κραταιός
English (LSJ)
κραταιά, κραταιόν, poet. form of κρατερός, strong, mighty, μοῖρα κραταιή Il.16.334, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119; ἔγχος Pi.P.6.34; κραταιὸν ἔπος = word of power, ib.2.81; σθένος κ. A.Pr.428 (lyr.); κ. μετὰ χερσίν S.Ph.1110 (lyr.); κραταιᾶς χειρός E. HF964; κραταιῷ… βραχίονι Trag.Adesp.416; ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4 (hex.); χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324 (Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κραταιὸς λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κραταιά = with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.; κραταιὸς ἀγών Plb.2.69.8; τόξα κ. Plu.Crass.24; ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28: Comp., Ph.1.14: Sup., Id.2.383; especially in magical and mystical writings, ἐν φωτὶ κραταιῷ καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563; θεοὶ κραταιοί ib.422; οἱ κραταιοί the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr.351: Astrol., κραταιοὶ ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κραταιὸς [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy.465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, ὦ τῶν πάντων ζώντων τε καὶ τεθνηκότων κραταιοί PMag. Leid.V. 7.8; ὁ μέγιστος κραταιὸς θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. κραταιῶς = with strength, with hardness, violently, LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fort, robuste, puissant.
Étymologie: κράτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταιός -ά -όν [κράτος] poët. Ion. f. -ή, krachtig, sterk:; ἡ κραταιὰ χεὶρ τοῦ θεοῦ de sterke hand van God NT 1 Pet. 5.6; machtig; subst. τό κραταιόν harde ondergrond.
German (Pape)
poet. = κρατερός, gewaltig, stark, kräftig; Hom. am häufigsten μοῖρα, die übergewaltige, der Keiner wiedersteht, z.B. Il. 16.334; δύω Κρόνου υἷε κραταιώ Il. 13.345; von Menschen, Od. 15.242, 18.381, wie Pind. N. 4.25; vom Löwen, θήρ, Il. 11.119; ἔγχος, Pind. P. 6.34; ἔπος, 2.81; σθένος, Aesch. Prom. 247; κραταιαῖς μετὰ χερσίν Soph. Phil. 1697; Eur. Herc.Fur. 964; auch a. D.; auch in sp. Prosa, wie Plut. Crass. 24, Luc. Anach. 28; sp.D.
• Adv. κραταιῶς, Philo.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταιός:
1 могущественный, непобедимый (Μοῖρα Hom.);
2 могучий, сильный (δύω Κρόνου υἷε Hom.; θηρ Pind.; χείρ Eur.);
3 крепкий, мощный (ἔγχος Pind.; σθενος Aesch.): ἐπὶ τὸ κραταιὸν γίγνεσθαι Luc. усиливаться;
4 смелый, отважный, решительный (ἔπος Pind.).
English (Autenrieth)
powerful, mighty; Μοῖρα, θήρ (lion), Il. 11.119.
English (Slater)
κρᾰταιός
a authoritative ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81)
b powerful ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος (P. 6.34) κραταιὸς Τελαμὼν (Er. Schmid: καρτερὸς codd.) (N. 4.25)
Spanish
English (Strong)
from κράτος; powerful: mighty.
English (Thayer)
κραταιᾷ, κραταιόν (κράτος), the Sept. mostly for חָזָק, mighty: ἡ κραταιός χείρ τοῦ Θεοῦ, i. e. the power of God, τοῦ κυρίου, Sept. (In earlier Greek only poetic (Homer, others) for the more common κρατερός; but later, used in prose also (Plutarch, others).)
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ά (AM κραταιός, -ά, -όν, Α θηλ. και -ή)
1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῖρα κραταιή», Ομ. Ιλ.
δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.
ε. «ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾱς κύριος ἐντεῦθεν», ΠΔ)
2. σθεναρός, τολμηρός (α. «κραταιή επέμβαση» β. «ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιόν», Πίνδ.)
