θεά

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεά Medium diacritics: θεά Low diacritics: θεά Capitals: ΘΕΑ
Transliteration A: theá Transliteration B: thea Transliteration C: thea Beta Code: qea/

English (LSJ)

ἡ, in later Ep. θεή Call.Dian.119, dat.
A θεῇ A.R.3.549 codd. (Hom. has dat. pl. θεῆς, θεῇσι, Il.3.158, 8.305), Lacon. σιά Ar.Lys. 1263(lyr.): fem. of θεός (q.v.) in Ep., Trag.(with imitations in Com., as Antiph.81, Eub.64), Att. in set phrases (v. infr.) and later Prose: —goddess, opp. γυνή, Il.14.315: with another Subst., θ. μήτηρ 1.280; θεαὶ νύμφαι 24.615; Παλλὰς θ. S.Ant.1184; θεοὶ θεαί τε A.Th.87(lyr.); μὰ θεούς, μὰ θεάς Pl.Smp. 219c; μὰ τοὺς θεοὺς καὶ τὰς θεάς D.19.67; τοῖς δώδεκα θεοῖς καὶ ταῖς σεμναῖς θεαῖς IG22.112.9, cf. Antiph.206.2, Anaxandr.2; τῷ θεῷ καὶ τῇ θεᾷ IG12.76.39: in dual, of Demeter and Persephone, μεγάλα θεά S.OC683 (in earlier Att. τὼ θεώ, v. θεός) ; αἱ θεαί IG22.661.28 (iii B.C.); αἱ σεμναὶ θ. the Erinyes, S.OC458, etc.; δειναί, ἀνώνυμοι θ., E.El.1270, IT944.
II name of third τόπος, Vett. Val.69.12, Paul.Al.L.3, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).144. [-, but sometimes monosyll. in Trag., as E.Andr.978.]

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, die Göttinn, fem. von θεός (welches zu vgl.), Hom. u. Folgde; ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν Il. 3, 158 (aber θεαῖς steht Od.^ 5, 119; h. Ven. 190; Hes. O. 62); auch wie ein adj. mit einem substant. verbunden, θεαὶ Νύμφαι 24, 615; θεὰ δέ με γείνατο μήτηρ 21, 109; Gegensatz γυνή, θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικός 14, 315; – αἱ σεμναὶ θεαί hießen in Athen die Erinyen, Soph. O. C. 458 Ar. Th. 224 Plut. Sol. 12; – τὰ θεά sind immer Demeter u. Persephone, die auch αἱ μεγάλαι θεαί heißen, Soph. O. C. 689. [Obwohl α lang ist, wird es ion. u. ep. doch nie in η verwandelt, nur sp. D. haben θεή, Callim. Dian. 119, θεῆς, Ap. Rh. 3, 252. 4, 241, θεῇ, 3, 549. In πότνια θεά wird es einsylbig durch Synizesis, Od. 5, 215. 13, 391. 20, 61, wenn nicht πότνα zu lesen, wie auch Eur. Andr. 978.

French (Bailly abrégé)

ᾶς;
1 adj. f. divine;
2 subst.θεά : déesse ; αἱ σεμναὶ θεαί SOPH les déesses augustes, càd les Érynies ; μεγάλαι θεαί SOPH, δύο τὼ θεά PLAT les grandes déesses, les deux déesses (Déméter et Perséphone).
Étymologie: θεός.

Russian (Dvoretsky)

θεά: лак. σιά, ᾶς ἡ (эп. dat. pl. θεῇς и θεῇσιν) богиня (θεοὶ θεαί τε Aesch.): Παλλὰς θ. Soph. богиня Паллада; αἱ σεμναὶ θεαί Soph., Arph., Arst., Plut. глубоко чтимые богини, тж. ἔμφοβοι или δειναὶ Soph. страшные и ἀνώνυμοι Eur. безымянные = Ἐρινύες; μεγάλαι θεαί Soph. великие богини и τὰ θεά или δύο τὼ θεά Plat. обе богини = Δημήτηρ и Περσεφόνη; часто - приложение со смыслом прилаг. (θ. μήτηρ, θεαὶ Νύμφαι Hom.; Μοῦσαι θεαί Aesch.); иногда - в применении к низшим женским божествам: μῆνιν ἄειδε, θ., Ἀχιλῆος Hom. воспой, Муза, гнев Ахилла; πότνα θ.! (или πότνια при θεά односложном) Hom. владычица-богиня! (в обращении к нимфе Калипсо).

