προετοιμάζω
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
get ready beforehand, Aen.Tact.18.6:—Med., prepare for one's own use or purpose, Hdt.8.24:—Pass., Id.7.22, Ph.2.252, al., J.AJ17.5.6, Plu.2.230e, Philum. ap. Orib.8.45.7.
German (Pape)
[Seite 722] vorher zurecht machen, Sp.; med. Etwas zu eignem Nutzen od. Gebrauch vorbereiten, Her. 7, 22. 8, 24.
French (Bailly abrégé)
f. προετοιμάσω, ao. προητοίμασα;
préparer ou tenir prêt d'avance;
Moy. προετοιμάζομαι (impf. ion. sans augm. προετοιμαζόμην, ao. ion. προετοιμασάμην) m. sign.
Étymologie: πρό, ἑτοιμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ετοιμάζω act. voorbestemmen:. ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν die Hij heeft voorbestemd tot heerlijkheid NT Rom. 9.23. med. voorbereiden:. προετοιμάσατο... τάδε hij bereidde het volgende voor Hdt. 8.24.1.
Russian (Dvoretsky)
προετοιμάζω: (чаще med.) заблаговременно подготавливать (τινά τινι и τι εἴς τι NT; τὸ προητοιμασμένον δεῖπνον Plut.): προετοιμάσατο τάδε Her. были приняты следующие меры.
English (Strong)
from πρό and ἑτοιμάζω; to fit up in advance (literally or figuratively): ordain before, prepare afore.
English (Thayer)
1st aorist προητοίμασα; to prepare before, to make ready beforehand: ἅ προητοίμασεν εἰς δόξαν, i. e. for whom he appointed glory beforehand (i. e., from eternity), and, accordingly, rendered them fit to receive it, οἷς stands by attraction for ἅ (cf. Winer's Grammar, 149 (141); Buttmann, § 143,8). (Herodotus, Philo, Josephus, Plutarch, Geoponica, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῖν αὐτοῖς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.)
2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τον προετοίμασα για να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία την κατάσταση» β. (για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή) «προοδοποιών παρεγένετο καὶ προετοιμάζων», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. μέσ. προετοιμάζομαι
ετοιμάζω τον εαυτό μου για κάτι, παίρνω εκ τών προτέρων τα αναγκαία μέτρα, κάνω τις απαραίτητες ενέργειες (α. «προετοιμάζομαι για τις εξετάσεις» β. «εἰς ἐξορίαν προητοιμάζετο», Γ. Παχυμ.
γ. «ἐὰν ούν προετοιμάσησθε καὶ μετανοήσητε πρὸς τὸν Κύριον», Ερμ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι έτοιμος για κάτι, μέ έχουν ετοιμάσει εκ τών προτέρων (α. «τὴν προητοιμασμένην ἡμῖν βασιλείαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
β. «τὸ προητοιμασμένον Περσικὸν δεῖπνον», Πλούτ.)
αρχ.
μέσ. ετοιμάζω εκ τών προτέρων κάτι για δική μου χρήση, για να ωφεληθώ («προετοιμάσατο δὲ τάδε», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
προετοιμάζω: είμαι έτοιμος από πριν — Μέσ., ετοιμάζω εκ των προτέρων για δική μου χρήση ή σκοπό, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προετοιμάζω: ὡς καὶ νῦν, Αἰν. Τακτ. ― Μέσ., ἑτοιμάζω πρὸς ἰδίαν μου χρῆσιν ἢ πρὸς ἰδίους σκοπούς, Ἡρόδ. 7. 21., 8, 24. ― Παθ., Πλούτ. 2. 230Ε, κ. ἄλλ.
Middle Liddell
to get ready before:—Mid. to prepare for one's own use or purpose, Hdt.
Chinese
原文音譯:proetoim£zw 普羅-誒胎馬索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:先-(作)準備
字義溯源:預先裝備好,預備,早預備,早已預備,事先預備;由(πρό)*=前)與(ἑτοιμάζω)=預備)組成;而 (ἑτοιμάζω)出自(ἕτοιμος)=適應), (ἕτοιμος)又出自(ἑταῖρος)X*=合適)。
出現次數:總共(2);羅(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 早已預備(1) 弗2:10;
2) 早預備(1) 羅9:23