3. (για πράγματα) ανθεκτικός, σκληρός («τόξων κραταιῶν καὶ μεγάλων», Πλούτ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ κραταιά
το φυτό χελιδόνιο
2. (για έδαφος) πετρώδες ή λιθόστρωτο
3. φρ. αστρολ. «κραταιοὶ ἡγεμόνες» — μερικές κατώτερες θεότητες που παράλληλα με τις ανώτερες προΐσταντο τών ζωδιακών άστρων.
επίρρ...
κραταιώς (AM κραταιῶς)
ισχυρά, δυνατά, σθεναρά («κραταιῶς διαφυλάττειν», Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κραται- (< κράτος), κατά το παλαιός
κατ' άλλους, ο τ. κραταιός σχηματίστηκε υποχωρητικά από το θηλ. κραταιή < κράταια, θηλ. του κρατύς (πρβλ. Πλαταιαί: πλατύς)].
Greek Monotonic
κρᾰταιός: -ά, -όν, ποιητ. τύπος του κρατερός, δυνατός, ισχυρός, ανθεκτικός, σε Όμηρ., Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
κραταιός: -ά, -όν, ποιητ. τύπος τοῦ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, Μοῖρα κραταιὴ Ἰλ. Π. 334, κτλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 242., Σ. 382, Πινδ. Ν. 4. 40· ἐπὶ λέοντος, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ’ ὁρμῇ Ἰλ. Λ. 119· ἔγχος Πινδ. Π. 6. 34· κρ. ἔπος, ἰσχυρός, τολμηρὸς λόγος, αὐτόθι Β. 147. σθένος κρ. Αἰσχύλ. Πρ. 429 (Λυρ.)· κρ. μετὰ χερσὶν Σοφ. Φιλ. 1110 (Λυρ.)· κραταιᾶς χειρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 964 (ἐν ἰάμβ.)· κραταιῷ… βραχίονι ἐν ἰαμβ. τριμ. παρὰ Πλουτ. 2. 976C· ἔχει χεῖρα κραταιὰν Κρατῖν. ὁ νεώτερ. ἐν «Τιτᾶσι» 1 (ἐν ἑξαμ.)· χεῖρα κραταιοτέραν Ἀνθ. Π. 11. 324· ― ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κρ. καῦμα Καλλίστρ. παρ’ Ἀθην. 125C, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐπὶ τὸ κραταιόγονον Λουκ. Ἀνάχ. 28. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἑβδ. (Ἰουδ. Θ΄, 1), Φίλων 1. 276. (Ἐκ τοῦ τύπου τούτου παράγονται ἱκανὰ ποιητ. σύνθετα, κραταίβολος, κραταιγύαλος, κραταίπους· καὶ ἔν τισιν αὐτῶν ἀναφαίνεται ἡ σημασία τοῦ τραχέος, κραταίλεως, κραταίπεδος, κραταίρινος, ἴδε κράτος ἐν τέλ.)
Middle Liddell
κρᾰταιός, ή, όν [poetic form of κρατερός
strong, mighty, resistless, Hom., Trag.
Chinese
原文音譯:krataiÒj 克拉台哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:握住的 相當於: (חָזָק)
字義溯源:有權能的,大能的,剛強的;源自(κράτος)*=權力)。參讀 (δύναμαι)同義字比較 (κρατέω)=用力氣
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 大能(1) 彼前5:6
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=δυνατός). Ἀπό τό κράτος (=δύναμη). Ποιητ. τύπος τοῦ κρατερός.
Παράγωγα: κραταιοῦμαι (=γίνομαι δυνατός), κραταιότης, κραταίωμα, κραταίωσις. Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα κρατέω -ῶ.
