πλεονάζω

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονάζω Medium diacritics: πλεονάζω Low diacritics: πλεονάζω Capitals: ΠΛΕΟΝΑΖΩ
Transliteration A: pleonázō Transliteration B: pleonazō Transliteration C: pleonazo Beta Code: pleona/zw

English (LSJ)

(rarely πλειονάζω, q.v.), fut. πλεονάσω: pf.
A πεπλεόνακα D.S.1.90:—Pass., pf. -ασμαι Hp.Fract.7, etc.: aor. πλεονάσθην Id.Art.47: (πλέον):—to be more, esp. to be more than enough, be superfluous, opp. ἐλλείπειν, ὑπολείπειν, Arist.EN1106a31, Col.799a18; τὸ πλεονάζον the excess, PRev.Laws 57.13 (iii B. C.), LXX Ex.26.12; π. παρά c. acc., to be in excess of…, ib.Nu.3.46; ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία Ep.Rom.5.20; of animals, have more than the due number of limbs, opp. κολοβὰ γίνεσθαι, Arist.GA770b32; of visits, to be frequent, Plb.4.3.12; of the sea, encroach, Arist.Mete.351b6, cf. Plu.2.366b; πάθος defined as ὁρμὴ πλεονάζουσα, Zeno Stoic.1.50; εἰκασία ἐστὶ μεταφορὰ πλεονάζουσα simile is expanded metaphor, Demetr.Eloc. 80; τὸ ς πλεονάσαν used to excess, D.H.Comp.14: Gramm., to be redundant, Demetr.Lac.Herc.1012.21, etc.; Ἀρίσταρχος οὐκ ἔλεγε πλεονάζειν τὸ ἄρθρον A.D.Synt.6.2; also of letters, τὸ ε πλεονάζει (in ἑ-ώρων) Id.Pron.58.25; but π. τῷ ῑ to have an added ῑ (as in ἐμεῖο), ib. 38.20; cf. 111.6.
2 c. gen., exceed, opp. λείπω, Ptol.Geog.1.20.7: abs., τὸ πλεονάζον ἔργον the extra work, PLille 1v.16 (iii B. C.); τοὺς πλεονάζοντας τῶν ρκέ (sc. ἐρίφους) the odd 25 out of 125, PCair.Zen.422.7 (iii B. C.).
II of persons, go beyond bounds, take too much or claim too much, Isoc.2.33, 12.85, D.9.24, 39.14: c. dat., presume upon…, εὐτυχίᾳ Th.1.120; but π. κυνηγεσίαις go beyond bounds in…, Str.11.5.1; of a writer, τοῖς ὀνόμασι π. Id.3.3.7: abs., to be lengthy, tedious, Id.9.1.16, D.S.1.90, LXX 2 Ma.2.32; περί τινος Parmenisc. ap. Ath.4.156d.
2 π. τινός have an excess of, abound in a thing, opp. ἐνδεὴς εἶναι, Arist.Pol.1257a33, cf. Epicur.Sent.4; but π. τοῦ καιροῦ exceed all bounds…, of a writer, D.H.Comp.22.
III c. acc., state at a higher figure, Str.6.3.10:—Pass., to be magnified, exaggerated, [νομίσειεν ἂν] ἔστιν ἃ πλεονάζεσθαι Th.2.35, cf. Str.2.4.3; πεπλεόνασται has been overdone, opp. ἐνδεὲς πεποίηται, Hp.Fract.7, cf. Art.47.
2 make to increase, τινὰς τῇ ἀγάπῃ 1 Ep.Thess.3.12.
3 eat in too great quantity, τι Diph.Siph. ap. Ath.8.356d, Dsc.4.75, 82 (all Pass.).
4 raise the price of, τι Aristid.1.170J.
5 Pass., to be deceived, prob. f.l. for πλεονεκτεῖσθαι, Stob.2.7.11m.
6 Gramm., use in addition or use redundantly, εἰώθασιν οἱ Ἀττικοὶ τὰ ἄρθρα πλεονάζειν Sch.Ar.Pl.5; Αἰολεῖς πλεονάζουσιν ἕτερον σύμφωνον EM84.18:—Pass., τὸ ῡ πλεοναζόμενον ψιλοῦται ib.440.12.
7 to be in excess of unity, partake of plurality, Procl.Inst.2.

