καθήκω

From LSJ

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθήκω Medium diacritics: καθήκω Low diacritics: καθήκω Capitals: ΚΑΘΗΚΩ
Transliteration A: kathḗkō Transliteration B: kathēkō Transliteration C: kathiko Beta Code: kaqh/kw

English (LSJ)

Ion. κατήκω, (v. ἥκω)
A come down or go down, esp. to fight, A. Ch.455 (lyr.).
2 come down to, reach to, ἐς θάλασσαν Hdt.7.22, 130; ἐπὶ θάλ. Id.2.32, 5.49, Th.2.27; πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον Id.3.96; κέρκος… εἰς λεπτὸν καθήκουσα tapering away, Arist.HA503a20: metaph., of descent, (γένος) εἰς αὐτὸν κ. Arr.An.1.11.8.
3 come in due course to any one, καθῆκεν ἐς ἡμᾶς ὁ λόγος the turn of speaking came to us, Aeschin.2.25; παρὰ τετάρτην ἡμέραν ἑκάστῃ σημαίᾳ καθήκειν τὴν λειτουργίαν Plb.6.33.9, cf. PCair.Zen.218.24 (iii B.C.); τῆς βολῆς καθηκούσης ἐς αὐτόν Plu.Alc.2; ἐν τῷ ξυμποσίῳ… ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ σκῶμμα Luc.Merc.Cond.34.
4 of time, ὁπότε καθήκοι ὁ Χρόνος X.HG4.7.2; ὅταν οἱ Χρόνοι καθήκωσι Arist.HA591a8; πρότερον ἢ τὴν ὥραν καθήκειν PRev.Laws41.14 (iii B.C.); in part., τοῦ καθήκοντος Χρόνου the normal time, S.OT75, D.4.35, cf. Aeschin.3.126; αἱ κ. ἡμέραι the regular, proper days, D.59.80; ἐν τῇ κ. ὥρᾳ Arist.HA568a17; ἐν τοῖς κ. καιροῖς ib.573a30; of events, ἑορτῆς εἰς τὰς ἡμέρας ἐκείνας καθηκούσης as the festival fell on those days, Plu.Fab.18, cf. Plb.4.7.1; ἐκκλησίαν ποιῆσαι, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ when it is legally due, D.19.185; ἡ κ. σύνοδος or ἐκκλησία, Plb.4.14.1, 1.15.8, etc.
II to be meet, be fit, be proper, τοῖς κ. (νομίμοις) Arist.Pol.1325a13; τὰς ἐσθῆτας τὰς κ. ἀεὶ ταῖς περιθεταῖς suiting them, Plb.3.78.3; ὁ καθήκων ἐκ τῶν νομίμων ἀριθμός a quorum, D.C.39.30; also καθῆκόν ἐστιν αὐτὸν ἐπαινεῖσθαι Inscr.Prien.114.32 (i B.C.).
2 impers., καθήκει μοι = it belongs to me, it is my duty, c. inf., οἷς καθήκει ἁθροίζεσθαι X.An.1.9.7, cf. Cyr.8.1.4, etc.: in later writers, impf. καθῆκε in pres. sense, it is meet, it is proper, οὐδ' ἅψασθαι καθῆκέ τινων Aristeas 149; οὐ κ. αὐτὸν ζῆν Act.Ap.22.22: freq. in part., τὰ καθήκοντα one's due or duty, X.Cyr.1.2.5; τὰ κατήκοντα Σπαρτιήτῃσι Hdt.7.104; ποιεῖν τὸ κ. Men.575: especially in Stoic philos. (from signf.1.3 acc. to D.L.7.108, cf. κατά B.1.3), περὶ τοῦ κ., title of work by Zeno, cf. Stoic.1.55, etc.: freq. in plural, ib.3.30, etc.; μὴ καθήκοντα = unbecoming, Ep.Rom.1.28.
3 τὰ κατήκοντα = the present crisis, Hdt. 1.97, 5.49; τὰ κ. πρήγματα Id.8.19,40,102.
b τὰ καθήκοντα = the payments due, UPZ42.15 (ii B.C.); τὴν -ουσαν ἡμῖν δίδοσθαι σύνταξιν τῶν δεόντων ib.6.
4 Adv. pres. part. καθηκόντως = fittingly, properly, Epicur.Ep.2p.53U., OGI90.28(Rosetta, ii B.C.), Plb.5.9.6, v.l. in D.S.1.93; πρός τι Porph.Abst.1.43; consistently with duty, Stoic.3.188, Plu.2.448e; appropriately, c. dat., τῷ τόπῳ Aristeas 81; κ. ἔχειν πρός τι Id.87.
III τὸ καθῆκον the precise proportion, Thphr. De Lapidibus 46.