Léxico de magia
-όν poderoso, dominador de dioses y démones θεοὶ κραταιοί, κατέχετε dioses poderosos, contened P VII 422 σπένδε οἶνον, καὶ οὕτως τῷ κραταιῷ ἀγγέλῳ φίλος ἔσει haz una libación de vino y así serás un amigo para el poderoso ángel P I 172 P I 180 P I 192 ἐπάκουσόν μου, ὁ κτίσας δεκανοὺς κραταιοὺς καὶ ἀρχαγγέλους escúchame, tú que creaste a los poderosos decanos y a los arcángeles P I 208 ἄγετε, κραταιοὶ δαίμονες, συνεργήσατέ μοι σήμερον vamos, poderosos démones, ayudadme hoy P II 9 Hécate-Selene δεῦρο, παρθένε, εἰνοδία καὶ ταυροδράκαινα ... καὶ Μινώη τε κραταιή aquí, virgen, diosa de los caminos, mitad serpiente mitad toro, Minoica y poderosa P IV 2615 Mene ἐπάκουσόν μου, ἡ μόνιμος, ἡ κραταιά escúchame, la perseverante, la poderosa P VII 789 Anubis παρακατατίθεμαι ὑμῖν τοῦτον τὸν κατάδεσμον, θεοῖς καταχθονίοις ... καὶ Ἀνούβιδι κραταιῷ os confío este encantamiento a vosotros, dioses subterráneos y junto al poderoso Anubis SM 47 3 SM 46 3 Socnopeo τῷ μεγίστῳ κραταιῷ θεῷ Σοκνοπαίῳ al grandísimo y poderoso dios Socnopeo P XXXb 1 la Necesidad ἐξορκίζω ὑμᾶς κατὰ τῆς κραταιᾶς Ἀνάγκης os conjuro por la poderosa Necesidad SM 45 33 P XXXVI 341 de elementos divinos su mano ἣν ὁ κύριος θεὸς ἔταξε κραταιᾷ χειρὶ στρέφειν τὸν ἱερὸν πόλον a la que el dios soberano ordenó con su poderosa mano hacer girar el sagrado polo P IV 1307 su nombre τρομερὸς μετὰ τῶν τοῦ θ(εοῦ) μεγάλων καὶ κραταιῶν ὀνομάτων terrorífico por medio de los grandes y poderosos nombres del dios P XII 137 P XXXVI 348 su fuerza ἀνάγκασον αὐτοὺς ποιῆσαι τῇ σ<ῇ> ἀεὶ ἰσχυρᾷ καὶ κρατ<αι>ᾷ δυνάμει πάντα τὰ ὑπ' ἐμοῦ γραφόμενα oblígales con tu fuerza siempre poderosa y dominadora a hacer todo lo que yo he escrito P XII 52 de una luz ἔμβηθι αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχήν, ἵνα τυπώσηται τὴν ἀθάνατον μορφὴν ἐν φωτὶ κραταιῷ καὶ ἀφθάρτῳ entra en su alma, para que reciba la impronta de la forma inmortal en una luz poderosa e incorruptible P VII 563
Translations
strong
Abkhaz: аӷәӷәа; Afrikaans: sterk; Akkadian: 𒆗; Albanian: i fortë; Amharic: ፈርጠም; Arabic: قَوِيّ; Aragonese: fuerte; Armenian: ուժեղ; Aromanian: vãrtos, cadãr, putut, ndrumin, silnãos, silnãvos; Assamese: বলী; Asturian: fuerte; Azerbaijani: güclü; Banjarese: iskaya; Bashkir: көслө, көстө; Belarusian: сі́льны, моцны; Bengali: শক্তিশালী; Bikol Central: makusog; Bulgarian: силен; Burmese: ကျန်း, ပြင်း, ဗလဝ; Catalan: fort; Chamicuro: tinowa; Chechen: нуьцкъала, чӏогӏа; Chinese Mandarin: 強, 强; Chuukese: pochokun; Crimean Tatar: küçlü; Czech: silný; Dalmatian: fuart; Danish: stærk; Dutch: sterk, krachtig; Esperanto: forta; Estonian: