Search results
There is a page named "μῶρος" on this wiki. See also the other search results found.
- α ou ος, ον : att. c. μωρός. μῶρος = (see also: μωρός) foolish ⇢ Look up "μῶρος" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on165 bytes (34 words) - 13:35, 4 July 2020
- Krüger οὕτω μωρὸς ἐξαπατώμενος. (Die Ableitung der Alten von μὴ ὁρᾶν ist unwahrscheinlich.) μωρός: -ά, -όν, Ἀττ. μῶρος (Ἀρκάδ. 69. 13), μῶρος ὡς θηλ., Εὐρ18 KB (1,722 words) - 17:43, 1 February 2021
- Of persons or things: P. and V. μωρός, μῶρος, εὐήθης, ἠλίθιος (Eur, Cyclops 537). ἀσύνετος, ἄβουλος, ἀμαθής, Ar. and P. ἀνόητος, ἀβέλτερος, V. κενόφρων734 bytes (62 words) - 20:42, 9 December 2020
- ἐμβρόντητος, P. ἀναίσθητος, βλακικός. foolish (of persons or things): P. and V. μῶρος, εὐήθης, ἠλίθιος (Eur., Cyclops 537), ἀσύνετος, ἄβουλος, ἀμαθής, Ar. and877 bytes (67 words) - 11:40, 10 December 2020
- Of persons or things: P. and V. μῶρος, εὐήθης, ἠλίθιος (Eur., Cyclops 537), ἀσύνετος, ἄβουλος, ἀμαθής, Ar. and P. ἀνόητος, ἀβέλτερος, V. κενόφρων. Of persons618 bytes (51 words) - 11:25, 10 December 2020
- σκαιός, ἀφυής, P. ἀναίσθητος. foolish (of persons or things): P. and V. μῶρος, εὐήθης, ἠλίθιος (Eur., Cyclops 537), ἀσύνετος, ἄβουλος, ἀμαθής, Ar. and910 bytes (70 words) - 11:17, 10 December 2020
- Click links below for lookup in third sources: Ion. -ιη, ἡ, (μῶρος) A folly, Hdt.1.146; μωρίας πλέως S.Aj.1150, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί to impute6 KB (547 words) - 15:50, 30 December 2020
- Ar. and P. ἀνόητος, P. and V. μωρός, μῶρος, εὐήθης; see foolish. strange, odd: P. and V. ἄτοπος (Eur., Fragment). ridiculous: P. and V. γέλοιος, Ar. and660 bytes (59 words) - 18:45, 9 December 2020
- επίθ. ή επίρρ.) τόσο πολύ (α. «καλὸς, οὕτω», Ομ. Ιλ. β) «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῑν ἐρᾷ», Σοφ.) 4. (με μειωτική δύναμη) απλώς μόνο 5. εκ του προχείρου2 KB (214 words) - 12:12, 29 September 2017
- μωραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι μωρός, ἀνόητος, Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς μωρός, ἀνοηταίνω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’9 KB (819 words) - 15:55, 30 December 2020
- δή τι ἐοῦσα πικρή, ἣ… κιρνᾷ (i. e. ὥστε κιρνᾶν) Hdt.4.52; οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ S.Ant.220; τίς δ' οὕτως ἄνους ὃς… ; Ar. Ach.736, cf. D.8.44;46 KB (4,941 words) - 17:05, 1 February 2021
- το (Μ μωρόν) βλ. μωρός. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο75 bytes (14 words) - 11:56, 29 September 2017
- -ια, -ιο (AM ἠλίθιος, -ία, -ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, -ία, -ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν»939 bytes (75 words) - 07:16, 29 September 2017
- κλητικής φλύαρε (για το φαινόμενο αυτό πρβλ. και μοχθηρός: μόχθηρος, μωρός: μῶρος, πονηρός: πόνηρος). Ωστόσο, ο τρόπος σχηματισμού της λ. παραμένει ανεπιβεβαίωτος9 KB (735 words) - 14:20, 31 December 2020
- Abbreviations: ALL | General | Authors & Works μωρόομαι: Παθητ., (μῶρος) γίνομαι μωρός, νωθρός, ἀτονῶ, ἐμωρώθη ἡ καρδίη, ἐγένετο νωθρά, ἠτόνησεν, Ἱππ. 5621 KB (95 words) - 17:00, 1 February 2021
- -ή, -ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» — προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ' απόσπαση882 bytes (52 words) - 06:41, 29 September 2017
- μωρά (Μ) επίρρ. βλ. μωρός. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο88 bytes (14 words) - 11:55, 29 September 2017
- Works [Seite 820] ὁ, die Lichtmotte; Arist. H. A. 8, 27; Aesch. frg. 298, μῶρος πυραύστου μόρος, woraus Tzetz. zu Lycophr. 83 ein Wort machte, πυραυστουμόρος3 KB (235 words) - 22:45, 30 December 2020
- laughs even when there's nothing to laugh at; γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ or γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ (Menander, Γνῶμαι μονόστιχοι 108)1 KB (151 words) - 09:32, 27 September 2019
- κλητικής, όπου θα μπορούσε να έχει σημειωθεί αναβιβασμός του τόνου, πρβλ. μῶρος: μωρός, πόνηρος: πονηρός)].. * Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια2 KB (158 words) - 15:20, 31 December 2020