German (Pape)

[Seite 1284] herabkommen, bei Aesch. Ch. 448, πρέπει δ' ἀκάμπτῳ μένει καθήκειν, zum Kampf hinabsteigen, -gehen; zurückkommen, D. Cass. 39, 10. – Gew. sich bis wohin erstrecken, von Gegenden u. Landstrichen; zunächst auch hinab, nach dem Meere hin, ἡ γῆ ἐπὶ θάλασσαν καθήκουσα Thuc. 2, 27, ὄρος μέγα ἐς θάλ. κατῆκον Her. 7, 22, ἐξήλυσις ἐς θάλ. κατήκουσα 7, 130, τὰ τείχη εἰς τὴν θάλ. καθήκοντα Xen. An. 1, 4, 4; πέτραι καθήκουσαι ἐπ' αὐτὸν ποταμόν 4, 3, 11; Sp., wie Paus. 2, 38, 4; eben so von den Einwohnern eines solchen Landes, Αὐσχίσαι ὑπὲρ Βάρκης οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν Her. 4, 171; 5, 49; ἐπὶ ποταμόν 4, 178; οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καθήκοντες Thuc. 3, 96; ähnlich γήλοφοι καθῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους, zogen sich von dem Berge herab, Xen. An. 3, 4, 24, u. ἡ Μηδία καθήκει πρὸς τὴν Μεσοποταμίαν Pol. 5, 44, 6; auch καθῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς, die Nachfolge kam auf die Brüder, Plut. Rom. 3. – Auch καθῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, die Reihe zu sprechen kam an uns, Aesch. 2, 25; τῆς βολῆς καθηκούσης εἰς αὐτόν Plut. Alcib. 2; ἑορτῆς εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας καθηκούσης, da das Fest auf jenen Tag fiel, Fab. 18; ähnlich Pol. καθηκούσης αὐτοῖς ἐκ τῶν νόμων συνόδου κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον, 4, 7, 1, da ihre gesetzliche Versammlung in die Zeit fiel; so ὅταν οἱ χρόνοι καθήκωσιν οὗτοι, wenn die Zeit eintritt, Arist. H. A. 8, 2; vgl. D. Hal. 2, 5; τῶν χρόνων ἤδη καθηκόντων Pol. 5, 30, 7. Daher ὁ καθήκων χρόνος, die schickliche, passende, rechte Zeit, Soph. O. R. 75; πρὸ τοῦ καθήκοντος χρόνου Aesch. 3, 126, wie αἱ καθήκουσαι ἡμέραι, die gesetzliche, bestimmte Zeit, Dem. 59, 80, vgl. 78; ἐν τῇ καθηκούσῃ ὥρᾳ Arist. H. A. 6, 14. So ἐκκλησίαν ποιήσῃ, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ Dem. 19, 185, wenn nach den Gesetzen die Zeit. eintritt, wenn es nach den Gesetzen erforderlich ist; daher übh. καθήκει μοι, es kommt mir zu, gebührt mir, ist meine Pflicht, οἷς καθήκει εἰς Καστωλοῦ πεδίον ἀθροίζεσθαι Xen. An. 1, 9, 7; τὰ καθήκοντα ἀποτελεῖν, das Zukommende, seine Schuldigkeit thun, Cyr. 1, 2, 5; τὰ καθήκοντα ἐφ' ἑαυτὸν ποιεῖν Dem. 10, 37; bes. bei den Stoikern, die Pflicht, D. L. 7, 25; Cic. de off. 1, 3; auch τὰς ἐσθῆτας καθηκούσας, geziemende Kleider, Pol. 6, 6, 7. – Her. 7, 19 ἐπὶ κατήκουσι τοῖς πρήγμασι τάδε ποιητέα εἶναι, bei dem Vorgefallenen, unter den gegenwärtigen Umständen.