tugev; Even: эҥси; Evenki: эңэси; Extremaduran: huerti; Finnish: vahva, voimakas, väkevä; French: fort; Friulian: fuart; Galician: forte; Georgian: ძლიერი; German: stark, kräftig; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐍃; Greek: δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος, σθεναρός; Ancient Greek: ἄλκιμος, βριαρός, βριερός, δυνατός, ἐγκρατής, ἰσχυρός, ἴφιος, καρτερός, κραταιός, μεγαλοσθενής, μέγας, μεγασθενής, ὄβριμος, ῥωμαλέος, σθεναρός; Greenlandic: sakkortuvoq; Hebrew: חָזָק; Hindi: बलवान, ताक़तवर, शक्तिशाली; Hungarian: erős; Icelandic: sterkur; Indonesian: kuat; Irish: láidir, bríomhar, neartmhar, calma, urrúnta, tréan; Italian: forte, aitante; Japanese: 強い; Javanese: kuat, rosa; Kazakh: күшті; Khmer: ខ្លាំង; Kikai: 強さい; Korean: 강하다, 세다; Kunigami: 強ーせん; Kurdish Central Kurdish: بەقوەت; Kyrgyz: күчтүү; Laboya: maddo, kadiwoka, kulha, tuhula; Lao: ກຳລັງ, ກັດ, ແຂງແຮງ, ແຮງ; Latgalian: styprys, dykts; Latin: robustus, firmus, valens, validus, potens; Latvian: stiprs, varens, spēcīgs; Lithuanian: stiprus; Livonian: viš; Lombard: fort; Luxembourgish: staark; Macedonian: силен; Maguindanao: mabager; Malay: kuat; Maltese: qawwi; Manx: lajer; Maori: kaha, tāngutungutu, kōmārohi; Maranao: mabeger; Mbyá Guaraní: mbaraete; Mirandese: fuorte; Miyako: 強; Mongolian: бөх; Nanai: манга; Nepali: बलियो; Norman: fort; Northern Amami-Oshima: 強ーさり; Norwegian Bokmål: sterk; Occitan: fòrt; Okinawan: 強ーさん; Oki-No-Erabu: 強ーさん; Oromo: jabaa; Persian: قوی, زورمند; Plautdietsch: stoakj; Polish: silny, krzepki, mocny; Portuguese: forte; Quechua: sinchi; Romanian: puternic; Romansch: ferm; Russian: сильный, мощный; Sanskrit: प्रबल, बलवान, सबल; Vedic: तूय, तवस्; Sardinian: folte, forte, forti; Scottish Gaelic: làidir, cumhachdach, lùthmhor, neartmhor, treun; Serbo-Croatian Cyrillic: си̑лан, ја̏к, снажан; Roman: sȋlan, jȁk, snážan; Sidamo: jawaata; Slovak: silný; Slovene: močan, silen; Southern Amami-Oshima: 強ーさむっ; Spanish: fuerte; Sumerian: 𒆗; Swahili: imara; Swedish: kraftfull, stark; Tagalog: malakas; Tajik: қавӣ; Tatar: көчле, куәтле; Tausug: makusug; Telugu: బలమైన; Thai: แข็งแรง; Tibetan: ཤུགས་ཆེན་པོ; Toku-No-Shima: 強ーさい; Turkish: güçlü, kuvvetli; Turkmen: güýçli; Tuvan: шыдалдыг, шыырак, дыңзыг, күштүг, мөчэк; Ukrainian: сильний, мі́цний; Urdu: بلوان, طاقتور; Uyghur: كۈچلۈك; Uzbek: kuchli; Vietnamese: mạnh; West Frisian: sterk; Western Bukidnon Manobo: meviɣer; White Yaeyama: 強ーさん; Yakut: бөҕө, күүстээх; Yiddish: שטאַרק; Yonaguni: 強ん; Yoron: 強ーさん; Yámana: manakata; Zhuang: ak, rengz
invincible
Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний