προελπίζω
English (LSJ)
hope for before, Posidipp.27.8, Them.Or.5.65a; προηλπικότες ἐν Χριστῷ Ep.Eph.1.12: generally, anticipate, expect, Gal.16.822, Dexipp.Hist.32(h) J., Simp.in Epict.p.50D.
German (Pape)
[Seite 719] vorher hoffen; ἐκ πεντεκαίδεχ' ἡμερῶν προηλπικὼς τὸ δεῖπνον, Posidipp. bei Ath. IX, 377 c; N.T.
French (Bailly abrégé)
espérer longtemps avant.
Étymologie: πρό, ἐλπίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ελπίζω als eerste de hoop vestigen op, met ἐν + dat.: ἡμᾶς... τοὺς προηλπικότας ἐν τῷ Χριστῷ wij die vanaf het begin onze hoop op Christus gevestigd hebben NT Eph. 1.12.
Russian (Dvoretsky)
προελπίζω: (уже) ранее уповать (οἱ προηλπικότες ἔν τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
προελπίζω: ἐλπίζω ἐκ τῶν προτέρων, τι Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8· τοὺς προηλπικότας ἐν τῷ Χριστῷ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. α΄, 12, κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 388.
English (Strong)
from πρό and ἐλπίζω; to hope in advance of other confirmation: first trust.
English (Thayer)
perfect participle accusative plural προηλπικότας; to hope before: ἐν τίνι, to repose hope in a person or thing before the event confirms it, Posidipp. quoted in Athen. 9, p. 377{c}, Dexippus (circa 270 A.D.>), Gregory of Nyssa).
Greek Monolingual
ΜΑ
ελπίζω εκ τών προτέρων, έχω εκ τών προτέρων ελπίδες για κάτι.
Greek Monotonic
προελπίζω: μέλ. -σω, ελπίζω εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. σω
to hope for before, NTest.
Chinese
原文音譯:proelp⋯zw 普羅-誒而披索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-指望
字義溯源:(在其他確據之前就盼望)首先有盼望,預期;由(πρό)*=前)與(ἐλπίζω)=指望,信任)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 首先有盼望(1) 弗1:12