προπετής
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
προπετές, (προπίπτω)
A falling or slipping down in bed, εἰ π. γένοιτο Hp.Prog.3; προπετὴς ἐπὶ πόδας Id.Coac.487; προπετὴς ἂν ἐγίνετο ἡ βάδισις out of control, Arist.IA712a29, cf. Diocl.Fr. 142.
2 inclined forward, κεφαλὴ τοῦ βραχίονος προπετὴς ἐς τοὔμπροσθεν Hp.Art.1; προπετέστεραι γένυες more prominent, ib.31; ὁ μὲν αὐχὴν… μὴ π. πεφύκοι X.Eq.1.8; sloping, of shoulders, Gal.1.623; stooping, μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος Arist.Phgn.807b31.
3 thrown away, κεῖται προπετές [τὸ κάταγμα] S.Tr.701.
4 drooping, at the point of death, ζῇ γὰρ προπετής = he lives, though he is prostrate / though on the very edge ib.976 (anap.); ἡ προπετὴς Μοῖρα = untimely, IG 5(1).1355 (Messenia, ii A. D.).
5 prominent, of the eyes, Poll.1.189, Philum. ap. Orib.Syn.8.10, Alex.Aphr.Pr.2.22; γνάθοι, ὀφρῦς, Poll.4.68,134.
II metaph.,
1 being upon the point of, πολιὰς ἐπὶ χαίτας π. E.Alc.909 (lyr.); τύμβου π. παρθένος Id.Hec. 150 (anap.).
2 ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι, X.HG2.3.15, 6.5.24; πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg.792d: c. inf., προπετέστατος μεταστῆσαι X.HG2.3.30.
3 headlong, π. ἄγειν τὸν ἀκροατήν Arist.Rh.1409b31.
4 precipitate, rash, reckless, προπετεῖς σώματος ἡδοναί Aeschin.1.191; προπετὴς γέλως = uncontrolled laughter, Isoc.1.15; εἴ τι προπετέστερον ἔπραττον Hyp. Dem.Fr.6, cf. Men.Pk.441; ἡ π. ἀκρασία Arist.EN1150b26; π. βίος Men.382; π. γλῶσσα Alciphr.3.57; of a lot, drawn at random, Pi. N.6.63.
b of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.EN1116a7; τὰ θήλεα… [τῶν ἀρρένων] προπετέστερα Id.HA608b1; μανικὸς καὶ προπετὴς ἐπὶ τῶν κινδύνων Theopomp. Hist.268; οἱ προπετεῖς Arr.Epict.4.13.5; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς APl.4.89 (Gall.); τὸ προπετές = προπέτεια (rashness, lack of consideration), opp. τὸ σεμνόν, Hp.Medic. 1.
5 ἁρμονίαι προπετεῖς = flowing rhythms, D.H.Dem.40.
6 Medic., subject to diarrhoea, Ath.13.584d (Comp.).
III Adv. προπετῶς = headlong, out of control, προπετῶς εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι X.Eq.8.8.
2 metaph., headlong, hastily, προπετῶς φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Id Hier.7.2; προπετέως ταχυγλωσσότεροι Hp.Epid.4.45; ἐπερέσθαι προπετῶς X.Cyr.1.3.8, cf. Mem. Epit.306; ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, etc., Pl.Phlb. 45a, Isoc.12.272, etc.; προπετῶς ἔχειν to be rash, X.Cyr.1.4.4 (v.l.); μηδὲν… πράξῃς π. Men. 574; prematurely, AP5.144 (Asclep.); προπετέστερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Plb.3.102.11.
German (Pape)
[Seite 739] ές, vornüber fallend, vorwärts geneigt, hingestreckt, κεῖται, Soph. Trach. 698. 972. – Übertr., voreilig, vorschnell, keck; κλᾶρος, Pind. N. 6, 65; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς, Gall. 2 (Plan. 89); γέλως, Isocr. 1, 15; vgl. προπετεῖς τοῦ σώματος ἡδοναί, Aesch. 1, 191; u. so adv., μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Plat. Phil. 45 a, προπετῶς χρῆσθαι αὐτῇ, Dem. 59, 33; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 8, Sp., wie Pol., οὐδὲν προπετὲς οὐδὲ ἄκριτον 5, 12, 7, προπετέστερον ἐχρῶντο ταῖς προνομαῖς 3, 102, 11; – bereit wozu, nahe daran, τύμβου προπετῆ παρθένον, Eur. Hec. 152; πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετὴς ὤν, Alc. 913; übertr., geneigt wozu, πρὸς τὰς ἡδονάς, Plat. Legg. VII, 792 d; u. so adv., προπετῶς ἔχειν Xen. Cyr. 1, 4, 4, εἴς τι Hell. 6, 5, 24; – γαστέρα προπετεστέραν ἔχειν, zum Durchfall geneigt sein, Ath. XIII, 584 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui tombe en avant ; tombé en avant ; couché de tout son long, gisant;
II. qui se penche en avant ; p. suite :;
1 fig. qui incline vers : τύμβου EUR vers le tombeau ; πολιὰς ἐπὶ χαίτας EUR vers des cheveux blancs, càd qui est sur le déclin de l'âge;
2 enclin, porté à : εἴς τι, ἐπί τι enclin à qch (aux plaisir, etc.);
3 abs. qui se porte en avant, fougueux, emporté;
Sp. προπετέστατος;
NT: irréfléchi, impulsif.
