νή
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
Particle of strong affirmation, with acc. of the divinity invoked, once in Trag.,
A νὴ τὼ Λαπέρσα, νὴ τὸν Εὐρώταν τρίτον, νὴ τοὺς ἐν Ἄργει καὶ κατὰ Σπάρτην θεούς S.Fr.957; freq. in Com. and Prose, especially in the phrase νὴ Δία, Ar.Eq.319, Th.240, etc.; with the Art., νὴ τὸν Δία Id.Pl.202, Antiph.179.3, etc.; with the names of other gods, usually c. Art., νὴ τὴν Δήμητρα Pherecr.24; νὴ τὴν Ἀθηνᾶν Ar.Pax218; νὴ τὸν Ἀπόλλω Id.Ec.160; νὴ τὴν Ἄρτεμιν ib.90; νὴ τὸν Ποσειδῶ Id.Nu.83, Eup.265; νὴ τὼ θεώ (Demeter and Cora) Ar.Lys.51, Men.Georg.24 (a woman's oath, acc. to Phryn.171; νὴ τὼ σιώ (of the Dioscuri) used by a Spartan, Plu.2.234f); νὴ τὴν Ἥραν Pl.Phdr.230b; νὴ τὴν Ἑστίαν Antiph.185; νὴ τὴν Ἀφροδίτην Ar.Ec.189, Nicostr.Com.35; νὴ τὸν κύνα, v. κύων 1 fin.; νὴ τοὺς θεούς Ar.Pl.74, Pl.R. 531a, al.; νὴ θεούς Hp. Ep.17; νὴ τόν alone, Ph.2.271.
II νὴ (τὸν) Δία is also used,
1 in answering questions, X.Cyr.1.3.6, Pl.Prt. 312a, etc.: in a supposed answer from antagonists, followed by γάρ, D.8.16.
2 in introducing objections or contentions supposed to come from antagonists, followed by γάρ, Id.19.285; followed by ἀλλά, Id.18.117, 19.272; preceded by ἀλλά, X.HG7.3.10, Mem.1.2.9, D.24.125, al.
3 to add force by way of climax, ἄλλως τε μέντοι νὴ Δία πάντως καὶ… Pl.Ap.35d, cf. X.HG1.7.21.
4 in adjurations, Ar.Av.661, Ra. 164.
German (Pape)
[Seite 250] Betheuerungswort; der Name des Gottes, bei dem man schwört, steht im accus. dabei; sehr gewöhnlich νὴ Δία oder νὴ τὸν Δία, Plat. u. A., ja beim Zeus, immer bejahend od. bestätigend; νὴ τὴν Ἥραν, Phaedr. 230 a Theaet. 154 d; νὴ τοὺς θεούς, Prot. 310 b Gorg. 481 c; νὴ τὸν ἡμέτερον θεὸν – τὸν Ἄμμωνα, Polit. 257 b; auch νὴ τὸν κύνα, Rep. III, 399 e. So bei den Komikern u. Oratt. oft durch »wahrhaftig«, »ja doch« u. dgl. zu übersetzen; auch beim imperat., νὴ Δία πιθοῦ, Ar. Ach. 661; u. ἀλλὰ νὴ Δία, einen Einwurf beantwortend, Xen. Mem. 1, 2, 9; auch zuweilen ironisch gebraucht, Dem. 18, 101, u. bei Sp. dem lat. si diis placet entsprechend.
French (Bailly abrégé)
particule affirmative avec l'acc. :
1 oui certes, j'en jure par (Zeus, etc.) : νὴ τοὺς θεούς XÉN j'en jure par les dieux ; νὴ Δία, νὴ τὸν Δία oui certes, par Zeus ! pardi !;
2 dans les réponses, qu'on se fait à soi-même non certes, tout au contraire (cf. lat. immo, immo vero).
Étymologie: cf. ναί.
Russian (Dvoretsky)
νή: беот. νεί
1 (частица при клятвенном утверждении) да клянусь же! (νὴ Δία! и νὴ τὸν Δία! Arph.; νὴ τὴν Ἣραν! Plat.): νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν NT сошлюсь в доказательство на вашу похвалу;
2 (вводно), право же, ведь, (ἀλλὰ νὴ Δία ἑκὼν ἦλθε Xen.);
3 (вводно), и притом, ну, (и) конечно: κρίνεσθαι τοὺς στρατηγοὺς καὶ νὴ Δία πρῶτον Περικλέα Xen. судить стратегов и, притом, прежде всего Перикла.
