προλαμβάνω

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλαμβάνω Medium diacritics: προλαμβάνω Low diacritics: προλαμβάνω Capitals: ΠΡΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prolambánō Transliteration B: prolambanō Transliteration C: prolamvano Beta Code: prolamba/nw

English (LSJ)

Afut. προλήψομαι Isoc.6.16: aor. προὔλαβον:—Pass., v. infr.1.5:—take before or receive before, τὴν πόλιν Lys.26.9 codd.; τὰ χωρία καὶ λιμένας D.2.9; ἀργύριον προλαμβάνω receive money in advance, Id.50.14, 35; τὰ ἐφόδια Aeschin.1.172; τρία τάλαντα παρά τινος Id.2.166; ἅπαντα ἡμῶν τὰ χωρία D.3.16, etc.; also π. χάριν E.Ion914 (lyr.); μισθὸν τῆς ἀγγελίας for the message, Luc.Merc.Cond.37; γάλα μετὰ μέλιτος IG42(1).126.15 (Epid., ii A.D.); π. τὴν ἡλικίαν Aeschin.1.162; π. τὴν αὔξησιν begin their growth before, Thphr.HP8.1.4:—Pass., to be contained in advance, ἐν τῷ ὄντι ἄρα ζωὴ προείληπται καὶ ὁ νοῦς Procl. Inst.103.
2 take beforehand or seize beforehand, Aeschin. 3.142; τὴν ἀρχήν A.D.Synt.40.24; ὅσα τῆς πόλεως π. D.18.26; τοῦτο π., ὅπως σώσομεν provide that... Id.3.2: c. part., προλαβὼν κατεγνωκότας ὑμᾶς having first procured your vote of condemnation, Id.24.77:—Pass., σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου Corp.Herm.12.3.
b get as a start or take as a start, προειλήφασι πολὺν χρόνον have had a long start, PCair.Zen.60.5 (iii B.C.); π. τῆς νυκτὸς ὁπόσον ἂν δυναίμην Luc.Gall.1.
3 take in preference, τι πρό τινος S.OC1141.
4 take away or off before, ἐκ γὰρ οἴκων προὔλαβον μόγις πόδα, μὴ θανεῖν E.Ion1253.
5 assume in advance, τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα Dam.Pr.253; προειλήφθω… δισχιλίων σταδίων τὸ βάθος [εἶναι] Plb.34.6.7.
II to be beforehand with, anticipate,
1 c. acc. pers., get the start of, τὰς κύνας X.Cyn.5.19, v. infr. 3; π. τῷ λόγῳ τινάς D.Prooem. 29; βραχὺν χρόνον π. ἡμᾶς, i.e. in dying, Plu.2.117e; π. τῇ ῥιζώσει τοὺς χειμῶνας Thphr. HP8.1.3, cf. CP3.24.3: c. gen. pers., προλαβών μου ὥστε πρότερος λέγειν D.45.6; ἵνα μὴ προλημφθῶμεν (i.e. by death) Diog.Oen.2.
2 c. acc. rei, π. γόους, μαντεύματα, E.Hel.339 (lyr.), Ion407; τὸν καιρόν Plb.9.14.12, cf. Plu.Cam.34, etc.; τὸν ὄρθρον Luc.Am.15; of mental anticipation, π. ὡς οὕτως ἔχον πρὶν γινόμενον οὕτως ἰδεῖν Arist. GA765a28; τὰ συμβησόμενα ταῖς ἐννοίαις Plb.3.112.7, cf. 3.1.7; τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ Luc.Am.8; π. ὅτι… Plu.2.102e, etc.
3 c. gen. spatii, π. τῆς ὁδοῦ get a start on the way, Hdt.3.105; πολὺ τῆς ὁδοῦ π. Polyaen.7.29.2 (but just above, π. ὡς πλείστην ὁδὸν τοὺς διώξοντας) ; π. ῥᾳδίως τῆς φυγῆς Th.4.33; π. τῆς διώξεως get a start of the pursuers, D.S.16.94: metaph., μύθου προλαβοῦσα speaking first, Philicus in Stud.Ital.9.44, cf. 46.
b generally, π. τῶν κηρύκων anticipate them, Arist.Rh.1408b24; τοῦ χρόνου π. precede in point of time, Id.Metaph.1050b5.
4 c. dat. modi, π. τῷ δρόμῳ get a start in running, X.Cyn.7.7; τῇ διανοίᾳ Arist.Fr.660; τῇ φυγῇ Plu.Alex.20, Cic.47.
5 c. inf., προέλαβε μυρίσαι Ev.Marc. 14.8.
6 detect, ἐν παραπτώματι Ep.Gal.6.1 (Pass.).
7 anticipate, τι τῶν μελλόντων Ph.1.620; τὸ μέλλον τοῖς λογισμοῖς D.C.Fr. 54.2.
8 abs., προὔλαβε πολλῷ was far ahead, Th.7.80, cf. X.Cyn. 6.19, D.4.31, Plb.31.15.8; gain an advantage, D.37.15.
b anticipate the event, prejudge, ἐπειδὰν ἅπαντ' ἀκούσητε κρίνατε, μὴ πρότερον προλαμβάνετε Id.4.14; οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως… by anticipation, X.Cyr.1.2.3; come before the time, opp. ὑστερίζειν, Gal. 7.353; of corn-buyers, buy earlier, SIG976.49 (Samos, ii B.C.):—Med., προλαμβάνου Men.701:—Pass., τὸ προειλημμένον that which is prejudged, Hermog.Stat.1.
c precede, go before, ὁ προλαβὼν βίος his previous life, Arg.2 D.22.3; τὰ προλαβόντα what precedes, Procop. Vand.2.16; ἡ προλαβοῦσα τράπεζα the preceding meal, Lib.Or.57.24; also τῶν προλαβόντων τἢν μνήμην the memory of the past, Procop. Gaz.Pan.p.495 B.
III repeat from the origin, Isoc.6.16; μικρὸν π. Id.16.24.
IV Philos., form a preconception (cf. πρόληψις), prejudge, οἷα προειλήφαμεν Phld.D.3.13, cf. Sign.22:—Med., Id.D.1.13:—Pass., Id.Oec.p.57 J.

