κάλυμμα
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό, (καλύπτω)
A head-covering, hood, veil, κάλυμμα κυάνεον = dark veil worn in mourning, Il.24.93, h.Cer.42; Χρύσεον κάλυμμα B. 16.38; ὁ Χρησμὸς οὐκέτ' ἐκ καλυμμάτων ἔσται δεδορκὼς νεογάμου νύμφης δίκην A.Ag.1178 (but metaph., δείξω τάδ' ἐκ καλυμμάτων 'I will lift the veil', S.Tr.1078); λεπτῶν ὄμμα διὰ καλυμμάτων ἔχους' E.IT 372, cf.Ar.Lys.532, Fr.320.5, Dicaearch.1.18; κάρα καλύμμασι κρυψάμενον S.Aj.245 (lyr.); Χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν Id.El.1468; Μωυσῆς ἐτίθει κ. ἐπὶ τὸ πρόσωπον 2 Ep.Cor.3.13.
2 fishing-net shaped like a sack, Opp.H.3.82; βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν, of the garment thrown by Clytaemnestra over her husband, A.Ch. 494.
3 skull (as the brain's covering), Nic.Th.906.
4 grave, AP7.227 (Diotim.).
5 in animals, the covering of the gills of fishes, Arist.HA505a2; operculum of testaceans, ib.547b5; eyelid, Poll.2.66.
6 covering of honeycomb, Arist.HA624b31.
7 shell of fruit, Nic.Al.269.
8 shutter, D.S.20.91.
9 sheathing-planks for a roof, IG22.1668.57; but, slabs for closing coffers, ib.4.1484.57 (Epid., iv B.C.), 11(2).144A42 (Delos, iv B.C.).
10 perhaps paving-slab, Milet.7.60.53.
German (Pape)
[Seite 1314] τό, die Verhüllung, Decke, Schleier, bes. zur Verhüllung des Kopfes, wie Thetis zur Trauer über ihren Sohn κάλυμμ' ἕλε, Il. 24, 93, Aesch. Ch. 487; κρᾶτα καλύμμασι κρυψάμενον Soph. Ai. 242; χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ' ἀπ' ὀφθαλμῶν El. 1460; Eur. I. T. 372; Ar. Lys. 532; übertr., ὁ χρησμὸς οὐκέτ' ἐκ καλυμμάτων ἔσται δεδορκώς Aesch. Ag. 1151. – Übh. Hülle, z. B. der Schädel, als Decke des Gehirns, Nic. Th. 906; von der Hülse der Früchte, Al. 269; Schaale der Muschel u. Schnecke, Arist. H. A. 5, 15; von den Augenlidern, Poll. 2, 66; das Grabmal, Diotim. 9 (VII, 227). – Bei Opp. H. 3, 82 ein rundes, sackförmiges Fischernetz.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 voile de femme, particul. voile de deuil;
2 enveloppe du corps, peau.
Étymologie: καλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλυμμα -ατος, τό [καλύπτω] hoofdbedekking, hoofddoek, sluier:; χαλᾶτε πᾶν κάλυμμ’ ἀπ’ ὀφθαλμῶν haal heel de hoofdbedekking van het gezicht weg Soph. El. 1468; overdr.: δείξω γὰρ τάδ’ ἐκ καλυμμάτων want ik zal je dit uit de doeken doen Soph. Tr. 1078; κάλυμμα ἐπὶ τὴν καρδίαν κεῖται een sluier ligt over zijn geest NT 2 Cor. 3.15. net:. αἰσχρῶς... βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν in een net dat verraderlijk bedacht was Aeschl. Ch. 494.
Russian (Dvoretsky)
κάλυμμα: ατος τό
1 покрывало, покров (κυάνεον Hom.; κ. τιθέναι ἐπὶ τὸ πρόσωπον αὑτοῦ NT): κρᾶτα καλύμμασι κρυψάμενοι Soph. окутавшие голову покрывалами;
2 анат., зоол. жаберная крышка Arst.;
3 оболочка, пленка Arst.;
4 раковина, скорлупа Arst.;
5 ставня (καλύμματα διὰ μηχανῆς ἀνασπώμενα Diod.);
6 могила Anth.
