κάκωσις
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, (κᾰκόω)
A ill-treatment, τοῦ ἡγεμόνος X.An.4.6.3, cf. Stud.Pal.1.8.10 (V A.D.); oppression, τοῦ λαοῦ LXX Ex.3.7.
2 especially in Law, ill-usage, of persons by their natural protectors, ὁ τῆς κ. νόμος Lys.13.91, cf. Is.8.32, D.10.40, etc.; γραφὴ κακώσεως Id.58.32, Men.328; κάκωσις γονέων, ὀρφανῶν, ἐπικλήρου, οἴκου ὀρφανικοῦ, Arist.Ath.56.6; τοκέων κάκωσις Lycurg.147; also κάκωσις ἐπαρχίας misgovernment, of the Rom. actio repetundarum, Plu.Caes.4.
II suffering, distress, Th.2.43; πληρωμάτων Id.7.4; αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις Arist.Rh.1386a8, cf. 1385a24; of the effects of disease, Hp. VM17: pl., Id.Aër.19; αἱ τᾶς σαρκὸς τακομένας κακώσιες Ti.Locr. 102c, cf. Phld.Mort.21, Sor.1.31.
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, das Verderben, σαρκός Tim. Locr. 102 c; schlechte Behandlung, Mißhandlung, Xen. An. 4, 6, 3 Thuc. 2, 43; Drangsal, Leiden, 7, 4. 82. Bes. im attischen Recht, Mißhandlung u. Vernachlässigung der Eltern, ὅστις τόν τε γόνῳ πατέρα τὸν ἑαυτοῦ ἔτυπτε καὶ οὐδὲν τῶν ἐπιτηδείων παρεῖχε, τόν τε ποιητὸν πατέρα ἀφείλετο ἃ ἦν ὑπάρχοντα ἐκείνῳ ἀγαθά, διὰ τὸν τῆς κακώσεως νόμον ἄξιός ἐστι θανάτῳ ζημιωθῆναι Lys. 13, 91; Is. 8, 32 Dem. 24, 103. 105; nach Harpocr. fand diese Klage auch gegen Vormünder und von Seiten der Erbtöchter gegen ihre Ehemänner statt. Meier u. Schömann att. Proc. p. 287 ff. Bei Plut. Caes. 4 ist δίκη κακώσεως actio repetundarum.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. 1 action de maltraiter, particul. action de fatiguer, de harasser;
2 à Rome malversation : κακώσεως δίκη PLUT accusation de concussion (lat. actio repetundarum);
II. mauvaise fortune;
NT: vie misérable ; souffrance.
Étymologie: κακόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάκωσις -εως, ἡ [κακόω] Ion. gen. -ιος mishandeling, onderdrukking:; ἡ τοῦ ἡγεμόνος κάκωσις de mishandeling van de aanvoerder Xen. An. 4.6.3; εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μοῦ ik heb de onderdrukking van mijn volk gezien NT Act. Ap. 7.34; jur.: verwaarlozing:; κακώσεως νόμος de wet tegen verwaarlozing (van familieleden) Lys. 13.91; ook van zaken. verslechtering, slechte toestand:; ἡ ἐν τῷ μαλακισθῆναι κάκωσις de ondergang ten gevolge van lafheid Thuc. 2.43.6; τῶν πληρωμάτων... κάκωσις ἐγένετο het had een verderfelijke invloed op de bemanning Thuc. 7.4.6; geneesk. aandoening.
