Search results

From LSJ
  • τέλει τοῦ μάω). Ἐντεῦθεν μνηστήρ, μνηστεύω, κτλ., καὶ μιμνήσκομαι· ἀλλὰ βαθμηδὸν τὰ δύο ῥήματα μιμνήσκομαι καὶ μνάομαι περιωρίσθησαν ἑκάτερον εἰς ἰδιαιτέραν
    13 KB (1,392 words) - 11:56, 4 September 2023
  • compounds with ἀνα- or ὑπο- were preferred in Prose. B Med. and Pass. μιμνήσκομαι, imper. -ήσκεο Il.22.268: Ep. impf. μιμνήσκοντο 13.722 (the pres. only
    50 KB (5,219 words) - 08:19, 19 November 2024
  • sources: shortd. for μιμνήσκομαι, Anacr.94.4. [Seite 195] für μιμνήσκομαι, Anacr. in Anth. 16 (App. 4). μνήσκομαι: ἀντὶ τοῦ μιμνήσκομαι, Ἀνακρ. 69. 4· πρβλ
    874 bytes (46 words) - 12:31, 25 August 2023
  • 117Ε. - Μέσ., ἀόρ. ἐμνημονευσάμην, Γαλην. 15. 50 Kühn· (μνήμων). Ὡς τὸ μιμνήσκομαι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην, ἐνθυμοῦμαι, σκέπτομαι περί τινος, μετ’ αἰτ.,
    19 KB (2,000 words) - 15:17, 16 November 2024
  • auch Beispiele der späteren Dichter beigebracht sind; εἰ ἐτεόν περ ἐγὼ μιμνήσκομαι, wenn ich mich anders recht erinnere, Theocr. 25, 173; ὡς ἐτεόν περ, Ap
    13 KB (1,388 words) - 18:35, 13 November 2024
  • links below for lookup in third sources: = μιμνήσκομαι, PHamb.37.4 (ii A. D.). μνημίσκομαι (Α) μιμνήσκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + θαμιστικό επίθημα -ίσκομαι
    683 bytes (25 words) - 12:23, 25 August 2023
  • ἐπιμνήμων, -ον (Μ) αυτός που θυμάται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μνήμων (μιμνήσκομαι)].
    290 bytes (11 words) - 07:12, 29 September 2017
  • Click links below for lookup in third sources: ον (η, ον Emp.4.3), (μιμνήσκομαι) A much-remembering, mindful, Μοῦσα l.c.; θεοῖσι… π. χάριν τίνειν A.Ag
    3 KB (241 words) - 21:57, 29 October 2024
  • μου («καθυπεμνήσθη τῆς μητρός», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπο-μιμνήσκομαι].
    535 bytes (25 words) - 06:37, 29 September 2017
  • πανηγύρι μσν. άγια, ιερή μνήμη. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιομνήσιον < ἅγιος + μιμνήσκομαι].
    638 bytes (28 words) - 22:15, 29 December 2020
  • f. de μνάομαι ou de μιμνῄσκομαι. μνήσομαι: μέλ. του μιμνήσκομαι. μνήσομαι: I fut. к μιμνῄσκομαι. II fut. к μνάομαι I.
    336 bytes (20 words) - 13:55, 31 January 2019
  • Click links below for lookup in third sources: (μιμνήσκομαι) A one must mention, τινος D.H.Rh.2.5, Eust.1722.46. 2 one must remember, ὅτι Hp.Liqu.2. μνηστέον:
    663 bytes (47 words) - 11:00, 25 August 2023
  • μείωση ή απώλεια της μνήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μέμνημαι παρακμ. του μιμνήσκομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αμνησιακός. ΣΥΝΘ. αμνησίθεος].
    1 KB (84 words) - 11:00, 25 August 2023
  • aorist came quite isolated the reduplicated pres. ἐμ-πι-πά-σκομαι like μιμνήσκομαι (cf. Kretschmer Glotta 4, 320). -- An exact non-Greek agreement is not
    8 KB (782 words) - 19:03, 28 November 2022
  • [Seite 1364] = simplex, Sp. καταμιμνήσκομαι: μιμνήσκομαι, Ἰωσήπ. Μακκ. 13. 2. καταμιμνήσκομαι (Α) αναφέρω κάτι.
    304 bytes (14 words) - 07:22, 29 September 2017
  • φροντίζω περί τινος, σκέπτομαι περί τινος, ἐν νῷ ἔχω τι, ἐνθυμοῦμαι, ὡς τὸ μιμνήσκομαι, μετὰ γεν., πολέμοιο μεδέσθω Β. 384· εἰ μέν κε... νόστου τε μέδηαι Ὀδ
    16 KB (1,540 words) - 07:30, 13 November 2024
  • εὐανάμνηστος, -ον (Α) αυτός που θυμάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-μιμνήσκομαι].
    300 bytes (11 words) - 07:13, 29 September 2017
  • μείωση ή απώλεια της μνήμης. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μέμνημαι παρακμ. του μιμνήσκομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αμνησιακός. ΣΥΝΘ. αμνησίθεος].
    658 bytes (26 words) - 23:40, 29 December 2020
  • εὐανάμνηστος, -ον (Α) αυτός που θυμάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-μιμνήσκομαι].
    961 bytes (44 words) - 11:55, 25 August 2023
  • συμμιμνήσκομαι: Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15. Α μιμνήσκομαι αναθυμούμαι μαζί με άλλον. συμμιμνήσκομαι: Παθ., φέρνω μαζί στη μνήμη
    1 KB (72 words) - 11:20, 3 March 2024
View (previous 20 | ) (20 | 50 | 100 | 250 | 500)