English (Autenrieth)
(καλύπτω): veil, Il. 24.93†. (See cuts Nos. 2, 44, 62, 70.)
English (Thayer)
καλυμματος, τό (καλύπτω), a veil, a covering: κάλυμμα, or its equivalent, is suggested to the reader by the context in κατά κεφαλῆς ἔχων; see ἔχω, I:1b.); metaphorically, Homer, Tragg., Aristophanes, others; the Sept..)
Greek Monolingual
το (AM κάλυμμα) καλύπτω
1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.)
2. σκέπασμα του κεφαλιού, καπέλο, σκούφος
3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.)
νεοελλ.
1. (οικον.) το απόθεμα σε χρυσό ή σε άλλα πολύτιμα μέταλλα και σε μετατρέψιμο συνάλλαγμα που κρατείται στην εκδοτική τράπεζα ως εγγύηση του χαρτονομίσματος το οποίο αυτή εκδίδει
2. φρ. γεωλ. «τεκτονικό κάλυμμα» — σειρά μεγάλων γεωλογικών στρωμάτων που έχουν αποκολληθεί από την αρχική τους θέση και έχουν μετατεθεί σε μεγάλη απόσταση
νεοελλ.-μσν.
(λειτ.) πολύτιμο ιερό ύφασμα με το οποίο καλύπτονται η αγία Τράπεζα, η αγία Πρόθεση και τα ιερά Σκεύη
αρχ.
1. το σκέπασμα της κεφαλής τών γυναικών, λινό ύφασμα με το οποίο κάλυπταν την κεφαλή κατά την έξοδό τους από το σπίτι, καλύπτρα, πέπλο
2. είδος αλιευτικού διχτιού με σχήμα σάκου
3. το κρανίο, επειδή περιβάλλει τον εγκέφαλο
4. το κέλυφος καρπού, περικάρπιο
5. το μνήμα, ο τάφος
6. (για ψάρια) το κάλυμμα τών βραγχίων
7. (για οστρακόδερμα και κοχλίες) όστρακο
8. (για το μάτι) βλέφαρο
9. το κάλυμμα της κηρύθρας
10. παραθυρόφυλλο, θυρόφυλλο
11. επιγρ. α) (για οροφή ή στέγη) σκέπασμα από σανίδες
β) πλάκα που χρησιμεύει για κλείσιμο κιβωτίου
γ) πλάκα που χρησιμοποιούνταν για λιθόοτρωση
12. καθετί που κάλυπτε και προφύλασσε το σώμα κατά τη μάχη, π.χ. ασπίδα, κράνος
13. το ιμάτιο που έριξε η Κλυταιμνήστρα στον σύζυγό της («αἰσχρῶς τε βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν», Αισχύλ.)
14. εκκλ. το σκέπασμα τών τιμίων δώρων.
Greek Monotonic
κάλυμμα: -ατος, τό (κᾰλύπτω)·
1. κάλυμμα κεφαλιού που χρησιμοποιείται από γυναίκες, κουκούλα, καλύπτρα, σκούφος ή πέπλο, σε Ομήρ. Ιλ.· συνήθως την φορούσαν οι νύφες, σε Αισχύλ.· κάλυμμα που τοποθετούνταν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού, σε Σοφ.
