καταδυναστεύω
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
A oppress, τινα LXX Ex.1.13,al.; τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς ib.Am.8.4: metaph., δέδοικα μὴ πλοῦτός με -εύσῃ X.Smp.5.8; τινος D.S.13.73, Ep.Jac.2.6: abs., Str.16.1.26, Ph.1.421, Plu.2.367d:—Pass., to be oppressed, PPetr.3p.74 (iii B.C.), LXX Ne.5.5, D.S.37.8; ὑπό τινος Str.6.2.4; ὑπὸ τοῦ διαβόλου Act.Ap.10.38; ταῦτα -εύετο ἕκαστα these districts were under their several rulers, Str.7.7.8.
2 get control, abs., of mutineers, Ps.-Ptol. Centil.56.
German (Pape)
[Seite 1347] seine Gewalt gegen Einen brauchen, ihn unterdrücken, bezwingen, in seine Gewalt bekommen; καταδυναστεῦον ἢ καταβιαζόμενον Plut. de Is. et Osir. 41; oft LXX. u. a. Sp., τῶν πολιτῶν D. Sic. 13, 73; pass., ἐλευθεροῦν τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Strab. VI, 270; N.T.
French (Bailly abrégé)
opprimer, tyranniser, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, δυναστεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταδυναστεύω onderwerpen, met gen.; pass.: τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου degenen die in de macht zijn van de duivel NT Act. Ap. 10.38.
Russian (Dvoretsky)
καταδῠναστεύω:
1 притеснять, угнетать (τῶν πολιτῶν Diod.);
2 перен. подавлять, губить (τινά Xen.);
3 pass. быть одержимым (οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου NT).
English (Strong)
from κατά and a derivative of δυνάστης; to exercise dominion against, i.e. oppress: oppress.
English (Thayer)
(κατάθεμα) καταθεματος, τό, equivalent to κατανάθεμα(which see), of which it seems to be a vulgar corruption by syncope (cf. Koumanoudes, συναγωγή λέξεων ἀθησαυρων κτλ., under the word κατας); a curse; by metonymy, worthy of execration, an accursed thing: κατανάθεμα; cf. Justin Martyr, quaest. et resp. 121, at the end; ' Teaching' 16,5 [ET]). Not found in secular authors.
Greek Monolingual
(AM καταδυναστεύω)
καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή
αρχ.
1. παθ. καταδυναστεύομαι
κυβερνώμαι
2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου.
Greek Monotonic
καταδῠναστεύω: μέλ. -σω, καταπιέζω, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
καταδῠναστεύω: ἐξασκῶ δυναστείαν ἐπί τινος, καταθλίβω, τινὰ Ξεν. Συμπ. 5,8, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Α´, 13, κ. ἀλλ.)· τινὸς Διόδ. 13. 73, ἴδε Σουΐδ.· ἀπολ., Στράβ. 747, Πλούτ. 2. 367D.―Παθ., καταπιέζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 270, Διοδ. Ἐκλογ. 611. 84, Ἑβδ. Νεεμ. Ε´, 5), Παλ. Διαθ.
Middle Liddell
fut. σω
to exercise power over, Xen.
Chinese
原文音譯:katadunasteÚw 卡他-低那士跳哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-能
字義溯源:實施統制,剝削,管轄,壓制,欺壓;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(δυνάστης)=統治者)組成;而 (δυνάστης)出自(δύναμαι)*=能夠)
出現次數:總共(2);徒(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 欺壓(1) 雅2:6;
2) 壓制的(1) 徒10:38