Russian (Dvoretsky)
κάκωσις: εως (κᾰ) ἡ
1 плохое обращение: ἡ κ. καὶ ἀμέλειά τινος Xen. дурное обращение с кем-л. и отсутствие заботы о нем;
2 юр. дурное обращение с родителями, женой или опекаемыми: τῆς κακώσεως νόμος Lys. закон о наказаниях за нанесенную родителям обиду;
3 юр. злоупотребления по должности, лихоимство: κακώσεως δίκη Plut. (лат. actio repetundarum) дело о лихоимстве;
4 тяжелое положение, бедствия, лишения (τῶν πληρωμάτων Thuc.; τοῦ λαοῦ NT): τεταλαιπωρημένοι τοῖς τε τραύμασι καὶ τῇ ἄλλῃ κακώσει Thuc. страдающие от ран и прочих бед;
5 неприятности, страдания (σωμάτων Arst.): ἡ μετὰ τοῦ μαλακισθῆναι κ. Thuc. страдания, вызванные немощью;
6 порча (τᾶς σαρκός Plat.).
English (Strong)
from κακόω; maltreatment: affliction.
English (Thayer)
κακώσεως, ἡ (κακόω), ill-treatment, ill-usage (Vulg. afflictio): Symm.); Thucydides, Xenophon, Plutarch, others.)
Greek Monotonic
κάκωσις: -εως, ἡ (κᾰκόω),
I. 1. κακοποίηση, τοῦ ἡγεμόνος, σε Ξεν.· ταλαιπωρία, φθορά, βλάβη, τῶν πληρωμάτων, λέγεται για πληρώματα, σε Θουκ.
2. σύμφωνα με τον Αττ. νόμο, κακώσεως δίκη, αγωγή για κακή μεταχείριση ή παραμέληση των γονέων, σε Δημ. κ.λπ.
II. βλάβη, φθορά, δυστυχία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κάκωσις: -εως, ἡ, (κακόω) κακοποιεῖν τινα, κακοποίησις, ἡ τοῦ ἡγεμόνος κάκωσις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 3· ταλαιπωρία, βλάβη, φθορά, τῶν πληρωμάτων (τῶν πλοίων) Θουκ. 7. 4, πρβλ. 82. 2) κατὰ τὸν Ἀττ. νόμον, κακώσεως δίκη, ἀγωγὴ κατὰ υἱοῦ διὰ κακὴν μεταχείρισιν ἢ παραμέλησιν γονέων, Λυσ. 138. 33, Λυκοῦργ. 169. 2, Δημ. 141, ἐν τέλ., Ἀριστ. Πολιτ. σ. 82. 13 (ἔκδ. Blass), κτλ.· ὡσαύτως διὰ παρομοίαν διαγωγὴν πρὸς τὰς συζύγους, Δημ. 1332. 13· καὶ (ἐναντίον ἐπιτρόπων) διὰ κακὴν μεταχείρισιν τῶν ἐπιτροπευομένων, «κακώσεως: δίκης ὄνομά ἐστι ταῖς τε ἐπικλήροις κατὰ τῶν γεγαμηκότων, καὶ κατὰ τῶν παίδων τοῖς γονεῦσι, καὶ κατὰ τῶν ἐπιτρόπων τοῖς ὑπὲρ τῶν ὀρφανῶν ἐπεξιοῦσι διδομένη» Ἁρποκρ.· - ὡσαύτως ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ actio repetundurum, Πλουτ. Καῖσ. 4: - πληθ., αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 9, πρβλ. 2. 7, 3. ΙΙ. βλάβη, δυστύχημα, Θουκ. 2. 43: - τὸ κακὸν ἀποτέλεσμα ἀσθενείας, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, π. Ἀέρ. 292· αἱ τῆς σαρκὸς κακώσιες Τίμ. Λοκρ. 102C.
Middle Liddell
κάκωσις, εως [κᾰκόω]
I. ill-treatment, τοῦ ἡγεμόνος Xen.: a distressing, harassing, τῶν πληρωμάτων of the crews, Thuc.
2. in Attic law, κακώσεως δίκη an action for ill-usage or neglect of parents, Dem., etc.
