κολοβόω
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
A dock, curtail, mutilate, Arist.Fr.101, Plb.1.80.13; τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας LXX 2 Ki.4.12:—Pass., κολοβοῦμαι = to be mutilated, be imperfect, be truncated, be shortened Arar.3, Thphr.HP3.6.3; τῆς γυναικὸς τὴν ῥῖνα κολοβοῦσθαι D.S.1.78; τῇ φώκῃ κεκολοβωμένοι πόδες Arist.HA487b23, cf. GA771a2: c. gen., κεκολοβῶσθαι τῶν ἐκτὸς μορίων Id.PA695b2.
II of time, curtail, shorten, τὰς ἡμέρας Ev.Marc.13.20, cf. Ev.Matt.24.22 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1474] verstümmeln, beschneiden, stutzen; κεκολοβωμένοι πόδες Arist. H. A. 1, 1; τὸ τῶν ἰχθύων γένος ἔτι μᾶλλον κεκολόβωται τῶν ἐντὸς μορίων part. anim. 4, 13; κολοβωθῆναι Araros B. A. 104; τοὺς ἀνθρώπους Pol. 1, 80, 13; τὴν ῥῖνα D. Sic. 1, 78; ἡμέρας N.T.
French (Bailly abrégé)
κολοβῶ :
mutiler, tronquer.
Étymologie: κολοβός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολοβόω [κολοβός] verminken, overdr.: verkorten:. κ. τὰς ἡμέρας de dagen NT Marc. 13.20.
Russian (Dvoretsky)
κολοβόω:
1 увечить, обрубать (τοὺς ἀνθρώπους Polyb.);
2 отсекать, отрезать (τὴν ῥῖνα Diod.);
3 сокращать (κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι NT): κεκολοβωμένοι πόδες Arst. укороченные конечности (о ластах тюленей).
English (Strong)
from a derivative of the base of κολάζω; to dock, i.e. (figuratively) abridge: shorten.
English (Thayer)
κολοβω: 1st aorist ἐκολοβωσα; passive, 1st aorist ἐκολοβωθην; 1future κολοβωθήσομαι; (from κολοβός lopped, mutilated); to cut off (τάς χεῖρας, τούς πόδας, Aristotle, h. a. 1,1 (p. 487,24); τήν ῤῖνα, Diodorus 1,78); to mutilate (Polybius 1,80, 13); hence in the N.T. of time (Vulg. brevio) to shorten, abridge, curtail: Mark 13:20.
Greek Monotonic
κολοβόω: μέλ. -ώσω, κόβω, κονταίνω, ψαλιδίζω, μειώνω, περιορίζω, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κολοβόω: (κολοβὸς) κάμνω τι κολοβόν, περικόπτω, ἀκρωτηριάζω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 108, Πολύβ. 1. 80, 13· ― Παθ., γίνομαι κολοβός, εἶμαι ἀτελής, τῇ φώκῃ κεκολοβωμένοι πόδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 20, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 15· μετὰ γεν., κεκολοβῶσθαι τῶν ἐκτὸς μορίων ὁ αὐτ. 4. 13, 1. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, περιορίζω, βραχύνω, συντομεύω, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιγ΄, 20, πρβλ. Matth. 24. 22.
Middle Liddell
κολοβόω, fut. -ώσω
to dock, curtail, shorten, NTest.
Chinese
原文音譯:kolobÒw 可羅波哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:刪除 相當於: (קָצוּץ / קָצַץ)
字義溯源:剪短,削減,切去,切短,減少;源自(κολάζω)=減縮);而 (κολάζω)出自(κολοβόω)Y*=阻礙)
出現次數:總共(4);太(2);可(2)
譯字彙編:
1) 減少(2) 太24:22; 可13:20;
2) 他減少了(1) 可13:20;
3) 必將減少(1) 太24:22
Translations
mutilate
Arabic: شَوِهَ, بَتَرَ, جَذَعَ, جَدَعَ; Bulgarian: осакатявам; Chinese Mandarin: 殘害, 残害, 殘毀, 残毁; Danish: lemlæste; Dutch: verminken; Estonian: moonutama; Finnish: pahoinpidellä; French: mutiler; Galician: mutilar; German: verstümmeln, verschandeln; Ancient Greek: αἰκίζω, ἀκροτέμνω, ἀκρωτηριάζω, ἀμφιγυιόω, ἀμφιγυιῶ, ἀποκόπτω, ἀποψιλόω, δῃόω, διαλυμαίνομαι, διαλωβάομαι, διαλωβάω, ἐξαλαόω, καταικίζω, κατακολούω, καταλωβάω, καταλωβῶ, κολοβίζω, κολοβόω, κολοβῶ, κυλλόω, κωφέω, κωφῶ, λωβάομαι, λωβάω, λωβέομαι, λωβῶμαι, μασχαλίζω, μελοκοπέω, μελοκοπῶ, μωλωπίζω, παρακόπτω, παραπηρόω, παραρθρέω, παρόω, πέμνω, περικόπτω, πηρόω, πηρῶ, σιφλόω, ὑβρίζειν, ὑβρίζω, ὑβρίσδω, χωλεύω; Japanese: 切断する, ばらばらにする, 不具にする; Latin: discerpo; Macedonian: осакатува; Old English: hamelian; Old French: desmembrer; Portuguese: mutilar; Romanian: mutila, schilodi; Russian: увечить, калечить, уродовать; Serbo-Croatian Cyrillic: сакатити; Serbo-Croatian Latin: sakatiti; Spanish: mutilar; Swedish: stympa