French (Bailly abrégé)

impf. καθῆκον, f. καθήξω;
I. descendre dans la lice, dans l'arène (pour le combat);
II. descendre jusqu'à, s'abaisser jusqu'à ; aboutir à :
1 en parl. du lieu εἰς θάλασσαν HDT, XÉN, ἐπὶ θάλασσαν HDT, THC, ἐπὶ ποταμόν XÉN, πρὸς κόλπον THC descendre, càd s'étendre jusqu'à la mer, jusqu'à un fleuve, un golfe en parl. de pays ; fig. καθῆκεν εἰς ἡμᾶςλόγος ESCHN le discours descendit jusqu'à nous, càd notre tour de parler arriva enfin;
2 en parl. du temps εἰς ἡμέραν τινά PLUT aboutir à un certain jour, càd tomber un certain jour ; abs. οἱ καθήκοντες χρόνοι, ὁ καθήκων χρόνος SOPH le temps marqué, l'époque fixée ; τὰ κατήκοντα πρήγματα HDT ou τὰ κατήκοντα HDT l'état actuel des affaires;
3 toucher à, concerner, convenir à : • impers. καθήκει μοι il me convient, il m'appartient de avec l'inf. ; τὸ καθῆκον ou τὰ καθήκοντα XÉN ce qui convient, les obligations, le devoir.
Étymologie: κατά, ἥκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-ήκω, Ion. κατήκω naar beneden komen, met prep. bep.; het strijdperk betreden:; πρέπει δ’ ἀκάμπτῳ μένει καθήκειν je moet met onbuigzame strijdlust het strijdperk betreden Aeschl. Ch. 455; zich uitstrekken tot, uitlopen in:. ἐς θάλασσαν uitlopen in de zee Hdt. 7.22.2. komen, aanbreken (van tijd):; ὁπότε καθήκοι ὁ χρόνος telkens wanneer de tijd gekomen was Xen. Hell. 4.7.2: ἑορτῆς τε Δήμητρος εἰς τὰς ἡμέρας ἐκείνας καθηκούσης en nu het feest van Demeter binnen die dagen viel Plut. Fab. 18.2; ptc. subst. τὰ κατήκοντα de stand van zaken, de tegenwoordige omstandigheden. Hdt. geschikt, passend zijn, vaak als ptc.:; πλείω τοῦ καθήκοντος χρόνου langer dan nodig Soph. OT 75; τοῦ καθήκοντος χρόνου op het juiste moment Dem. 4.35; ταῖς καθηκούσαις ἡμέραις op de afgesproken dagen Dem. 59.80; onpers. καθήκει het is passend, het hoort, het moet; met dat. en inf.:; οἷς καθήκει... ἁθροίζεσθαι allen die verplicht zijn zich te verzamelen Xen. An. 1.9.7; subst. ptc. τὸ καθῆκον wat passend is, wat moet, plicht:. ἔλεγον τὰ κατήκοντα Σπαρτιήτῃσι ik beschreef wat van toepassing is op de Spartanen Hdt. 7.104.1; τὰ καθήκοντα ἀποτελεῖν zijn plichten vervullen Xen. Cyr. 1.2.5; ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα doen wat verwerpelijk is NT Rom. 1.28.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθήκω: ион. κᾰτήκω
1 простираться, тянуться, доходить (εἰς θάλασσαν Her., Xen. и ἐπὶ θάλασσαν Thuc.; ἐπὶ τὰ ὄρη καὶ τὸν Πόντον Plut.; φλέβες καθήκουσιν εἰς τὴν κύστιν Arst.): πέτραι καθήκουσαι ἐπ᾽ αὐτὸν ποταμόν Xen. скалы, спускающиеся к самой реке; γήλοφοι καθῆκον ἀπὸ τοῦ ὄρους Xen. за горами начинались холмы; οἱ πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον καθήκοντες Thuc. (племена), живущие у Малийского залива; εἰς λεπτὸν κ. Arst. заканчиваться острием;
2 переходить, доставаться: καθῆκεν ἡ διαδοχὴ εἰς ἀδελφούς Plut. наследство (царей Альбы) перешло к братьям; καθῆκεν εἰς ἡμᾶςλόγος Aeschin. наступила наша очередь говорить;
3 (о времени и во времени) приходиться: κ. εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας Plut. прийтись на те дни, совпасть с теми днями; κ. κατὰ τὸν χαιρὸν τοῦτον Polyb. прийтись на это время;
4 приходить, наступать (ἑορτῆς καθηκούσης ἐν τῇ στρατιᾷ Plut.): τὰ καθήκοντά ἐστι τοιαῦτα Her. настоящие обстоятельства таковы; ἐπὶ τοῖσι καθήκοισι πρήγμασι Her. при сложившихся обстоятельствах;
5 во-время наступать, быть своевременным: ὁπότε καθήκοι ὁ χρόνος Xen., ὅταν οἱ χρόνοι καθήκωσιν или ἐν τῇ καθηκούσῃ ὥρᾳ Arst. когда наступит подходящий момент; πλείω τοῦ καθήκοντος χρόνου Soph. дольше, чем следует;
6 надлежать (εἰς τόπον τινὰ ἀθροίζεσθαι Xen.; ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ Dem.; τὰς καθηκούσας ἐσθῆτας μεταλαμβάνειν Polyb.): αἱ καθήκουσαι ἡμέραι Dem. установленные дни; τὰ καθήκοντα Xen., Dem., Diog. L. обязанности; τὰ μὴ καθήκοντα NT недостойные поступки.