German (Pape)

[Seite 732] (s. λαμβάνω), vorher, vorweg nehmen od. voraus nehmen; ἐκ κακῶν προὔλαβον μόγις πόδα, Eur. Ion 1253; χάριν, 914; εἰ πρὸ τοὐμοῦ προὔλαβες τὰ τῶνδ' ἔπη, Soph. O. C. 1143, vorziehen; προλαβόντες ἐπιμέλονται, d. i. sie sorgen im Voraus, Xen. Cyr. 1, 2, 3; προλαμβάνειν τῆς ὁδοῦ, Her. 3, 105; τῆς φυγῆς, Thuc. 4, 33; auch absol., πολλῷ προὔλαβε, 7, 80; bes. einen Vortheil einem Andern vorwegnehmen, πέπεισμαι τοῦθ' ἱκανὸν ἡμῖν προλαβεῖν εἶναι Dem. 3, 2, u. Folgde, wie Pol. προλαβὼν τὸν καιρόν, 9, 14, 12. – Auch = voraus annehmen, sich vorstellen, im med., Menand. fr. inc. 152, dah. voreilig urteilen, ein Vorurtheil fassen, Sp., vgl. auch Dem.. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

f. προλήψομαι, ao. προὔλαβον, etc.
I. (πρό, devant);
1 prendre et porter en avant, avancer;
2 prendre les devants;
3 prendre de préférence : τι πρό τινος prendre une chose de préférence à une autre;
4 prendre en remontant à l'origine, reprendre dès l'origine;
II. (πρό, auparavant);
1 prendre d'abord, acc.;
2 recevoir d'avance, acc.;
3 prendre l'avance, gén. : τῆς ὁδοῦ HDT prendre l'avance d'un bout de chemin ; τῆς φυγῆς THC prendre l'avance dans la fuite ; abs. οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως XÉN les lois veillent d'avance à ce que (litt. ayant pris les devants veillent à ce que) ; prendre d'avance ses précautions ὅπως DÉM pour que;
4 présumer, préjuger : μὴ πρότερον προλαμβάνειν DÉM ne pas apporter d'opinion préconçue.
Étymologie: πρό, λαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-λαμβάνω, imperf. προελάμβανον en προυλάμβανον; aor. προύλαβον en προέλαβον van tevoren nemen, van tevoren krijgen:; χάριν οὐ προλαβών zonder eerst een gunst (van hem) te hebben ontvangen Eur. Ion 914 (lyr.); μισθόν... τῆς ἀγγελίας π. van tevoren zijn beloning voor de boodschap krijgen Luc. 36.37; overdr..; ἐκ γὰρ οἴκων προύλαβον μόγις πόδα ik kon met moeite de benen nemen en het huis uit rennen Eur. Ion 1253; van tevoren begrijpen:; τὰ πολλά... εἰκασίᾳ προὐλάμβανον het meeste kon ik tevoren wel raden [Luc.] 49.8; vijandig van tevoren (in)nemen:; τὰ χωρία καὶ λιμένας π. het grondgebied en de havens vooraf innemen Dem. 2.9; van tevoren betrappen: pass.. ἐὰν προλημφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι als een persoon betrapt wordt op enig vergrijp NT Gal. 6.1. bij voorkeur nemen, prefereren:. εἰ πρὸ τοὐμοῦ προὔλαβες τὰ τῶνδ’ ἔπη als jij hun woorden verkoos boven een gesprek met mij Soph. OC 1141. bij voorbaat doen, (te) vroeg zijn met, eerder doen: met acc..; μὴ... προλάμβαν (ε)... γόους wees niet te vroeg met jammerklachten Eur. Hel. 339; abs..; μὴ πρότερον προλαμβάνετε weest niet te snel (in uw oordeel) Dem. 4.14; προέλαβεν μυρίσαι τὸ σῶμά μου zij had tevoren mijn lichaam gezalfd NT Marc. 14.8; met ὅπως -zin; προλαβεῖν τὴν πρώτην... ὅπως τοὺς συμμάχους σώσομεν er zo vroeg mogelijk bij zijn om onze bondgenoten te redden Dem. 3.2; οἱ Περσικοὶ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται ὅπως de Perzische wetten zorgen bij voorbaat dat Xen. Cyr. 1.2.3; met gen. comp..; τῶν κηρύκων προλαμβάνουσι τὰ παιδία de kinderen zijn eerder dan de herauten (bij het antwoord) Aristot. Rh. 1408b24; vóór zijn, met acc.:; πολὺ προλαμβάνων τὸν ὄρθρον ver voor zonsopgang [Luc.] 49.15; abs. een voorsprong nemen:; τὸ... στράτευμα... προὔλαβε πολλῷ het leger kreeg een grote voorsprong Thuc. 7.80.4; met gen.. π. τῆς ὁδοῦ een voorsprong nemen (op de weg) Hdt. 3.105.1; π. τῆς φυγῆς een voorsprong nemen op de vlucht Thuc. 4.33.2.

Russian (Dvoretsky)

προλαμβάνω: (aor. 2 προὔλαβον) редко ed. Men.
1 брать или получать вперед (τι παρά τινος Aesch. и τί τινος Dem.), π. ἀργύριον Dem. брать деньги вперед;
2 прежде завладевать, ранее захватывать (τὴν πόλιν Lys.; τὰ χωρία Dem.): προληφθῆναι ἔν τινι παραπτώματι NT впасть в какое-л. прегрешение;
3 опережать, (пред)упреждать (τινὰ τῷ λόγῳ Dem.): βραχὺν χρόνον προειληφέναι τινά Plut. упредить кого-л. на короткое время; π. τῆς ὁδοῦ Her. обгонять в пути, двигаться быстрее; π. τῆς φυγῆς Thuc. спасаться бегством, ускользать (от преследующего противника); π. τοῦ χρόνου Arst. опережать во времени; προλαβεῖν ποιῆσαί τι NT сделать что-л. заранее; ἐξ οἴκων π. πόδα Eur. заблаговременно уйти из дому; τῷ φόβῳ προλαμβάνεσθαι Men. со страхом избегать; οἱ νόμοι προλαβόντες ἐπιμέλονται, ὅπως μή … Xen. законы заботятся о предупреждении того, чтобы (не) …;
4 (тж. π. τὸν καιρόν Polyb.) действовать преждевременно, поступать слишком поспешно, предвосхищать: μὴ προλάμβανε γόους Eur. не рыдай раньше времени; μὴ πρότερον προλαμβάνετε Dem. не судите преждевременно;
5 ставить выше, предпочитать: πρὸ τοὐμοῦ προύλαβες τὰ τῶνδε ἔπη Soph. (меня не удивляет), что ты предпочел заговорить с ними раньше, чем со мной;
6 начинать с предыдущего: προλήψομαι πορρωτέρωθεν Isocr. я начну издалека.