German (Pape)

[Seite 630] mehrsein, bes. mehralsnöthig, daher überflüssig, übermäßig sein; Gegensatz von ἐλλείπω, Tim. Locr. 102 b, wie Isocr. 2, 33 u. Arist. eth. 2, 6; τῇ εὐτυχίᾳ, übermütig sein, Thuc. 1, 120, dem τῇ κατὰ πόλεμον εὐτυχίᾳ ἐπαίρεσθαι entsprechend; vgl. noch 2, 35, ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι, im Gegensatz von τάχ' ἄν τι ἐνδεεστέρως νομίσειε δηλοῦσθαι, übertrieben werden; auch bei Dem. 9, 24 ist ἐπειδὴ πλεονάζειν ἐπεχείρουν καὶ πέρα τοῦ μετρίου τὰ καθεστηκότα ἐκίνουν vrbdn, wie 39, 14 τοὺς πάνυ δεινοὺς ὅταν πλεονάζωσιν, ἐπίστασθ' ὑμεῖς κοσμίους ποιεῖν, sich übermütig erheben, das Maaß überschreiten; sonst wie πλεονεκτεῖν gebraucht, mit dem es Sp. verwechseln; – Pol. 4, 3, 12 vrbdt πλεοναζούσης τῆς παρουσίας τῶν πρεσβευτῶν, als die Gesandten häufiger ankamen; – πλεονάζει μοι τοῦτο, das ist bei mir häufig der Fall, ich habe häufig, Strab. u. Sp.; – πλεονάζειν τινός, Überfluß woran haben; auch den Vorzug vor Einem haben, Arist. pol. 1, 5 u. Sp. – Im praes. überbieten, einen höhern Preis fordern, erhalten, Aristid.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπλεόνασα, pf. πεπλεόναχα;
I. intr. être en plus ou en trop :
1 être surabondant, excessif, démesuré ; en parl. d'un fleuve ou d'une mer déborder;
2 au mor. agir sans mesure, être immodéré ; abuser de sa situation, de son pouvoir, empiéter ; devenir arrogant ou présomptueux, s'enorgueillir;
II. tr. dire ou faire avec excès ; amplifier, exagérer : ἔστιν ἃ πλεονάζεσθαί τις νομίσειε THC il y a des choses qu'on croirait dites avec exagération.
Étymologie: πλέον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονάζω [πλέον] de maat overschrijden intrans. te veel zijn, bovenmatig zijn; van pers..; εὐτυχίᾳ πλεονάζων door zijn succes te ver gaand Thuc. 1.120.4; ἐπειδὴ πλεονάζειν ἐπεχείρουν toen zij probeerden te veel macht te krijgen Dem. 9.24; van zaken. ὃ μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει wat niet te veel is en ook niet te weinig Aristot. EN 1106a31. met gen. een teveel hebben aan:. εἰσάγεσθαι ὧν ἐνδεεῖς καὶ ἐκπέμπειν ὧν ἐπλεόναζον invoeren waaraan behoefte is en uitvoeren waarvan men een overschot had Aristot. Pol. 1257a33. met acc. doen toenemen:; ὑμᾶς ὁ κύριος πλεονάσαι τῇ ἀγάπῃ moge de Heer u doen groeien in uw liefde NT 1 Thes. 3.12; overdrijven: pass.. ὅ τε ἄπειρος (νομίσειε ἂν) ἔστιν ἃ καὶ πλεονάζεσθαι en wie niet op de hoogte was (kan best menen) dat sommige dingen wel overdreven worden Thuc. 2.35.2.