English (Strong)

from κατά and ἥκω; to reach to, i.e. (neuter of present active participle, figuratively as adjective) becoming: convenient, fit.

English (Thayer)

(from Aeschylus, Sophocles down);
1. to come down.
2. to come to, reach to; impersonally, καθήκει, it is becoming, it is fit (cf. German zukommen), οὐ καθῆκεν (Rev. καθῆκον), followed by the accusative with an infinitive, Winer's Grammar, 282 (265); Buttmann, 217 (187)); τά μή καθήκοντα, things not fitting, i. e. forbidden, shameful, ἀνήκω.

Greek Monolingual

καθήκω (AM, Α ιων. τ. και κατήκω)
φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ.
β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.)
μσν.
αντιλαμβάνομαι, κατανοώ
αρχ.
1. (για χρόνο) α) καταφθάνωὁπότε καθήκοι ὁ χρόνος» — όταν φθάσει ο καιρός)
β. συμπίπτω («ἑορτῆς εἰς τὰς ἡμέρας ἐκείνας καθηκούσης» — επειδή συνέπιπτε γιορτή εκείνες τις ημέρες, Πλούτ.)
2. κατέρχομαι σε μάχη
3. (για λόγο) έρχεται η σειρά κάποιου να μιλήσει («ἐπειδή... καθῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος», Αισχίν.)
4. είμαι αρμόδιος, είμαι κατάλληλος, ταιριαστός («ταῖς καθηκούσαις ἡμέραις», Δημοσθ.)
5. απρόσ. καθήκει
«προσήκει», αρμόζει, ταιριάζει («οἷς καθήκει ἀθροίζεσθαι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἥκω (ενεστ. με σημασία παρακμ. «έχω έλθει»)].