English (Strong)

from πρό and λαμβάνω; to take in advance, i.e. (literally) eat before others have an opportunity; (figuratively) to anticipate, surprise: come aforehand, overtake, take before.

English (Thayer)

2nd aorist προελαβον; 1st aorist passive subjunctive 3rd person singular προληφθῇ (προλημφθῇ L T Tr WH; see under the word Mu); from Herodotus down;
1. to take before: τί, to anticipate, to forestall: προέλαβε μυρίσαι, she has anticipated the anointing (hath anointed beforehand), Winer's Grammar, § 54,4.
3. to take one by forestalling (him i. e. before he can flee or conceal his crime), i. e. surprise, detect (τινα ἐν παραπτώματι, passive, Winer, Epistle to the Galatians, the passage cited

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν
1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.)
2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, -ούσα, -όν
ο προηγούμενος
νεοελλ.
1. φθάνω κάπου πριν από κάποιον άλλο ή πρώτος («όσο και να τρέχεις, θα δεις που θα σέ προλάβω»)
2. προφταίνω, φτάνω κάπου πριν από κάποιον άλλο ή εγκαίρως (α. «πήγα αλλά δεν τον πρόλαβα» β. «αν δεν βιαστούμε, δεν θα προλάβουμε το τραίνο»)
3. με την παρουσία μου ή με παρέμβασή μου ματαιώνω κάτι δυσάρεστο («η έγκαιρη άφιξη της πυροσβεστικής πρόλαβε την επέκταση της φωτιάς»)
4. βρίσκω τον απαιτούμενο χρόνο για να κάνω κάτι («δεν ξέρω αν θα προλάβω να τελειώσω σήμερα όλες τις δουλειές»)
5. ναυτ. μετακινώ τα ιστία του πλοίου κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πέσει πάνω τους ο άνεμος από μπροστά για να δοθεί στο πλοίο ώθηση προς τα πίσω
6. παροιμ. φρ. «όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε» — όσοι κινούνται δραστήρια και με ταχύτητα προς έναν στόχο επωφελούνται
αρχ.
1. καταλαμβάνω ή κυριεύω κάτι εκ τών προτέρων (α. «ὅσα τῆς πόλεως προλάβοι πρὸ τοῦ τοὺς ὅρκους ἀποδοῦν αι», Δημοσθ.
β. «σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου», Ερμητ.)
2. προτιμώ («εἰ πρὸ τοὐμοῦ προύλαβες τὰ τῶν δ' ἔπη», Σοφ.)
3. προφταίνω και παίρνω κάτι
4. λαμβάνω κάτι ως δεδομένο, έχω κάτι προκαταβολικά («τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα», Δαμάσκ.)
5. προσπερνώ («προλαμβάνοντες δὲ τὰς κύνας ἐφίστανται», Ξεν.)
6. αντιλαμβάνομαιπρολαμβάνειν τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ», Λουκιαν.)
7. (με χρον. και τοπ. σημ.) προηγούμαι
8. προτρέχω
9. προδικάζω
10. στοχάζομαι κάτι εκ τών προτέρων
11. επαναλαμβάνω κάτι από την αρχή
12. κρίνω κάποιον ή κάτι πρόωρα ή εσπευσμένα, δημιουργώ προκατάληψη
13. ανακαλύπτω, αποκαλύπτω («ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι», ΚΔ)
14. παθ. προλαμβάνομαι
συμπεριλαμβάνομαι εκ τών προτέρων
15. φρ. «προλαμβάνω τὴν αὔξηση» — αρχίζω την αύξηση προηγουμένως.

