κέραμος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, rare pl. κέραμα, τά, PPetr.3P.327 (iii B.C.):—
A potter's earth, potter's clay, Pl.Ti.60d, Arist.Mete.384b19, etc.; κέραμος ὠμός, ὀπτώμενος, ib.380b8, 383a21.
II anything made of this earth, as
1 earthen vessel, wine-jar, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Il.9.469, cf. Hdt.3.96; in collective sense, pottery, Ar.Ach.902, Men.Sam.75, al.; κέραμος ἐσάγεται πλήρης οἴνου jars full of wine, Hdt.3.6, cf. 5.88, Alex.257.3, etc.
b jar of other material, κέραμος ἀργυροῦς Ptol.Euerg.7J.
2 tile, Ar.V.1295 (of a tortoise's shell); collectively, tiling, τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις… ξυντρίψομεν Id.Nu.1127, cf.Fr.349, Th. 2.4; Κορίνθιος κέραμος IG22.1668.58; Λακωνικός ib.463.69, 1672.188; roof, Pherecr.130.6, Herod.3.44, Gal.8.26, 9.824.
3 pottery (i.e. place of manufacture), ὁ κέραμος ὁ χυτρικός Tab.Defix.Praef.p.iib.
III dungeon (said by Sch. to be Cyprian), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Il.5.387, cf. Thphr.Char.6.6 cod. M; pl., Nonn.D.16.162. (Possibly cogn. with Lat. cremo.)
German (Pape)
[Seite 1420] ὁ, Töpfererde, Töpferthon; Hom. ep. 14; Plat. Tim. 60 d; Ath. I, 28 c u. A. – Alles aus Töpfererde gemachte, Töpferwaaren, z. B. irdener Weinkrug, Il. 9, 469; κέραμος πλήρης οἴνου Her. 3, 6, öfter, übh. Flasche, Krug. – Dachziegel, καὶ τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις στρογγύλαις ξυντρίψομεν Ar. Nubb. 1111; λίθοις τε καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc. 2, 4, vgl. 4, 48; Sp., wie Hdn. 7, 13, 11; – das Dach, Antiphil. 12 Parmen. 8 (IX, 71. 114); übertr. auch von der Schildkröte, Ar. Vesp. 1295. – Auch das Gefängniß, der Kerker, χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο Il. 5, 387, nach Eustath. cyprisch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. terre de potier, argile;
II. tout objet fabriqué en terre cuite :
1 vase ; au sg. avec sens collect. vaisselle, poterie;
2 tuile, brique ; au sg. avec sens collect. poterie;
3 prison.
Étymologie: R. Κραμ, brûler ; cf. lat. cremo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέραμος -ου, ὁ [~ κεράννυμι?] pottenbakkersklei. aarden kruik:; πολλὸν δ’ ἐκ κεράμου μέθυ πίνετο er werd veel wijn gedronken uit de kruik Il. 9.469; collect. aarden vaatwerk:; εἰ κέραμός ἐστ’ ἔνδοθεν ὑμῖν ἱκανος als we voldoende vaatwerk in huis hebben Men. Sam. 290; uitbr. naar ander materiaal:. χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο hij zat gevangen in een bronzen vat Il. 5.387. dakpan, pannendak:. κατερέφεσθαι κεράμῳ τὸ νῶτον de rug met dakpannen bedekken (van schildpadden) Aristoph. Ve. 1295; τοῦ τέγους τόν κέραμον... συντρίψομεν wij zullen het pannendak van zijn huis verpulveren Aristoph. Nub. 1127.
Russian (Dvoretsky)
κέρᾰμος: ὁ
1 горшечная глина: ὁ ὠμὸς κ. Arst. сырая глина; ὁ ὀπτώμενος κ. Arst. обожженная глина;
2 глиняный сосуд, жбан (κ. πλήρης οἴνου Her.; πολλὸν ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Hom.);
3 собир. глиняная посуда Arph.;
4 черепица (ὁ κ. τοῦ τέγους Arph.; λίθοις καὶ κεράμῳ βάλλειν Thuc.);
5 черепичная кровля Arph., Anth., pl. NT;
6 скорлупа или щит (sc. χελώνης Arph.);
7 темница: χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Hom. в медной темнице был заключен (Арей).
