μογγιλάλος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
Greek Monolingual
μογγιλάλος, -ον (Α)
μογιλάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μογγός, πιθ. κατά το μογιλάλος].
Chinese
原文音譯:mogil£loj 摩居-拉羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:困難地-說(者) 相當於: (אִלֵּם)
字義溯源:說話費力,口喫,說話聲音嘶啞,舌結;由(μόγις)=難以)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成;而 (μόγις)出自(μόγις)X*=辛勞)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 舌結(1) 可7:32
French (New Testament)
c. μογιλάλος