Greek (Liddell-Scott)

θεά: ἡ, Λακων. σιά, Ἀριστοφ. Λυσ. 1263· - θηλ. τοῦ θεός, Ὅμ.· ἀντίθ. γυνή, Ἰλ. Ξ. 315· συχν. μετ’ ἄλλου οὐσιαστικοῦ, θεὰ μήτηρ Α. 280· θεαὶ Νύμφαι Ω. 615· Μοῦσαι θεαί τ’ ἀοιδοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 695· θεοὶ θεαί τε ὁ αὐτ. Θήβ. 86· Παλλὰς θ. Σοφ. Ἀντ. 1184· - τὰ θεά, ἢ (παρ’ Ἀττ.) τὼ θεώ, εἶναι ἀείποτε ἡ Δημήτηρ καὶ Περσεφόνη, καλούμεναι ὡσαύτως μεγάλα θεά, Σοφ. Ο. Κ. 683· αἱ σεμναὶ θεαί, αἱ Ἐρινύες, αὐτόθι 458, κτλ. (ἴδε σεμνόςὡσαύτως, δειναί, ἀνώνυμοι θ. Εὐρ. Ἠλ. 1270, Ι. Τ. 944. - Ὁ Ἀττ. τύπος θεά, θεᾶς, κτλ. εἶναι ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἴωσι, πλὴν ἔν τισι χωρίοις τῶν μεταγεν. Ἐπικῶν· Ἐπικ. δοτ. πληθ. θεῇς Ἰλ. Γ. 158, Θ. 305, Ὀδ. Ε. 119. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πεζοῖς ἦτο ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτοῦτύπος θεός· ἀλλ’ ἐνίοτε ἀπαντᾷ παρὰ Κωμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 23, Ἀντιφ. Διδ. 3· ἰδίως ὁσάκις γίνεται ἀπομίμησις τραγικῶν φράσεων, ὡς Εὔβουλ. Μηδ. 1, Μένανδ. Θα. 1· ἢ ἐν ὡρισμέναις τυπικαῖς φράσεσιν, οἷον τοῖς θεοῖς καὶ ταῖς θεαῖς Ἀντιφ. Τιμ. 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. Ἀγρ. 3· ἀλλ’ ἀναφαίνεται ἐκ νέου παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, καὶ συχνάκις εἰσήχθη ὑπὸ ἀντιγραφέων εἰς δοκίμους συγγραφεῖς, ἴδε Ἐλμσλ. Ἀχ. 724, Cobet. N. LL. σ. 26 κἑξ. - Ἐν Ἀττ. ἐπιγραφαῖς τοῦ δοκίμου Ἑλληνισμοῦ ἀείποτε ἡ θεὸς (ἡ Ἀθηνᾶ), τὼ θεὼ (Δημήτηρ καὶ Κόρη), ἀλλ’ ἐν ἀντιθέσεσιν, ὁ θεὸς καὶ ἡ θεὰ (ὁ Πλούτων καὶ ἡ Περσεφόνη)· τοῖς δώδεκα θεοῖς καὶ ταῖς σεμναῖς θεαῖς· ἴδε Meisterh. Gr. σ. 125. υ-, ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ἐνίοτε ὡς μονοσύλλ., Εὐρ. Ἀνδρ. 978· οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ὁμ., ἴδε ἐν λ. πότνια· πρβλ. θεός.

English (Autenrieth)

θεᾶς, dat. pl. θεαῖς, θεῇς, θεῇσιν: goddess.