English (Autenrieth)
anything of earthen ware, pot or jar, such as are sometimes found half buried in the earth (see cut), Il. 3.469; in Il. 5.387, χαλκέῳ ἐν κεράμῳ, serving as a dungeon (cf. the pit into which Joseph was thrown by his brethren).
English (Strong)
probably from the base of κεράννυμι (through the idea of mixing clay and water); earthenware, i.e. a tile (by analogy, a thin roof or awning): tiling.
English (Thayer)
κεράμου, ὁ (κεράννυμι);
1. clay, potter's earth.
2. anything made of clay, earthen ware.
3. specifically, a (roofing) tile (Thucydides, Athen., Hdian, others); the roof itself (Aristophanes from 129d.): so διά τῶν κεράμων, through the roof, i. e. through the door in the roof to which a ladder or stairway led up from the street (accordingly the rabbis distinguish two ways of entering a house, 'the way through the door' and 'the way through the roof' (Lightfoot Horae Hebrew, p. 601); cf. Winer s RWB, under the word Dach; Keim, ii., p. 176f (English translation 3:215; Edersheim, Jesus the Messiah, i., 501 f; Jewish Social Life, p. 93ff)), ἀποστεγάζω), evidently led into error by misapprehending the words of Luke. (But, to say nothing of the improbability of assuming Mark's narrative to be dependent on Luke's, the alleged discrepance disappears if Luke's language is taken literally, through the tiles (see διά, A. I:1); he says nothing of the door in the roof. On the various views that have been taken of the details of the occurrence, see B. D. (especially American edition) under the word Smith's Bible Dictionary, House; Dr. James Morison, Commentary on Mark, at the passage cited.)
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ κέραμος, ὁ, Μ και κέραμος, ἡ, Α σπάν. πληθ. και κέραμα, τὰ)
1. κάθε αντικείμενο που κατασκευάζεται από κεραμίτιδα γη, πήλινο αγγείο, σταμνί, κομψοτέχνημα κ.λπ. («ἐς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει, πλήσας δὲ τὸ ἄγγος περιαιρέει τὸν κέραμον», Ηρόδ.)
2. κεραμίδι («ἀναβάντες δὲ ἐπὶ τὸ τέγος και διελόντες τὴν ὀροφήν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ», Θουκ.)
αρχ.
1. η κατεργασμένη κεραμίτις γη, το δουλεμένο κεραμιδόχωμα («κέραμος ὀπτώμενος», Αριστοτ.)
2. (με περιληπτική σημασία) τα πήλινα αντικείμενα που παράγονταν ή βρίσκονταν σε έναν τόπο («καὶ ἐπαινεῖται ὄντως ὁ ἀττικὸς κέραμος», Αθήν.)
3. το κρασί που αποθηκευόταν σε πήλινο δοχείο («ἀφύας ἄρ' ἄξεις πριάμενος φαλητικάς ἢ κέραμον», Αριστοφ.)
4. αγγείο κατασκευασμένο από οποιοδήποτε υλικό («κέραμος ἀργυροῦς», Πτολ.).
5. το σύνολο τών κεραμιδιών στέγης
6. η στέγη
7. εργαστήριο κατασκευής πήλινων αντικειμένων
8. δεσμωτήριο, φυλακή («χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κεράννυμι, κερά-σαι προσφέρεται φωνολογικά αλλά δεν ταιριάζει σημασιολογικά. Η σύνδεση με το λατ. cremare, αντιθέτως, προσφέρεται περισσότερο σημασιολογικά, παρουσιάζει όμως φωνολογικά προβλήματα. Έχει προταθεί και η σύνδεση με λιθουαν. karštas «πυρωμένος, καυτός», γοτθ. hauri «κάρβουνο», αρχ. άνω γερμ. herd «εστία», ίσως και αρχ. ινδ. kūdayati «καμένος», οπότε μπορεί να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker (ә)- «καίω, πυρώνω, θερμαίνω». Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευση της λ..