Russian (Dvoretsky)

πλεονάζω: (pf. πεπλεόναχα или πεπλεόνακα)
1 быть чрезмерным: ὃ μήτε πλεονάζει, μήτε ἐλλείπει Arst. (серединой называется) то, что не является ни избыточным, ни недостаточным;
2 иметь в избытке, изобиловать (τινός Arst.);
3 (об уродствах), иметь лишнее число членов (π. καὶ κολοβὰ γίγνεσθαι Arst.);
4 выступать из берегов, разливаться (πλεονάσας ὁ Νεῖλος Plut.);
5 приходить во множестве или часто: πλεοναζούσης τῆς παρουσίας τῶν πρεσβευτῶν Polyb. когда стало прибывать множество послов;
6 приумножаться (ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία NT);
7 преисполнять (τινὰ ἀγαπῇ NT);
8 выходить за пределы разумного, предъявлять непомерные требования Dem., Isocr.;
9 становиться высокомерным, зазнаваться (τῇ εὐτυχίᾳ Thuc.);
10 преувеличивать: νομίζειν τι πλεονάζεσθαι Thuc. считать что-л. преувеличенным;
11 грам. вставлять ненужные слова, употреблять плеонастически;
12 грам. быть плеонастичным.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. πεπλεόνακα Διόδ. 1. 90, παθ. -ασμαι Ἱππ., κλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 1· (πλέον). Εἶμαι πλείων, μάλιστα πλείων τοῦ δέοντος, περιττός, ἀντίθετ. τῷ ἐλλείπειν, ὑπολείπειν, ἐνδεὴς εἶναι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 5, π. Χρωμ. 6, 23, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ζῴων, ἔχω μέλη πλείω τῶν ἀναγκαίων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κολοβὰ γίνεσθαι, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14· ἐπὶ ἐπισκέψεων, γίνομαι συχνότερος, Πολύβ. 4. 3, 12· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, πλημμυρῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 366Β. β) συχν., παρὰ γραμμ., εἶμαι πλεονάζων, κεῖμαι πλεοναστικῶς, εἶμαι περιττός, παρέλκω· μετὰ δοτ. τοῦ τρόπου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 6, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὑπερβαίνω τὰ ὅρια λαμβάνω ἢ ἀπαιτῶ ὑπέρμετρα, Ἰσοκρ. 21D, 250Α, Δημ. 117. 5., 958. 21· ― μετὰ δοτ., ἐπαίρομαι ἐπί τινι, τῇ εὐτυχίᾳ Θουκ. 1. 120· ― ἀλλά, πλ. κυνηγεσίαις, καταγίνομαι πολὺ εἰς κυνηγεσίας, Στράβ. 504· καὶ ἐπὶ συγγραφέως, ὀκνῶ δὲ τοῖς ὀνόμασι πλεονάζειν, μνημονεύειν παρὰ πολλὰ ὀνόματα, ὁ αὐτ. 155· καὶ ἀπολ., ἐπιμηκύνω τὸν λόγον πέρα τοῦ δέοντος, γίνομαι ὀχληρός, Λατ. multus sum, ὁ αὐτ. 396, Διόδ. 1. 90· περί τινος Παρμενίσκ. παρ’ Ἀθην. 156D. 2) πλεονάζειν τινός, ἔχειν πλεονασμὸν ἢ ἀφθονίαν τινός, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 7· ― ἀλλά, πλ. τοῦ καιροῦ, χωρῶ πέραν τοῦ προσήκοντος, ἐπὶ τοῦ ἀγορεύοντος, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 22. 3) μετὰ γεν. ὡσαύτως, ὑπερβαίνω τὰ ὅρια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλλείπω, Πτολ. Γεωγρ. 1. 20, 1. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ., παριστάνω τι ὡς περισσότερον, Στράβ. 285. ― Παθ., μεγαλύνομαι, μεγαλοποιοῦμαι, [νομίσειεν ἂν] ἔστιν ἃ πλεονάζεσθαι Θουκ. 2. 35· εἴ τι πεπλεόνασται, ἄν τι ἔχῃ πραχθῆ ὑπὲρ τὸ δέον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐνδεὲς πεποίηται, Ἱππ. π. Ἀγμ. 756, περὶ Ἄρθρ. 814, Στράβ. 106. 2) τρώγω πολὺ ἢ εἰς μεγάλην ποσότητα, τι Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356D. 3) ἀναβιβάζω τὴν τιμήν τινος, τι Ἀριστείδ. 1. 170. 4) ἐν τῷ παθ., ἀπατῶμαι, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 232. 5) παρὰ τοῖς Γραμμ., προσθέτω πλεοναστικῶς, τὰ ἄρθρα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 5, Ἐτυμολ. Μέγ., κλπ.