English (Slater)

θεά (-εά, -εᾶς, -ᾷ; -ᾶν.) goddess Athena: ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν (O. 7.42) ἀνὰ βωμῷ θεᾶς (O. 13.75) Themis: ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά (I. 8.45) Muses: φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60) [Αἰγίνα θεᾶς (codd.: Αἰγίναθε δὶς Ed. Schwartz: Αἰγίνᾳ θεοῦ Er. Schmid) (N. 5.41) ] ]θεᾶς θ' ἑλικάμπυκ[ος (?Semele) (Pae. 3.15)

Spanish

diosa

English (Strong)

feminine of θεός; a female deity: goddess.

English (Thayer)

θεᾶς, ἡ (feminine of θεός) (from Homer down), a goddess: also in 35,37.

Greek Monolingual

η (AM θεά, Α επικ. τ. θεή)
θηλ. του θεός («θεοί θεαί τε», Αισχύλ.)
νεοελλ.
πολύ όμορφη γυναίκα («άκου έν' όνειρο, ψυχή μου, και της ομορφιάς θεά», Σολωμ.
αρχ.
1. φρ. α) «σεμναὶ θεαί» και «δειναί θεαί» — οι Ερινύες
β) (στον δυϊκό) «μεγάλα θεά» — η Δήμητρα και η Περσεφόνη
2. αστρολ.
ονομασία τρίτου τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεός. Παρ' όλο που στην αττική διάλεκτο για το θηλυκό απαντά τ. η θεός, επειδή ο τύπος σε -ος (θεός) είναι περισσότερο χαρακτηριστικός για το αρσενικό γένος και δεν μπορούσε να γίνει διάκριση αρσ. και θηλ.. σε ορισμένες διαλέκτους (κυριώς στην αιολική) καθώς και στον αττικό πεζό λόγο σε ορισμένες πάγιες εκφράσεις μαρτυρείται τ. θεά με κατάλ. -α. Στον Όμηρο απαντά επίσης τ. θέαινα αναλογικά πιθ. προς τα θηλ. σε -αινα (πρβλ. τέκταινα)].

Greek Monotonic

θεά: ἡ, θηλ. του θεός, θεότητα, σε Όμηρ.· συχνά με άλλο ουσ., θεὰ μήτηρ, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ θεά, σαν διπλή θεότητα είναι η Δήμητρα και η Περσεφόνη (Ceres και Proserpine), σε Σοφ.· αἱ σεμναὶ θεαί, οι Μαινάδες, στον ίδ.

Middle Liddell

fem. of θεός, a goddess, Hom.; often with another Subst., θεὰ μήτηρ Il.:— τὰ θεά in dual are Demeter and Persephone (Ceres and Proserpine) Soph.; αἱ σεμναὶ θεαί the Furies, Soph.

Chinese

原文音譯:qe£ 帖阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:神(安置者)
字義溯源:女性的神,女神;源自(θεός)*=神)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 女神(2) 徒19:27; 徒19:37

English (Woodhouse)