Greek Monotonic

καθήκω: Ιων. κατ-ήκω, μέλ. -ήξω,
I. 1. κατέρχομαι ή κατεβαίνω, ιδίως σε μάχη, σε Αισχύλ.
2. κατέρχομαι μέχρι, έρχομαι ή φθάνω σε, σε Ηρόδ.
3. επέρχομαι σε κάποιον, καθῆκεν ἐς ἡμᾶςλόγος, η σειρά του λόγου, έφτασε ο καιρός να μιλήσουμε, σε Ξεν.· ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ, όταν φτάσει (ο καιρός) ο καθορισμένος από το νόμο, σε Δημ.
II. 1. είμαι αρμόδιος, ταιριαστός, κατάλληλος, τοῦ καθήκοντος χρόνου, σε Σοφ.· αἱ καθ. ἡμέραι, κατάλληλες, ενδεδειγμένες, πρόσφορες ημέρες, σε Δημ.
2. απρόσ., καθήκειν μοι, αυτό ανήκει σε εμένα, ταιριάζει σε εμένα, με απαρ., οἷς καθήκει ἀθροίζεσθαι, των οποίων το καθήκον είναι να συναθροίζονται, σε Ξεν.· σε μτχ., τὸ καθῆκον, τὰ καθήκοντα, Ιων. τὰ κατήκοντα, αυτό που αρμόζει, είναι ταιριαστό ή κατάλληλο, χρέος ή υποχρέωση κάποιου, σε Ηρόδ., Ξεν.· επίσης, η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, η τωρινή περίσταση, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καθήκω: Ἰων. κατήκω, (ἴδε ἥκω), κατέρχομαικαταβαίνω, ἰδίως εἰς μάχην, Λατ. in certamen descendere, Αἰσχύλ. Χο. 455. 2) κατέρχομαι ἕως.., φθάνω ἕως, ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 7. 22, 130· ἐπὶ θάλ. 2. 32., 5. 49, Θουκ. 2. 27· πρὸς τὸν Μηλιακὸν κόλπον ὁ αὐτ. 3. 96· κέρκος... ἐς λεπτὸν καθήκουσα, ἀπολεπτυνομένη εἰς τὴν ἄκραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11. 2· μεταφ., ἐπὶ καταγωγῆς, ὃ γένος εἰς αὐτὸν κ. Ἀρρ. Ἀν. 1. 11, 8. 3) ἔρχομαι, καταντῶ εἴς τινα, καθῆκεν εἰς ἡμᾶς ὁ λόγος, ἡ σειρὰ τοῦ λόγου ἦλθεν εἰς ἡμᾶς, Αἰσχίν. 31. 27, πρβλ. Πλουτ. Ἀλκιβ. 2, κτλ. 4) ἐπὶ χρόνου, ὁπότε καθήκοι ὁ χρόνος Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 2· ὁ χρόνος καθήκει, ἔφθασεν ὁ καιρός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 23· ἑορτῆς εἰς τὰς ἡμέρας ἐκείνας καθηκούσης, ἐπειδὴ ἡ ἑορτὴ ἔπιπτεν εἰς ἐκείνας τὰς ἡμέρας, Πλουτ. Φάβ. 18, πρβλ. Πολύβ. 4. 7, 1· ἐκκλησίαν ποιῆσαι, ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ, ὅταν φθάσῃ (ὁ καιρὸς) ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τῶν νόμων, Δημ. 399. 6. ΙΙ. εἶμαι ἁρμόδιος, πρόσφορος, κατάλληλος, τοῦ καθήκοντος χρόνου Σοφ. Ο. Τ. 75, πρβλ. Δημ. 50. 6, Αἰσχίν. 71. 29· αἱ καθ. ἡμέραι, αἱ κανονικαὶ ἡμέραι, αἱ ἁρμόδιαι, Δημ. 1372. 8· ἐν τῇ καθ. ὥρᾳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 2· ἐν τοῖς καθ. καιροῖς αὐτόθι 6. 18, 25· τοῖς καθ. νομίμοις ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 2. 18· ἡ καθ. σύνοδοςἐκκλησία Πολύβ. 4. 14. 1., 15, 8, κτλ.· τὰς ἐσθῆτας τὰς καθ. ἀεὶ ταῖς περιθεταῖς, τὰς ἁρμοζούσας εἰς …, ὁ αὐτ. 3. 78, 3. 3) ἀπρόσ., καθήκει μοι, ἀνήκει εἰς ἐμὲ, ἁρμόζει, μετ’ ἀπαρ., οἷς καθήκει ἀθροίζεσθαι, ὧν καθῆκον εἶναι νὰ συναθροίζωνται, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 9, 7, πρβλ. Κύρ. 8, 1, 4, κτλ.· - οὕτω κατὰ μετοχ., τὸ καθῆκον, τὰ καθήκοντα, ὅ,τι εἶναι ἁρμόδιον ἢ κατάλληλον, τὸ «καθῆκον», ἢ χρέος τινός, αὐτόθι 1. 2, 5· τὰ καθήκοντα τοῖς Σπαρτιήτῃσι Ἡρόδ. 7.104· ἰδίως ὡς τεχνικὸς ὅρος τῶν Στωϊκῶν, Διογ. Λ 7. 25, Κικ. Off. 1. 3: - ἀλλά, 3) ἐν Ἡροδ. 1. 97., 5. 49, τὰ καθήκοντα = τὰ καθεστῶτα, ἡ παροῦσα τῶν πραγμάτων κατάστασις, αἱ παροῦσαι περιστάσεις. 4) Ἐπιρρ. μετοχ. τοῦ ἐνεστ. καθηκόντως, ἁρμοδίως, πρεπόντως, Πολύβ. 5. 9, 6, Πλούτ. 2. 448F.

Middle Liddell

ionic κατ-ήκω fut. -ήξω
I. to have come or gone down, esp. to fight, Aesch.
2. to come down to, come or reach to, Hdt.
3. to have come to any one, καθῆκεν ἐς ἡμᾶςλόγος the turn of speaking came to us, Aeschin.
4. of time, ὁ χρόνος καθήκει the time is come, Xen.; ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ when [the time appointed by the law comes, Dem.
II. to be meet, fit, proper, τοῦ καθήκοντος χρόνου Soph.; αἱ καθ. ἡμέραι the regular, proper days, Dem.
2. impers., καθήκει μοι it belongs to me, beseems me, c. inf., οἷς καθήκει ἀθροίζεσθαι whose duty it is to assemble, Xen.:—in part., τὸ καθῆκον, τὰ καθήκοντα, ionic τὰ κατήκοντα, that which is meet, fit or proper, one's due or duty, Hdt., Xen.; also the present state of things, circumstances, Hdt.

Chinese

原文音譯:kaq»kw 卡特-誒可
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-到達 相當於: (דֶּרֶךְ‎) (מִשְׁפָּט‎)
字義溯源:抵達,正確,合適,成為,當,合理;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἥκω)*=到達)組成。比較: (ἀνήκω)=達到
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編
1) 合理的(1) 羅1:28;
2) 當(1) 徒22:22

Lexicon Thucydideum

pertinere, to pertain, belong to, 2.27.2, 2.97.1. 2.99.4. 3.96.3.