παλαιότης
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
παλαιότητος, ἡ,
A age, παλαιότης καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.2.42; of seeds, Thphr.HP7.1.6.
2 more freq. antiquity, obsoleteness, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις E.Hel.1056; ὑπὸ παλαιότητος Pl.Cra.421d; εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης Id.R.609e; παλαιότης γράμματος, opp. καινότης πνεύματος, Ep.Rom.7.6; in Lit. Crit., D.H.Rh.10.19.
German (Pape)
[Seite 445] παλαιότητος, ἡ, das Alter, die Altertümlichkeit, das Langehersein; παλαιότης γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις, Eur. Hel. 1061; Plat. Crat. 421 d; neben σαπρότης, Rep. X, 609 f; καὶ πλῆθος ἐτῶν, Aesch. 2, 42; Sp., wie N.T.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
antiquité, ancienneté;
NT: caractère archaïque, caractère vétusté.
Étymologie: παλαιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιότης -ητος, ἡ [παλαιός] ouderdom, oude staat.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιότης: ητος ἡ
1 древность (sc. τοῦ λόγου Eur., Plat.);
2 старость, престарелость (π. καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.);
3 залежалость (τῶν σιτίων Plat.).
English (Strong)
from παλαιός; antiquatedness: oldness.
English (Thayer)
παλαιοτητος, ἡ (παλαιός), oldness: γράμματος, the old state of life controlled by 'the letter' of the law, καινότης, and γράμμα, 2c. (Euripides), Plato, Aeschines, Dio Cassius, 72,8.)
Greek Monotonic
πᾰλαιότης: -ητος, ἡ, αρχαιότητα, παλαιότητα, σε Ευρ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιότης: -ητος, ἡ, ἀρχαιότης, ἀπηρχαιωμένος χαρακτήρ, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ’ ἔνεστί τις Εὐρ. Ἑλ. 1056· ὑπὸ παλαιότητος Πλάτ. Κρατ. 421D· εἴτε π. εἴτε σαπρότης ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 609F· - ἐπὶ προσώπων, Αἰσχίν. 33. 34.
Middle Liddell
πᾰλαιότης, ητος, ἡ, [from πᾰλαιός]
antiquity, obsoleteness, Eur., Plat.
Chinese
原文音譯:palaiÒthj 爬來哦帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:老(舊)
字義溯源:陳舊,舊樣,古老,過時的;源自(παλαιός)=古老的),而 (παλαιός)出自(πάλαι)*=從前)。參讀 (πάλαι)同源字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 舊樣(1) 羅7:6