṣ-); a mix of these buildings seems Av. yaēš-ya- (ptc. acc. sg. f. yaēšyantīm) boil. The verb is found also in Tocharian, A ysäṣ (pres. ind. 3. sg.; stem yäs-), B yayāsau (ptc. pret.) boil; further Alban. ziej (IE *i̯esei̯ō), Mann Lang. 28, 38; Celtic has nominal formations, e. g. Gallo-Rom. *i̯estā foam, Welsh ias boil, foam. See Bq. - Another expression for boil which is less widely spread is ἕψω (s. v.); cf. also πέσσω.

Middle Liddell

I. to boil, seethe, of water, Hom.; λέβης ζεῖ the kettle boils, Il.
2. metaph. to boil or bubble up, of the sea, Hdt.; of passion, like Lat. fervere, Aesch., Soph.
3. c. gen. to boil up or over with a thing, ζεῖν ὕδατος καὶ πηλοῦ Plat.; also c. dat., ζ. φθειρσί Luc.
II. Causal, to make to boil, θυμόν Anth.

Frisk Etymology German

ζέω: {zéō}
Forms: Aor. ζέ(σ)σαι (seit Il.), späte Formen ζέννυμι (zu ζέσαι nach σβέσαι: σβέννυμι u. a.), ἔζεσμαι, ἐζέσθην,
Grammar: v.
Meaning: wallen, sieden, kochen (fast nur intr.; vgl. Brunel Aspect verbal 198f.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ-, ἐπι-, ὑπερ-,
Derivative: Ableitungen, auch von den Präfixkomposita: (ἀνά-, ἔκ-, ὑπέρ-)ζέσις das Sieden, das Wallen (Pl., Arist. usw.; vgl. Holt Les noms d'action en -σις 53, 163); (ἐπί-, ἀπό-)ζέμα das Kochen, Dekokt (LXX, Mediz.), auch ἀπόζεσμα ib. (PHolm.); ἔκζε(σ)μα Ausschlag, Exzem (Mediz.); ἀνάζεσμος das Aufwallen (Aët.); Verbaladj. (ἔκ-, ὑπέρ)ζεστός gesotten, siedend, heiß (Arist., Str. usw.) mit ζεστότης Hitze (Paus.). Mit Ablaut, aber trotzdem wohl späte Bildung: ζόη· τὸ ἐπάνω τοῦ μέλιτος H., nach Eust. 906, 52 Gischt, Schaum auf der Milch.
Etymology: Das thematische Wurzelpräsens ζέω aus *ζέσω (vgl. ζεστός, ζέσμα) ist mit aind. yasati (Gramm.) sprudeln, sieden, germ., z. B. ahd. jesan gären, schäumen identisch; idg. -i̯ésō. Daneben im Aind. das Jotpräsens yás-ya-ti und das reduplizierte yéṣati (aus ya-iṣ-); eine Verquickung dieser beiden Bildungen scheint in aw. yaēš-ya- (Ptz. Akk. sg. f. yaēšyantīm) sieden vorzuliegen. Das Verb ist auch im Tocharischen vorhanden, A ysäṣ (Präs. Ind. 3. sg.; Stamm yäs-), B yayāsau (Ptz. Prät.) sieden; hinzu kommt nach Mann Lang. 28, 38 alban. ziej (idg. *i̯esei̯ō); das Keltische steuert einige Nominalbildungen bei, z. B. gallo-rom. *i̯estā Schaum, kymr. ias Sieden, Schäumen, Kochen. Lit. mit weiteren Formen bei Bq, WP. 1, 208, Pok. 506. — Ein anderer Ausdruck für sieden, kochen mit weit beschränkterer Verbreitung ist ἕψω (s. d.); vgl. noch πέσσω.
Page 1,612

Chinese

原文音譯:zšw 色哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:沸
字義溯源:熱,火熱,液體沸騰,固體熾燃
同源字:1) (ζεστός)沸的 2) (ζέω)熱 3) (ζῆλος)熱力 4) (ζηλεύω / ζηλόω)感到熱情 5) (ζηλωτής)熱情者 6) (ζηλωτής)奮銳黨徒 7) (παραζηλόω)激發
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 要火熱(1) 羅12:11;
2) 火熱(1) 徒18:25

Mantoulidis Etymological

(=βράζω). Ἀπό ρίζα ζεσ- → ζέσ-ω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα → ζέω.
Παράγωγα: ζέμα (=ἀπόβρασμα), ζέσις (=βράσιμο), ζεστός (=βραστός). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα οἱ λέξεις: ζάλη, ζῆλος, ζύμη, ζῦθος.

Léxico de magia

cocer λαβὼν κάνθαρον ἡλιακὸν ζέσον μύρῳ καλῷ toma un escarabajo solar y cuécelo en un buen bálsamo P VII 974 λαβὼν κοκκυμήλου καρδίας, ξύλον κράμβης, ἐρεβίνθιον, σκόρδον, ζέσας δὸς πεῖν toma del corazón de un ciruelo, un tallo de col, un garbanzo, un ajo, cuécelo y dalo a beber SM 96A 64 SM 94 31 (fr. lac.)