μαργαρίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A pearl, Thphr. De Lapidibus 36, Ael.NA10.13: μαργαρῖτις λίθος, ἡ, Androsth. ap. Ath.3.93b; μαργαρῖτις alone, Isid.Char.20: μαργαρὶς λίθος, ἡ, Philostr.VA3.53; μαργαρίς alone, Hld.2.30.
II μαργαρίτης χερσαῖος, an unidentified precious stone, Ael.NA15.8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 avec ou sans λίθος : perle ; μαργαρίτης χερσαῖος, pierre précieuse;
2 palmier dattier d'Égypte.
Étymologie: μαργαρίς.
German (Pape)
ὁ, = μαργαρῖτις.
Russian (Dvoretsky)
μαργᾰρίτης: ου (ῑ) ὁ
1 жемчужина (μὴ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων NT);
2 бот. маргарит (название неизвестного нам растения в Египте) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μαργᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, «μαργαριτάρι», Θεοφρ. π. Λίθ. 36, Αἰλ. π . Ζ. 10. 13· ὡσαύτως μαργαρῖτις λίθος, Ἀνδροσθέν. παρ’ Ἀθην. 93B· ἢ μαργαρῖτις ἁπλῶς, Ἰσίδ. αὐτόθι Ε· μαργαρὶς λίθος ἢ μαργαρὶς μόνον, Φιλόστρ. 137, Ἡλιόδ. 2. 30· - μαργαρίτης χερσαῖος, ἦτο πολύτιμός τις λίθος ἀγνώστου εἴδους, Ἀρρ. Ἰνδ. 8, Αἰλ. π Ζ. 15. 8. ΙΙ. φυτόν τι οὕτω καλούμενον ἐν Αἰγύπτῳ, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 1. (Παρελήφθη ἐκ τοῦ Περσικοῦ murwari).
English (Strong)
from μάργαρος (a pearl-oyster); a pearl.
English (Thayer)
μαργαρίτου, ὁ, a pearl: L T WH accent μαργαρῖται, R G Tr μαργαρῖται (cf. Tdf. Proleg., p. 101)); τούς μαργαρίτας βάλλειν ἔμπροσθεν χοίρων, a proverb, i. e. to thrust the most sacred and precious teachings of the gospel upon the most wicked and abandoned men (incompetent as they are, through their hostility to the gospel, to receive them), and thus to profane them, Job 28:18f).
Greek Monolingual
ο (AM μαργαρίτης)
το μαργαριτάρι (ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας», ΚΔ)
νεοελλ.
(ορυκτολ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό του ασβεστίου, που ανήκει στην ομάδα τών μαρμαρυγιών
νεοελλ.-μσν.
1. σπουδαίος, εξαιρετικός άνθρωπος
μσν.
1. μτφ. α) χαρακτηρισμός του Ιησού Χριστού, συνήθως μαζί με άλλους («ἀλλὰ πρὸς τὸν χρυσὸν ἰχθύν, αὐτὸν τὸν μαργαρίτην, πρὸς τὸν Δεσπότην τὸν Χριστὸν ἂς δράμωμεν», Φυσιολ.)
β) ο λόγος- «θησαυρός» που περιέχεται στην Αγία Γραφή και οδηγεί στην ουράνια βασιλεία
2. λέγεται ως τιμητική προσφώνηση («Ὦ μαργαρίτη ἔκλαμπρε, ἀτίμητον λιθάριν, ἐσὺ Μαρία Μαγδαληνή» Σκλέντζας)
αρχ.
1. είδος φυτού στην Αίγυπτο
2. φρ. «μαργαρίτης χερσαῖος» — είδος άγνωστου σήμερα πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ανατολικής προέλευσης. Οι Έλληνες γνώρισαν το μαργαριτάρι στην Περσία κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (πρβλ. περσ. marvā- rit, marvarīδ). χωρίς να αποκλείεται και η περσική λ. να είναι δάνεια. Έχει υποστηριχθεί ότι ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. manjarī «κάλυκας άνθους» αλλά και «μαργαριτάρι». Η λ., τέλος, έχει επίθημα -ίτης ή -της, που εμφανίζεται συχνά σε ονόματα τα οποία δηλώνουν πετρώματα (πρβλ. ψαμμίτης). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. margarīta)].