ΠΑΡ. κεραμέας (εύς), κεραμεικός, κεράμειος, κεραμεύω, κεραμικός, κεράμινος, κεραμίς, κεραμίτης, κεραμίτις, κεραμώνι, κεραμώνω (-αμώ)
αρχ.
κεραμαίος, κεραμεούς, κεράμιος, κεραμύλλιον
αρχ.-μσν.
κεράμεος
μσν.
κεραμιαίος
νεοελλ.
κεραμένιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κεραμοπλαστικός, κεραμοποιός, κεραμοπώλης, κεραμουργός
αρχ.
κεραμοπλάστης, κεραμοπωλώ
μσν.
κεραμοτήξ
νεοελλ.
κεραμογραφία, κεραμοκάμινος, κεραμοκρύσταλλο, κεραμοποιείο, κεραμοποιία, κεραμοτυπία, κεραμουργείο, κεραμουργία, κεραμουργικός. (Β' συνθετικό) αρχ. ρυπαροκέραμος, ρυποκέραμος, υποκέραμος, ψιλοκέραμος
νεοελλ.
ακροκέραμος, ορθοκέραμος].
Greek Monotonic
κέρᾰμος: ὁ,
I. ύλη κεραμέα, πηλός κεραμέα, σε Πλάτ.
II. οτιδήποτε φτιαγμένο από χώμα, όπως·
1. πήλινο αγγείο, κανάτα για κρασί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης περιληπτικά, κεραμική, σε Αριστοφ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, κανάτες γεμάτες κρασί, σε Ηρόδ.
2. κεραμίδι και με περιληπτική σημασία, κεραμίδια της στέγης, σε Αριστοφ., Θουκ.
III. ειρκτή, φυλακή, που χρησιμοποιείται για να δεσμεύσει κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κέρᾰμος: ὁ, χῶμα ἢ πηλὸς χρήσιμος τῷ κεραμεῖ, Πλάτ. Τίμ. 60D, Ἀριστ., κλ.· κέρ. ὠμός, ἀντίθετ. τῷ ὀπτώμενος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 7., 4. 6, 6· πρβλ. Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 14. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα κατεσκευασμένον ἐκ τοιούτου χώματος ἢ πηλοῦ, οἷον, 1) πήλινον ἀγγεῖν οἴνου, στάμνος, ἐκ κεράμων μέθυ πίνετο Ἰλ. Ι. 469, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 96· ὡσαύτως περιληπτικῶς, πήλινα σκεύη, Ἀριστοφ. Ἀχ. 902, 905, 953, κ. ἀλλ.· κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου, στάμνοι πλήρεις οἴνου, Ἡρόδ. 3. 6, πρβλ. 5. 88, Ἄλεξ. ἐν «Φυγάδι» 1. 3· ἴδε κεραμεύς, κεραμίς. 2) «κεραμίδι», Ἀριστοφ. Σφ. 1295 (ἐπὶ τοῦ ὀστράκου χελώνης)· καὶ περιληπτικῶς, οἱ κέραμοι τῆς στέγης, τὰ «κεραμίδια», τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ... χαλάζαις συντρίψομεν Ἀριστοφ. Νεφ. 1127, πρβλ. Ἀποσπ. 129, Θουκ. 2. 4. ΙΙΙ. εἱρκτή, φυλακή, (κατὰ τὸν Σχολ. Κυπρία χρῆσις τῆς λέξεως), χαλκέῳ ἐν κεράμῳ δέδετο Ἰλ. Ε. 387· πρβλ. χήραμος. (Πρβλ. Σανσκρ. ←ra (coquere), ἴσως συγγενὲς τῇ √ΚΡΑ, κεράννυμι). ― Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 359.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: potters earth, tiling, earthen vessel, jar, wine-jar, pottery (Il.), Ε 387 (subterranean) dungeon, Cyprian acc. sch., but see Leumann Hom. Wörter 270 n. 17 and 273 (cf. Latte Glotta 34, 200ff. with arguments against, also σιρός πίθος, δεσμωτήριον H. (s. Bechtel Dial. 1, 450).
Dialectal forms: Myc. kerameu
Compounds: Compp., e. g. κεραμουργός potter (hell.).
Derivatives: A. material adjectives: κερά-μινος (Hdt.), -μικός (IA), -μεος (Pl.), -μεοῦς (Att.; after ἐρεοῦς from ἐρέα), -μοῦς (hell.), -μαῖος (Plb.), -μιος (Str.), -μήϊος (Nic.), -μῖτις (Hp., Plu.; Redard Les noms grecs en -της 107). - B. Subst. 1. κεραμεύς potter (Il.) with Κεραμεικός m. "potter's market", also as adj. = -μικός (X.), κεραμευτικός belonging to the potter (D. S.), κεραμεῖον pottery (Att.), κεραμεύω make of potters earth, be potter (Att.) with κεραμεία pottery (Pl.). 2. κεράμιον earthen jar, vase (IA) with κεραμύλλιον small pot (Delos, pap., IIIa; Leumann Glotta 32, 215). 3. κεραμίς f. roof-tile (IA) with κεραμίδιον (late) and κεραμιδόω cover with tiles (Arist.). 4. κεραμ(ε)ών pottery (Ar. Lys. 200, Hdn. Gr. 1, 32; 40). - Denomin. verb κεραμόω cover with tiles (Att. inscr.) with κεραμωτός (Plb., Str.), κεράμωσις (Epid. IVa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No certain etym. The connection with κερά-σαι, κεράννυμι (Prellwitz) is formally unproblematic, but semantically not quite convincing. Direct connection with Lat. cremāre as "terra coctilis" (Vaniček) is formally hard to found; we would like better a verb *kerH- burn, heat, glow (Pokorny 571f.), which has been assumed in several Baltic and Germanic nominal derivations, e. g. Lith. kárštas hot, glowing, burning, Goth. haúri n. coals, OHG herd hearth; one adduced also Skt. kūḍayati singe, burn; impossible is Lith. kùrti fire, heat, as it is prop. make fire, s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. v. As however among the words in -(α)μο- there are several suspect of being loans (Chantraine Formation 133f., Schwyzer 493f.), is for this technical term for tile-making also Pre-Greek-Anatolian origin possible; not the Carian GN Κέραμος (Kretschmer Glotta 11, 284, Schrader-Nehring Reallex. 2, 694). On a proto-Hattic term s. Laroche BSL 51, p. XXXIV.
Middle Liddell
κέρᾰμος, ὁ,
I. potter's earth, potter's clay, Plat.
II. anything made of this earth, as,
1. an earthen vessel, wine-jar, Il., Hdt.: also in collective sense, pottery, Ar.; κ. ἐσάγεται πλήρης οἴνου jars full of wine, Hdt.
2. a tile, and in collective sense, the tiles, tiling, Ar., Thuc.
III. a jar, used to confine a person in, Il.
Frisk Etymology German
κέραμος: {kéramos}
Grammar: m.
Meaning: Töpfererde, Ziegel, Ziegeldach, Tongefäß, Topf, Krug, Faß (seit Ik.), Ε 387 als (unterirdisches) Gefängnis gebraucht, eine Bedeutung, die vom Schol. z. St. auch den Kypriern zugeschrieben wird, aber nach Leumann Hom. Wörter 270 A. 17 und 273 vielmehr als hom. Nachbildung aus den Κύπρια ἔπη stammt (vgl. indessen Latte Glotta 34, 200ff. mit überzeugenden Gegenargumenten, auch σιρός· πίθος, δεσμωτήριον H.; dazu Bechtel Dial. 1, 450).