II. damage, misfortune, Thuc.
English (Woodhouse)
ill treatment, infliction of injury
Chinese
原文音譯:k£kwsij 卡可西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:邪惡(著)
字義溯源:虐待,受苦害,痛苦,苛待,抑壓,困苦;源自(κακόω)=傷害);而 (κακόω)出自(κακός)*=卑劣的)。比較: (θύϊνος)=壓迫
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 受苦害(1) 徒7:34
Lexicon Thucydideum
noxa, offensio, harm, offense, 3.82.1,
conditio peior, depravatio, worse plight, corruption, 7.4.6,
labor, angustiae, hardship, distress, 7.82.1,
ignominia, disgrace, shame, 2.43.6.
Translations
damage
Albanian: dëmtim, dëm; Arabic: عُطْل, ضَرَر, أِضْرَار, تَلَف, خَسَارَة; Armenian: վնաս; Asturian: dañu; Avar: зарар; Azerbaijani: xəsarət, zərər; Bashkir: зыян; Belarusian: пашкоджанне, шкода, страта; Bengali: সদমা; Bulgarian: щета, ущъ́рб; Catalan: dany, perjudici, damnatge; Chinese Mandarin: 損害/损害; Min Nan: 損害/损害, 敗害/败害; Czech: poškození, škoda; Dalmatian: damno; Danish: skade, beskadigelse; Dutch: schade; Esperanto: damaĝo; Estonian: kahju; Finnish: vaurio, vahinko, tuho, hävitys; French: dégât, dommage; Friulian: dam, daneç; Galician: dano; Georgian: ზიანი, ვნება, გაფუჭება; German: Schaden; Greek: ζημιά, ζημία; Ancient Greek: ἀγγρία, ἀδικία, ἀδίκιον, ἀλυσιτέλεια, ἀποτριβή, ἀτηρία, βλάβα, τὸ βλαβερόν, βλάβη, βλάβος, βλάμμα, βλάψις, δήλησις, ἐλάσσωσις, ἐλάττωσις, ζαμία, ζημία, ζημίωμα, κακία, κάκωσις, λύμη, τραῦμα, ὕβρις, φθορά, φθορή; Hebrew: נֶזֶק; Hindi: नुक़सान, हानी, क्षति; Hungarian: kár; Ingrian: kaiho; Irish: damáiste, díobháil, millteanas; Istriot: dagno; Italian: danno; Japanese: 痛手, 損害, 損傷; Kazakh: зиян, нұқсан; Korean: 손해(損害), 손상(損傷); Kurdish Northern Kurdish: zîyan; Kyrgyz: зыян; Latin: captio, damnum, detrimentum, incommoditas, malum, noxa, zamia; Latvian: bojājums, postījums; Lithuanian: žala, nuostolis, sugadinimas; Lombard: dann; Macedonian: штета, оштетување; Malay: kerosakan; Maori: pākarutanga; Middle English: damage; Mongolian Cyrillic: гэмтэл; Mongolian: ᠭᠡᠮᠲᠦᠯ; Norwegian Bokmål: skade; Nynorsk: skade; Occitan: damatge; Old English: æfwerdelsa, æfwerdla, hearm, æfwyrdla; Ottoman Turkish: ضرر, زیان, مضرت; Persian: زیان, خسارت, آسیب, آک, ضرر; Polish: uszkodzenie, szkoda; Portuguese: avaria, dano, estrago; Romanian: daună, avarie, pagubă, deteriorare; Romansch: donn; Russian: повреждение, ущерб, вред; Sanskrit: क्षति; Scottish Gaelic: coire, milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ште̏та; Roman: štȅta; Sicilian: dammaggiu; Slovak: poškodenie, škoda; Slovene: škoda; Spanish: daño, damno; Swedish: skada; Tagalog: pinsala, nasira, nagiba, kapinsalaan; Tajik: зарар, вайрон, зиён, хисорат; Tatar: зыян; Thai: ความเสียหาย; Tocharian B: karep; Turkish: zarar, hasar; Turkmen: zyýan; Ukrainian: пошкодження, шкода, збитки; Urdu: نقصان; Uyghur: زىيان; Uzbek: zarar, ziyon; Welsh: difrod, amhariad, amhariadau; West Frisian: skea