2. τάφος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κάλυμμα: τό, (κᾰλύπτω) κυρίως, τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐν χρήσει παρὰ γυναιξί, καλύπτρα καλύπτουσα ἅπαν τὸ πρόσωπον πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν καὶ καταπίπτουσα ἐπὶ τῶν ὤμων (πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 372), κάλυμμα κυάνεον, μέλαινα καλύπτρα ἣν ἐφόρουν εἰς ἔνδειξιν πένθους ἀντὶ τοῦ κρηδέμνου, Ἰλ. Ω. 93, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 42· ἐφορεῖτο δὲ ἰδίως ὑπὸ νυμφῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1178, πρβλ. καλύπτρα· ὑπὸ γυναικῶν καθόλου, Ἀριστοφ. Λυσ. 532, Ἀποσπ. 309. 5· ὡς σημεῖον αἰσχύνης ἢ θλίψεως, κάρα καλύμμασι κρυψάμενον, Λατ. capite obvoluto, Σοφ. Αἴ. 245· κάλυμμα τιθέμενον ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ νεκροῦ (πρβλ. πέπλος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1468· κάλυμμα ἐν γένει, δείξω γὰρ τάδ’ ἐκ καλυμμάτων, ἔξω τῶν καλυμμάτων, δηλ. ἐκκεκαλυμμένα, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1078· κάλυμμα ἐκ σανίδων, ἐπιθεὶς καλύμματα πάχος δακτύλου Dittenb.1 352. 57. 2) εἶδος ἁλιευτικοῦ δικτύου ἔχοντος σχῆμα σάκκου, Ὀππ. Ἁλ. 3. 82: ἐντεῦθεν τοῦ ἱματίου τὸ ὁποῖον ἡ Κλυταιμνήστρα ἔρριψεν ἐπάνω εἰς τὸν σύζυγον αὑτῆς, ἐν καλύμμασιν Αἰσχύλ. Χο. 494 (κατὰ Πόρσ. ἐγκαλύμμασιν). 3) τὸ κρανίον (ὡς τὸ κάλυμμα τοῦ ἐγκεφάλου), Νικ. Θηρ. 906. 4) τάφος, Ἀνθ. Π. 7. 227. 5) παρὰ τοῖς ζῴοις, Λατ. operculum, τὸ κάλυμμα τῶν βραγχίων τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 6· ὡσαύτως ἐπὶ κοχλιῶν καὶ ὀστρακοδέρμων, αὐτόθι 5. 15, 12· ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, τὸ βλέφαρον, Πολυδ. Β΄, 66· ἐπὶ τῆς κηρήθρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 21. 6) τὸ κέλυφος καρποῦ, Νικ. Ἀλεξιφ. 269. 7) τὸ καλύπτον καὶ προφυλάσσον τὸ σῶμα ἐν καιρῷ μάχης, ὡς π.χ., ἀσπίς, περικεφαλαία, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Δ΄, 6 καὶ Ϛ΄, 2). 8) κάλυμμα θυρίδος, Διόδ. 20, 91. 9) κάλυμμα τῶν τιμίων δώρων, Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ. 779D. Ἐν χρήσει εἶναι τρία καλύμματα ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ, ἓν τὸ καλύπτον τὸν δίσκον, ἕτερον τὸ καλύπτον τὸ ποτήριον, καὶ τρίτον τὸ καλύπτον τὸ δισκοπότηρον, δηλ. τὸν δίσκον ὁμοῦ καὶ τὸ ποτήριον, τὸ τελευταῖον τοῦτο κάλυμμα· λέγεται καὶ ἀὴρ κοινῶς ἀέρας.
Middle Liddell
κάλυμμα, ατος, τό, [κᾰλύπτω]
1. a head-covering used by women, a hood or veil, Il.; worn by brides, Aesch.; a covering put over the face of the dead, Soph.
2. a grave, Anth.
Chinese
原文音譯:k£luma, (k£lumma) 卡呂馬
詞類次數:名詞(4)
原文字根:蓋(果效) 相當於: (כָּסָה) (מַסְוֶה)
字義溯源:蓋,面紗,帕子;源自(καλύπτω)=遮蓋);而 (καλύπτω)出自(κλέπτω)*=偷竊),或(κρύπτω)=隱藏*)
出現次數:總共(4);林後(4)
譯字彙編:
1) 帕子(3) 林後3:14; 林後3:15; 林後3:16;
2) 將帕子(1) 林後3:13
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό καλύπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.