κατάσχεσις
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A holding back, restraining, retention, πνεύματος Hp.Vict.2.64.
II possession, LXX Le.25.25, Za.11.14, al., Act.Ap.7.5.
III relation, attitude, κ. φιλικὴ πρὸς τῶν πέλας Stoic.3.24.
German (Pape)
[Seite 1384] ἡ, das Anhalten, Zurückhalten, Sp.; – die Besitznahme, der Besitz, N.T.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάσχεσις -εως, ἡ [κατέχω] het inhouden (van adem). Hp. bezit:. εἰς κατάσχεσιν om te bezitten NT Act. Ap. 7.5.
Russian (Dvoretsky)
κατάσχεσις: εως ἡ обладание, владение (δοῦναί τινί τι εἰς κατάσχεσιν NT).
English (Strong)
from κατέχω; a holding down, i.e. occupancy: possession.
English (Thayer)
κατασχέσεως, ἡ (κατέχω), the Sept. often for אֲחֻזָּה, possession;
1. a holding back, hindering: anonymous in Walz, Rhetor. i., p. 616,20.
2. a holding fast, possession: γῆν δοῦναι εἰς κατάσχεσιν, to give in possession the land, Alex.; Josephus, Antiquities 9,1, 2; (Test xii. Patr., test. Benj. § 10); with the genitive of the subjunctive τῶν ἐθνῶν, of the territory possessed by (the possession of) the nations, Philo, rer. div. haer. § 40 (cf. Psalm 2:8)).
Greek (Liddell-Scott)
κατάσχεσις: -εως, ἡ, κράτησις, ἀναχαίτισις, τινὸς Walz Ρήτορ. 1. 616. ΙΙ. κατοχή, κτῆσις, Ἑβδ. (Ζαχ. ια΄, 14).
Chinese
原文音譯:kat£scesij 卡他-士黑西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-有(著) 相當於: (אֲחֻזָּה)
字義溯源:保有,占有,持有,承受為業,業;源自(κατέχω)=持有),由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἔχω)*=持)組成。
同義字:1) (κατάσχεσις)保有,持有 2) (κτῆμα)所有物,產業 3) (μαμωνᾶς)瑪門,錢財 4) (πλοῦτος)財富 5) (χρῆμα)有用,需用之物 6) (χωρίον)小塊土地,田地
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 承受為業的⋯地(1) 徒7:45;
2) 業(1) 徒7:5
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κατασχεῖν τοῦ κατέχω → κατά + ἔχω.
French (New Testament)
εως (ἡ) possession ; prise de possession, conquête
κατέχω