Greek (Liddell-Scott)
νή: Ἀττ. μόριον ἐμφαῖνον ἰσχυρὰν βεβαίωσιν, ὡς τὸ Ἐπικ. ναὶ (πρβλ. μά): μετ’ αἰτ. τοῦ ὀνόματος τῆς θεότητος ἧς γίνεται ἐπίκλησις πρὸς βεβαίωσιν, Σοφ. Ἀποσπ. 339 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.), ἀλλὰ συχν. παρὰ τοῖς κωμικ. καὶ τοῖς πεζογράφοις· κοινὸν ἐν τῇ φράσει: νὴ Δία (ἐν τῇ συνήθει τῶν Ἀττ. γλώσσῃ, νὴ Δὶ ἢ νηδί, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 319), Ἀριστοφ. Θεσμ. 240, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου: νὴ τὸν Δία ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 202, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμωνύμοις» 1. 3, κτλ.· τούτου χρῆσιν ἐποιοῦντο αἱ γυναῖκες ἐπὶ διαμαρτυρίᾳ, Λοβεκ. Φρύνιχ. 193· - μετὰ τῶν ὀνομάτων ἄλλων θεοτήτων τὸ πλεῖστον παρεντίθεται τὸ ἄρθρον, νὴ τὴν Δήμητρα Φερεκράτης ἐν «Αὐτομόλοις» 2· νὴ τὴν Ἀθηνᾶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 218· νὴ τὸν Ἀπόλλω ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 160· νὴ τὴν Ἄρτεμιν αὐτόθι 90· νὴ τὸν Ποσειδῶ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 83, Εὔπολις ἐν «Φίλοις» 9· νὴ τὼ Θεὼ (τὴν Δήμητρα καὶ Κόρην] Ἀριστοφ. Λυσ. 51· νὴ τὴν Ἥραν Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· νὴ τὴν Ἑστίαν Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 2· νὴ τὴν Ἀφροδίτην Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 9· νὴ τὸν κύνα (ἴδε ἐν λέξ. κύων)· νὴ τοὺς θεοὺς Ἀριστοφ. Πλ. 74, Πλάτ., κλ.· ἀλλά, νὴ θεοὺς Ἱππ. 1279. 34. - Ἡ φράσις: νὴ Δία ἢ νὴ τὸν Δία, πλὴν τῆς κοινῆς χρήσεως ἐν ἐπιβεβαίωσεσιν, εἶναι ἐν χρήσει ὡσαύτως, 2) εἰς ἀποκρίσεις πρὸς ἐρωτήσεις, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 6, Πλάτ. Πρωτ. 312Α, κτλ.· συχνάκις ἑπομένου γάρ, Δημ. 93. 23., 423. 23. 3) εἰς ἀπόκρουσιν ἀντιρρήσεως, Λατ. at, at enim, νὴ Δί’, ἀλλά..., ἢ εἰς εἰσαγωγὴν ἀντιρρήσεων ἃς ὑποτίθεται ὅτι ἐγείρει ὁ ἐναντίος, Ἀριστοφ. Πλ. 202, Δημ. 266. 8., 482. 12, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἡγουμένου τοῦ ἀλλά, ἀλλ’ οὐχ οἷόν τε, νὴ Δί’ Ἀριστοφ. Νεφ. 217, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 10, Ἀπομν. 1. 2, 9, Δημ. 739. 25, κ. ἀλλ. 4) ὡς ἐπιτατικὸν ἐν κλιμακωτῷ λόγῳ, ἄλλως τε πάντως, νὴ Δία, μάλιστα μέντοι... Πλάτ. Ἀπολ. 35D, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21. 5) ἐπὶ ὅρκου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 661, Βάτρ. 164. 6) εἰρωνικῶς, μνησικακεῖν νὴ Δία πρὸς τοὺς βουλομένους σῴζεσθαι καὶ προφάσεις ζητεῖν Δημ. 259. 27.
English (Strong)
probably an intensive form of ναί; a particle of attestation (accompanied by the object invoked or appealed to in confirmation); as sure as: I protest by.
English (Thayer)
a particle employed in affirmations and oaths (common in Attic), and joined to an accusative of the person (for the most part, a divinity) or of the thing affirmed or sworn by (Buttmann, § 149,17); by (Latin per, German bei): Genesis 42:15f).
Greek Monotonic
νή: Αττ. μόριο που δηλώνει ισχυρή κατάφαση, όπως το Επικ. ναί· με αιτ. του ονόματος της θεότητας την οποία επικαλούνταν σαν όρκο, νὴΔία (στην καθομιλουμένη Αττ., νὴ Δί ή νηδί), σε Αριστοφ.· επίσης με άρθρο, νὴ τὸν Δία, στον ίδ.· νὴ τὴν Ἀθηνᾶν, νὴ τὴν Ἄρτεμιν, νὴ τὸν Ποσειδῶ, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pcle
Meaning: confirming particle
See also: s. ναί.
Middle Liddell
Attic Particle of strong affirmation, like epic ναί; with acc. of the Divinity invoked, νὴ Δία (in familiar Attic, νὴ Δί or νηδί), Ar.; also with the Art., νὴ τὸν Δία Ar.; νὴ τὴν Ἀθηνᾶν, νὴ τὴν Ἄρτεμιν, νὴ τὸν Ποσειδῶ Ar.
Frisk Etymology German
νή: {nḗ}
Meaning: Versicherungspartikel
See also: s. ναί.
Page 2,313
Chinese
原文音譯:n» 尼
詞類次數:質詞(1)
原文字根:以,然 相當於: (אֱמֶת)
字義溯源:確實地^,指著;或出自(ναί)=實在^)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 指著(1) 林前15:31