Greek Monotonic

προλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ προὔλαβον, παρακ. -είληφα — Παθ. -είλημμαι,
I. 1. λαμβάνω ή παίρνω από πριν, σε Ευρ., Δημ. κ.λπ.
2. λαμβάνω, παίρνω ή κυριεύω, σε Δημ.· προλαμβάνω ὅπως..., προλαβαίνω να..., σε Δημ.· προλαβὼν προεγνωκότας ὑμᾶς, δίνοντας πρώτος την ψήφο για την καταδίκη, στον ίδ.
3. λαμβάνω από πριν, λαμβάνω κατά προτίμηση, τι πρό τινος, σε Σοφ.
4. παίρνω, αφαιρώ, ξεκινώ, προὔλαβον μόγιςπόδα, σε Ευρ.
II. είμαι εκ των προτέρων με το μέρος κάποιου, προκαταλαμβάνω·
1. με αιτ. προσ., κάνω την αρχή με, σε Ξεν., Δημ.· επίσης με γεν. προσ., σε Δημ.
2. με αιτ. πράγμ., σε Ευρ.
3. με γεν. του διαστήματος, προλαμβάνω τῆς ὁδοῦ, ξεκινώ τον δρόμο, σε Ηρόδ.· προλαμβάνω τῆς φυγῆς, σε Θουκ.
4. απόλ., πολλῷ προὔλαβε, ήταν πολύ μακριά, προηγείτο πολύ, στον ίδ.· κρίνω από πριν τὸ γεγονός, προκρίνω, σε Δημ.· προλαβόντες, πρόγονοι, σε Ξεν.
III. επαναλαμβάνω από την αρχή, σε Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

προλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι· ἀόρ. προὔλαβον· τὸ παθ. εἶναι σπάνιον, ἴδε κατωτ. Ι. 5. Λαμβάνω πρότερον, τὴν πόλιν Λυσ. 176. 5· τὰ χωρία καὶ λιμένας Δημ. 20. 21· πρ. ἀργύριον, δέχομαι, λαμβάνω ὡς προκαταβολήν, Δημ. 1211. 5., πρβλ. 970. 28., 1217. 23· πρ. τὰ ἐφόδια Αἰσχίν. 24. 30· τρία τάλαντα παρά τινος ὁ αὐτ. 50. 20· τί τινος Δημ. 32. 27, κτλ.· ― πρ. χάριν Εὐρ. Ἴων. 914· μισθὸν τῆς ἀγγελίας, διὰ τὴν ἀγγελίαν, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 37· ― πρ. τὴν ἡλικίαν, λατ. decerpere florem ætatis, Αἰσχίν. 18· ὅπως προλάβωσι τὴν αὔξησιν, ὅπως ἀρχίσωσι τὴν αὔξησιν πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 4. 2) λαμβάνωκυριεύω πρότερον, ὅσα τῆς πόλεως προλάβοι πρὸ τοῦ τοὺς ὅρκους ἀποδοῦναι Δημ. 234. 5· νῦν μέντοι πέπεισμαι, τοῦθ’ ἱκανὸν προλαβεῖν εἶναι ἡμῖν... ὅπως τοὺς συμμάχους, νὰ προλάβωμεν νὰ σώσωμεν τοὺς συμμάχους..., ὁ αὐτ. 29. 1, πρβλ. Αἰσχίν. 73. 41· μετὰ μετοχ., προλαβὼ

Middle Liddell

fut. -λήψομαι aor2 προὔλαβον perf. -είληφα pass. -είλημμαι
I. to take or receive before, Eur., Dem., etc.
2. to take or seize beforehand, Dem.; πρ. ὅπως… to provide that…, Dem.; προλαβὼν προεγνωκότας ὑμᾶς first procured your vote of condemnation, Dem.
3. to take before, take in preference, τι πρό τινος Soph.
4. to take away or off before, προὔλαβον μόγις πόδα Eur.
II. to be beforehand with, anticipate,
1. c. acc. pers. to get the start of, Xen., Dem.:—also c. gen. pers., Dem.
2. c. acc. rei, Eur.
3. c. gen. spatii, πρ. τῆς ὁδοῦ to get a start on the way, Hdt.; πρ. τῆς φυγῆς Thuc.
4. absol., πολλῷ προὔλαβε was far ahead, Thuc.:— to anticipate the event, prejudge, Dem.; προλαβόντες by anticipation, Xen.
III. to repeat from the origin, Isocr.

Chinese

原文音譯:prolamb£nw 普羅-藍巴挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:先-取得
字義溯源:先行取得,取得,趕上,預先,預見,所勝,意外;由(πρό)*=前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成
出現次數:總共(3);可(1);林前(1);加(1)
譯字彙編
1) 所勝(1) 加6:1;
2) 先取用(1) 林前11:21;
3) 她預先(1) 可14:8

English (Woodhouse)

anticipate, be ahead of, be ahead, be in front, get ahead of, get before, get in front of, get the start of, receive beforehand, steal a march on, take in preference

⇢ Look up "προλαμβάνω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

praecipere, to advise, warn, 4.33.2,
praecedere, to precede, surpass, 7.80.4.