English (Strong)

from πλείων; to do, make or be more, i.e. increase (transitively or intransitively); by extension, to superabound: abound, abundant, make to increase, have over.

English (Thayer)

1st aorist ἐπλεόνασα; (πλέον); the Sept. for עָדַף, and רָבָה;
1. intransitive: used of one possessing, to superabound (A. V. to have over), to exist in abundance (R. V. be multiplied), to increase, be augmented, to make to increase: τινα τίνι, one in a thing, הִרְבָּה, Hippocrates on)) in various other senses. (Compare: ὑπερπλεονάζω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, πλειονάζω Α [[πλ(ε)ίον]]
1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω
2. (το ουδ. μτχ. του ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον
ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα
νεοελλ.
υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε σύγκριση με κάποιον άλλο, είμαι περισσότερος από αυτόν («οι γυναίκες πλεονάζουν» — οι γυναίκες είναι περισσότερες από τους άντρες)
αρχ.
1. (για ζώα) έχω περισσότερα μέλη από το φυσιολογικό
2. (για επισκέψεις) είμαι συχνότερος («πλεοναζούσης τῆς παρουσίας τῶν πρεσβευτών», Πολ.)
3. (για τη θάλασσα) πλημμυρίζω
4. γραμμ. α) (για μέρος του λόγου ή για γράμματα) κείμαι πλεοναστικώς, είμαι περιττός, παραπανήσιος (α. «οὐκ ἔλεγε πλεονάζειν τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ. β. «τὸ επλεονάζει [ἐν τῷ ἑώρων]», Αντων.)
γ) μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιπροσθέτως ή κατά πλεονασμό («εἰώθασιν οἱ Ἀττικοὶ τὰ ἄρθρα πλεονάζειν», Σχολ. Αριστοφ.)
5. (με γεν.) έχω πλεονασμό ή αφθονία σε κάτι
6. υπερβαίνω τα όρια, ξεπερνώ το κανονικό
7. (για πρόσ.) λαμβάνω ή ζητώ να πάρω περισσότερα από όσα πρέπει («καὶ τοὺς πάνυ δεινοὺς ἑκάστοτε, ὅταν πλεονάζωσιν, ἐπίστασθ' ὑμεῖς κοσμίους ποιεῖν», Δημοσθ.)
8. (με δοτ.) καταγίνομαι πολύ σε κάτι («τὰς δ' ἀλκιμωτάτας κυνηγεσίαις πλεονάζειν καὶ τὰ πολέμια ἀσκεῖν», Στράβ.)
9. επιμηκύνω τον λόγο περισσότερο από το κανονικό με αποτέλεσμα να γίνομαι ενοχλητικός
10. (με αιτ.) παριστάνω ή παρουσιάζω κάτι ως περισσότερο
11. αυξάνω, πληθύνω
12. υπερβαίνω τη μονάδα, μετέχω στην πλειονότητα
13. ανεβάζω την τιμή κάποιου
14. επαναπαύομαι σε κάτι («ὅτε ἐν πολέμῳ εὐτυχίᾳ πλεονάζων οὐκ ἐντεθύμηται θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος», Θουκ.)
15. παθ. πλεονάζομαι
α) κάνω κάτι σε υπέρμετρο βαθμό, υπέρ το δέον
β) απατώμαι
γ) τρώω πολύ
δ) (με μτφ. σημ.) μεγαλοποιώ
16. φρ. α) «πλεονάζω παρά τινας». περισσεύω μεταξύ άλλων
β) «ὁρμὴ πλεονάζουσα»
(με μτφ. σημ.) το πάθος
γ) «εἰκασία ἐστὶ μεταφορὰ πλεονάζουσα» — η εικασία είναι μεταφορά μεγαλύτερης έκτασης, δηλ. είναι ευρύτερη μεταφορά
δ) «τὸ πλεονάζον ἔργον» — η έκτακτη εργασία
ε) (για ρήτορα) «πλεονάζω τοῦ καιροῦ» — προχωρώ πέρα από το επιτρεπόμενο όριο.