Greek Monotonic
μαργᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, μαργαριτάρι, σε Θεόκρ. κ.λπ. (περσική λέξη).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pearl (Thphr., Str., Ael., Arr., NT).
Derivatives: f. -ῖτις (λίθος) id. (Ath., Isid. Char.), dimin. -ιτάριον (PHolm.). Besides, prob. as backformation (cf. below), μάργαρον id. (Anacreont., PHolm.), -ος m. f. id. (Tz.), also Indian pearlmussel (Ael.), -ίς (λίθος) pearl (Philostr.,Hld.), pl. -ίδες as name of a pearllike kind of date-palm (Plin.); -ίδης m. (Praxag.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: Oriental LW [loanword], acc. to Schiffer Rev. de phil. 63, 45ff. first from Iranian, MPers. marvārīt, NPers. marvā-rī δ pearl; details in Redard 56 f. Acc. to older view (s. Bq and Schrader-Nehring Reallex. 2, 159) from Skt. mañjarī flowering but (ep. class.), pearl (lex.), with -ίτης added after the many stone-names. The by-form mañjara- n. would agree well with μάργαρον, but the late and rare ocurrence of both the Skt. and Greek form is no support for a direct identification. See now Gershevitch in De Fochécour-P. Gignoux, Etudes iranoaryennes G. Lazars, 1989, 113-136 (from Iran. *mr̥ga-ahri-ita- born from the shell of a bird = oyster). - From μαργαρίτης Lat. margarita etc., s. W.-Hofmann s. v.
Middle Liddell
μαργᾰρῑ́της, ου, ὁ,
a pearl, Theophr., etc. [A Persian word.]
Frisk Etymology German
μαργαρίτης: {margarítēs}
Forms: f. -ῖτις (λίθος) ib. (Ath., Isid. Char.),
Grammar: m.
Meaning: Perle (Thphr., Str., Ael., Arr., NT usw.),
Derivative: Demin. -ιτάριον (PHolm.). — Daneben, wahrscheinlich als Rückbildung (vgl. unten), μάργαρον ib. (Anakreont., PHolm.), -ος m. f. ib. (Tz.), auch indische Perlmuschel (Ael.), -ίς (λίθος) Perle (Philostr.,Hld.), pl. -ίδες als Ben. einer perlenförmigen Art Palmendatteln (Plin.); -ίδης m. (Praxag.).
Etymology: Orientalisches LW, nach Schiffer Rev. de phil. 63, 45ff. zunächst aus dem Iranischen, mpers. marvārīt, npers. marvā-rīδ Perle; Einzelheiten m. weiterer Lit. Redard 56 f. Nach älterer Ansicht (s. Bq und Schrader-Nehring Reallex. 2, 159) aus aind. mañjarī Blütenknöpfchen (ep. klass.), Perle (Lex.), wobei -ίτης nach den zahlreichen gleichgebildeten Steinbenennungen hinzugefügt wurde. Die Nebenform. mañjara- n. würde im Ausgang an sich gut zu μάργαρον stimmen, aber das späte und seltene Vorkommen sowohl der aind. wie der griech. Form ist einer unmittelbaren Gleichsetzung sehr ungünstig. — Aus μαργαρίτης lat. margarita usw., s. W.-Hofmann s. v.
Page 2,174-175
Chinese
原文音譯:margar⋯thj 馬而瓜里帖士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:珍珠
字義溯源:珍珠,珠子;源自(μαργαρίτης)X*=珍珠-貝)
出現次數:總共(9);太(3);提前(1);啓(5)
譯字彙編:
1) 珍珠(7) 太7:6; 提前2:9; 啓17:4; 啓18:12; 啓18:16; 啓21:21; 啓21:21;
2) 珠子(2) 太13:45; 太13:46