ζεστός

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεστός Medium diacritics: ζεστός Low diacritics: ζεστός Capitals: ΖΕΣΤΟΣ
Transliteration A: zestós Transliteration B: zestos Transliteration C: zestos Beta Code: zesto/s

English (LSJ)

ζεστή, ζεστόν, (ζέω)
A seethed, boiled, κρέα ζ. καὶ ὀπτά App.Hisp. 85.
II hot, ὕδωρ Nic.Fr.70.11, Dsc.1.33, Sor.1.50; ὕδατα ζ., of hot springs, Str.12.8.17; opp. χλιαρός, S.E.P.1.101; ψάμμος D.L.6.23; λίθος Ps.-Plu.Fluv.1.2; εἰ δὲ -οτέρας κράσεως δέοιντο if they want the oil-bath hotter, Herod.Med. ap. Orib.10.37.12: metaph., χλιαρὸς εἶ καὶ οὔτε ζ. οὔτε ψυχρός Apoc.3.15.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζεστός -ή -όν [ζέω] (kokend)heet; overdr.. οὔτε ψυχρὸς εἶ οὔτε ζεστός gij zijt niet koud noch warm NT Apoc. 3.15.

Russian (Dvoretsky)

ζεστός: [adj. verb. к ζέω досл. кипящий, перен. горячий (λίθος Plut.; ψάμμος Diog. L.; οὔτε ψυχρὸς οὔτε ζ. NT).

Greek (Liddell-Scott)

ζεστός: -ή, -όν, (ζέω) βραστὸς, κρέα ζ. καὶ ὀπτὰ Ἀππ. Ἱσπ. 85. ΙΙ. θερμὸν μέχρι βρασμοῦ, ὕδωρ Νίκ. Ἀποσπ. 3. 11· ὕδατα ζ., ἐπὶ θερμῶν πηγῶν, Στράβ. 578, Διοσκ. 1. 39· - ὑπέρθερμος, ψάμμος Διογ. Λ. 6. 23.

English (Strong)

from ζέω; boiled, i.e. (by implication) calid (figuratively, fervent): hot.

English (Thayer)

ζεστη, ζεστον (ζέω), boiling hot, hot, (Strabo, Appian, (Diogenes Laërtius, others); metaphorically, of fervor of mind and zeal: Revelation 3:15f.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζεστός, -ή, -όν, Μ και ζευστός, -ή, -όν)
1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» — θερμές πηγές, Στράβ.
β. «το ψωμί είναι ζεστό»)
2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια», Ψυχάρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κρατάει κάτι ζεστό («ζεστά ρούχα»)
2. (για ασθενή) αυτός που έχει πυρετό («το παιδί είναι ζεστό»)
αρχ.
ο βραστός («κρέα ζεστὰ καὶ ὀπτά» — κρέατα βραστά και ψητά, Αππ.).
επίρρ...
ζεστά (Μ ζεστά)
με θαλπωρή, θερμά
νεοελλ.
με ζέση, με όρεξη («πήρε ζεστά την υπόθεση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέω.
ΠΑΡ. αρχ. ζεστότης
νεοελλ.
ζεστουλός, ζεστούτσικος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ζεστολουσία
μσν.- νεοελλ.
ζεστοκοπώ
νεοελλ.
ζεστόκαρδος, ζεστότοπος].

Chinese

原文音譯:zestÒj 色士拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:沸(著)
字義溯源:沸的,熱的,熱;源自(ζέω)*=熱的)
出現次數:總共(3);啓(3)
譯字彙編
1) 熱(2) 啓3:15; 啓3:16;
2) 熱的(1) 啓3:15

French (New Testament)

ή, όν
1 qu'on fait bouillir, bouilli
2 qui bout, bouillant
3 brûlant (sable)
ζέω