Composita: Kompp., z. B. κεραμουργός Töpfer (hell.).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: A. Stoffadjektiva: κεράμινος (Hdt. u. a.), -μικός (ion. att.), -μεος (Pl. u. a.), -μεοῦς (att., hell.; nach ἐρεοῦς von ἐρέα), -μοῦς (hell.), -μαῖος (Plb.), -μιος (Str.), -μήϊος (Nik.), -μῖτις (Hp., Plu. usw.; Redard Les noms grecs en -της 107). — B. Substantiva. 1. κεραμεύς Töpfer (seit Il.; myk. ke-ra-me-u) mit Κεραμεικός m. "Töpfermarkt", ein großer Platz in Athen, auch als Adj. = -μικός (X. u. a.), κεραμευτικός zum Töpfer gehörig (D. S. u. a.), κεραμεῖον Töpferwerkstatt (att. usw.), κεραμεύω aus Ton herstellen, Töpfer sein (att.) mit κεραμεία Töpferei (Pl. u. a.). 2. κεράμιον irdenes Gefäß, Tonkrug, Faß (ion. att.) mit κεραμύλλιον Krüglein (Delos, Pap., IIIa; Leumann Glotta 32, 215). 3. κεραμίς f. ‘Dachziegel, (Ziegel)dach’ (ion. att.) mit κεραμίδιον (spät) und κεραμιδόω mit Ziegel decken (Arist. usw.). 4. κεραμ(ε)ών Töpferei (Ar. Lys. 200, Hdn. Gr. 1, 32; 40). — Denominatives Verb κεραμόω mit Ziegel decken (att. Inschr. usw.) mit κεραμωτός (Plb., Str.), κεράμωσις (Epid. IVa usw.).
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Die Anknüpfung an κεράσαι, κεράννυμι (Prellwitz mit Hirt u. A.) ist formal tadellos, aber semantisch nicht befriedigend. Direkter Zusammenhang mit lat. cremāre als "terra coctilis" (Vaniček) ist formal schwer zu begründen; wir hätten vielmehr auf ein Verb qer- brennen, glühen, heizen zurückzugreifen (WP. 1, 418f., Pokorny 571f.), das in verschiedenen baltischen und germanischen Nominalableitungen vermutet worden ist, z. B. lit. kárštas heiß, glühend, brennend (daneben kir̃š-ti aufgebracht werden, in Zorn geraten), got. haúri n. Kohle, ahd. herd Herd; hinzu kommt das mehrdeutige aind. kūḍayati versengt, verbrennt; dagegen scheidet das primäre lit. kùrti feuern, heizen aus, weil eig. ‘(Feuer) anmachen’, s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. v. Da aber unter den Wörtern auf -(α)μο- nicht wenige fremder Herkunft verdächtig sind (Chantraine Formation 133f., Schwyzer 493f.), ist bei diesem technischen Ausdruck des Ziegelsteinbaus auch mit vorgr.-kleinasiatischem Ursprung zu rechnen; zu beachten der karische ON Κέραμος (Kretschmer Glotta 11, 284, Schrader-Nehring Reallex. 2, 694). Über eine ganz unsichere protohattische Entsprechung s. Laroche BSL 51, p. XXXIV.
Page 1,823-824
Chinese
原文音譯:kšramoj 咳拉摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:握住
字義溯源:陶器*,黏土,屋瓦,瓦;或出自(κεράννυμι)=混合*)
同源字:1) (κεραμεύς)陶匠 2) (κεραμικός)陶器的 3) (κεράμιον)陶器瓶子 4) (κέραμος)陶器
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 瓦(1) 路5:19
English (Woodhouse)
crockery, tile, tiling, potter's clay, potter's earth
Mantoulidis Etymological
(=πηλός, κεραμίδι). Ἴσως άπ' τό κεράννυμι (=ἀνακατεύω).
Παράγωγα: Κεραμεικός, κεραμεία, κεραμεοῦς (=πήλινος), κεραμεύς, κεραμευτικός, κεραμεύω, κεράμιον (=πήλινο ἄγγεῖο), κεραμίς (=κεραμίδι), κεραμωτός.
Lexicon Thucydideum
tegula, tile, brick, 2.4.2,
item likewise 3.74.1, et and 4.48.2.