goddess

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

ἡ 1 diosa en general ἔχει γὰρ δύναμιν Πνούθεως λόγος πείθειν θεοὺς καὶ πάσας τὰς θεάς pues la fórmula de Pnutis tiene poder para convencer a dioses y a todas las diosas P I 53 ἦλθον πάντες θεοὶ ἀθάνατοι καὶ πᾶσαι θεαὶ ἰδεῖν τὰ εἴδωλα τῶν νεκύων τούτων vinieron todos los dioses inmortales y todas las diosas para ver los fantasmas de estos muertos P IV 1478 παρακατατίθομαι ὑμῖν, θεοῖς καταχθονίοις καὶ θεαῖς καταχθονίαις os confío este encantamiento a vosotros, dioses subterráneos y diosas subterráneas SM 46 1 ref. a Afrodita-Selene-Ártemis χαῖρε, θεά, καὶ σαῖσιν ἐπωνυμίαις ἐπάκουσον te saludo, diosa, y atiende a tus sobrenombres P IV 2561 P IV 2850 ἐπικαλοῦμαί σε, δέσποινα τοῦ σύμπαντος κόσμου, ... θεὰ μεγαλοδύναμε te invoco, señora de todo el cosmos, diosa de gran poder P VII 881 δεῦρ' ἴθι μοι, ..., φαεσφόρε, ταυρεόμορφε, ἱπποπρόσωπε θεά ven junto a mí, portadora de luz, tauriforme, diosa que tienes rostro de caballo P IV 2549 εὐμενέως εἰσάκουσον, ..., κυδιάνειρα θεά, πολυώνυμε escúchame con benevolencia, diosa ilustre, que tienes muchos nombres P IV 2831 ref. a Afrodita ἡμετέρη βασίλεια, θεά, μόλε ταῖσδ' ἐπαοιδαῖς reina nuestra, diosa, acude a nuestros cánticos P IV 2927 σὺ δέ, Κυπρογένεια θεά, τέλει τελέαν ἐπαοιδήν tú, diosa nacida en Chipre, cumple el encantamiento completamente P IV 2938 χαῖρε, θεὰ μεγαλόδοξε te saludo, diosa gloriosísima P IV 3224 ref. a Selene γυναικόμορφε, θεά, δεσπότι Σελήνη, ποίησον τὸ δεῖνα πρᾶγμα diosa que tienes forma de mujer, soberana Selene, haz tal obra P XIII 1063 προσκύνει θεᾷ, τὴν δὲ λεπίδα περιθοῦ arrodíllate ante la diosa y ponte al cuello la lámina P III 417 ref. a Hécate ἐλθέ, θεά, ... τρικάρανε, πυρίφοιτε ven, diosa, tricéfala, que caminas por el fuego P IV 2746 δεῦρ' Ἑκάτη, ..., ἀμυναμένη, ἄρκυια θεά aquí, Hécate, vengadora, diosa que tiendes una red P IV 2781 τοὔνεκα σε κλῄζουσι Ἑκάτην, ..., τετραπρόσωπε θεά, τετραώνυμε, τετραοδῖτι por ello te llaman Hécate, diosa de cuatro caras, que tienes cuatro nombres, de cuatro caminos P IV 2817 Ἑκάτῃ, φρικώδει φωνῇ βάρβαρον κράζουσα θεά a Hécate, diosa que con voz terrible grita sonidos ininteligibles SM 49 69 ref. a Mene καλῶ σε, τριπρόσωπον θεάν, Μήνην, ... a ti te llamo, diosa de tres caras, Mene P IV 2609 ἐπικαλοῦμαί σε, πάμμορφον καὶ πολυώνυμον δικέρατον θεὰν Μήνην a ti te invoco, que posees todas las formas y muchos nombres, bicorne diosa Mene P VII 758 ref. a Isis ἀπάγγελλε τὰ κρυπτὰ τῆς μυριωνύμου θεᾶς Ἴσιδος anuncia los secretos de la diosa de incontables nombres, Isis P LVII 13 P LIX 15 ref. a la Osa ἄρκτε, θεὰ μεγίστη, ἄρχουσα οὐρανοῦ, ... καλλιφεγγὴς θεά Osa, diosa mayor, que gobiernas el cielo, diosa que brillas con belleza P IV 1301 ref. a Nebutosualet ἐπικαλοῦμαί σε, ... τὸν ἀναπέμποντα τὴν φαεσφόρον θεὰν Νεβουτοσουαληθ te invoco a ti, el que envía hacia arriba a la diosa portadora de luz Nebutosualet P XIV 3 2 imagen de una diosa de Selene ὅταν δὲ ἴδῃς τὴν θεὰν πυρρὰν γινομένην cuando veas que la imagen de la diosa se vuelve rojiza P VII 890 τότε ἄρας ἀπόθου τὴν θεάν, οὐσίαν αὐτῇ δούς entonces toma a la diosa, apártala y dale la entidad P VII 915