Search results
There is a page named "μηχανογράφος" on this wiki. See also the other search results found.
- der über Maschinen schreibt, Tzetz. μηχανογράφος: ὁ, ὁ περὶ μηχανῶν γράφων, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 152. ο (Μ μηχανογράφος) νεοελλ. υπάλληλος ειδικευμένος στην1 KB (79 words) - 15:30, 30 December 2020
- η μηχανογράφος τεχνολ. η βιομηχανία και η εργασία που περιλαμβάνει την κατασκευή, την πώληση, τη συντήρηση και τη χρήση τών μηχανών γραφείου, από την απλή605 bytes (47 words) - 07:38, 29 September 2017
- παράγεται το επιδιωκόμενο έργο με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανογράφος. Η λ. μηχανογραφική μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις]901 bytes (64 words) - 07:27, 29 September 2017
- μηχανομάντευμαν, μηχανοπλοκώ, μηχανοτευχώ, μηχανούργος μσν.- νεοελλ. μηχανογράφος νεοελλ. μηχανέλαιο, μηχανόβιος, μηχανογράφηση, μηχανοδηγός, μηχανοθεραπεία39 KB (3,579 words) - 13:41, 27 January 2021
- κιναιδογράφος, κρημνογράφος, κωμωδογράφος, λεπτόγραφος, μελογράφος, μεσόγραφος, μηχανογράφος, μονογράφος, μυστογράφος, νεόγραφος, νεοκατάγραφος, νομογράφος, ολόγραφος11 KB (513 words) - 11:00, 19 December 2018