Greek Monotonic

πλεονάζω: μέλ. -άσω, Παθ. παρακ. -ασμαι· (πλέον
I. είμαι περισσότερος, ιδίως είμαι περισσότερος από αυτό που πρέπει, πιο πολύς από αρκετός, είμαι πλεοναστικός, πλεονάζω, σε Αριστ.
II. 1. λέγεται για πρόσωπα, υπερβαίνω τα όρια, λαμβάνω ή απαιτώ πάρα πολλά, έχω υπέρμετρες αξιώσεις, σε Δημ.· με δοτ., επαίρομαι για κάτι, τῇ εὐτυχίᾳ, σε Θουκ.· λέγεται για συγγραφέα, είμαι μακρύγορος, ανιαρός, βαρετός, Λατ. multus sum, σε Στράβ.
2. πλεονάζειν τινός, υπάρχει πλεονασμός σε, αφθονία σ' ένα πράγμα, σε Αριστ.
III. με αιτ., παριστάνω κάτι ως περισσότερο, σε Στράβ. — Παθ., μεγαλύνομαι, μεγαλοποιούμαι, σε Θουκ.

Middle Liddell

πλέον
I. to be more, esp. to be more than enough, be superfluous, Arist.
II. of persons, to go beyond bounds, take or claim too much, Dem.:—c. dat. to presume upon, τῆι εὐτυχίαι Thuc.: of a writer, to be lengthy, tedious, Lat. multus sum, Strab.
2. πλεονάζειν τινός to have an excess of, abound in a thing, Arist.
III. c. acc. to state at a larger amount, Strab.:—Pass. to be exaggerated, Thuc.

Chinese

原文音譯:pleon£zw 普累哦那索
詞類次數:動詞(9)
原文字根:更多(化) 相當於: (הַרְבָּה‎ / הַרְבֵּה‎ / רָבָה‎)
字義溯源:多行些,多作些,多加些,成為更多,顯多,有豐富,加增,增長,增多,餘,充足,充充足足;源自(πολύς)=數量。數目。或質量更多);而 (πολύς)出自(πολύς)*=多)。參讀 (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)同義字
同源字:1) (πλεονάζω)多行些 2) (πλεονεξία)貪財 3) (πληρόω)使其充滿 4) (ὑπερπλεονάζω)格外豐盛
出現次數:總共(9);羅(3);林後(2);腓(1);帖前(1);帖後(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 顯多(3) 羅5:20; 羅5:20; 羅6:1;
2) 都充足(1) 帖後1:3;
3) 是充足的(1) 彼後1:8;
4) 能增長(1) 帖前3:12;
5) 增多(1) 腓4:17;
6) 而加增(1) 林後4:15;
7) 餘(1) 林後8:15

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἐπίθ. πλέον πού παράγεται ἀπό τό πίμπλημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πλεονάζω: πλεόνασις, πλεόνασμα, πλεονασμός, πλεοναστός, πλεοναζόντως.

Lexicon Thucydideum

frequentiori successu uti, to meet with more frequent success, 1.120.4,
PASS. redundare, to overflow, abound, 2.35.2.