Étymologie: προπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπετής -ές [προπίπτω] Ion. adv. προπετέως voorover vallend, voorover hangend, voorover gevallen; van pers..; εἰ δὲ καὶ προπετὴς γένοιτο als (de patiënt) ook nog voorover valt Hp. Prog. 3; ἐπιδεῖν τύμβου προπετῆ... παρθένον je dochter zien, voorover gevallen op het graf Eur. Hec. 150; van zaken; πέφυκε... ἐς τοὔμπροσθεν προπετής (de kop van de arm) is van nature voorwaarts gebogen Hp. Art. 1; τοιόνδε κεῖται προπετές zo lag het dan op de grond Soph. Tr. 701; overdr.. προπετῆ ἄγει τὸν ἀκροατήν (die stijl) sleept de toehoorder halsoverkop mee Aristot. Rh. 1409b31. overdr. vervallend (tot):; πολιὰς ἐπὶ χαίτας ἤδη π. ὤν al tot grijze haren vervallend Eur. Alc. 909; abs..; ζῇ... προπετής hij leeft nog, op het randje Soph. Tr. 976; geneigd tot, met prep. εἰς, ἐπί of πρός + acc., met inf.: προπετέστατος ἐγένετο τὴν δημοκρατίαν μεταστῆσαι hij was als geen ander bereid de democratie omver te werpen Xen. Hell. 2.3.30. overhaast, onbezonnen:; οἱ μὲν θρασεῖς προπετεῖς overmoedige mensen zijn onbezonnen Aristot. EN 1116a7; subst. τὸ προπετές = gehaastheid. Hp. Med. 1.
Russian (Dvoretsky)
προπετής:
1 брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.);
2 наклоненный вперед, наклонный (βάδισις Arst.): ὁ αὐχὴν μὴ π., ἀλλ᾽ ὀρθός Xen. (конская) шея не опущенная, а крутая;
3 склоняющийся (близкий) к концу: π. πολιὰς ἐπὶ χαίτας Eur. доживший до седых волос; ζῇ π. Soph. еще живой;
4 склонный, влекомый (ἐπί и εἴς τι Xen. или πρός τι Plat.): προπετέστατος ποιεῖν τι Xen. горящий желанием сделать что-л.;
5 стремительный, неудержимый, необузданный (τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.);
6 опрометчивый, необдуманный (μηδὲν προπετὲς πράσσειν NT).
English (Slater)
προπετής precipitate δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.63)
English (Strong)
from a compound of πρό and πίπτω; falling forward, i.e. headlong (figuratively, precipitate): heady, rash (rashly).
English (Thayer)
προπετές (πρό and πέτω i. e. πίπτω);
1. falling forward, headlong, sloping, precipitous: Pindar Nem. 6,107; Xenophon, r. eq. 1,8; others.
2. precipitate, rash, reckless: Clement of Rome, 1 Corinthians 1,1 [ET]; and often in Greek writings).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. -έτισσα και παλ. τ. -ις, Ν
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῖς καὶ προπετεῖς», Αριστοτ.
β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῖς», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς τα εμπρός («προπετὴς ἐπὶ πόδας», Ιπποκρ.)
2. αυτός που είναι κεκλιμένος σε κάτι ή μπροστά από κάτι («κεφαλὴ τοῦ βραχίονος προπετὴς ἐς τοὔμπροσθεν», Ιπποκρ.)
3. (για τον ένα ώμο) αυτός που παρουσιάζει κλίση σε σχέση με τον άλλο
4. κυρτός («μὴ ἀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος», Αριστοτ.)
5. αυτός που έχει πέσει κάτω
6. αυτός που πλησιάζει τον θάνατο («ζῇ γὰρ προπετής», Σοφ.)
7. (για τα μάτια, για τις γνάθους και για τα φρύδια) αυτός που προεξέχει
8. ο επιρρεπής σε κάτι («μήτ' οὖν αὐτὸν προπετῆ πρὸς τὰς ἡδονὰς γιγνόμενον ὅλως», Πλάτ.)
9. απερίσκεπτος
10. (για κλήρο) αυτός που εμφανίζεται απροσδόκητα
11. ανόητος, μωρός
12. πρόωρος
13. αυτός που υπόκειται σε κινδύνους
14. ιατρ. ο υποκείμενος σε διάρροια
15. αυτός που βρίσκεται εκτός ελέγχου
16. μτφ. αυτός που, παρουσιάζοντας κλίση, αγγίζει κάτι («πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετής», Ευρ.)
17. το ουδ. ως ουσ. τὸ προπετές
η προπέτεια
18. φρ. «ἁρμονίαι προπετεῖς» — ρέοντες ρυθμοί.
επίρρ...
προπετώς / προπετῶς ΝΜΑ
μτφ. με προπέτεια, με άκαιρη και αλόγιστη σπουδή και θρασύτητα κατά την ομιλία («προπετῶς φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα», Ξεν.)
αρχ.
1. πρόωρα, άκαιρα
2. χωρὶς έλεγχο
3. φρ. «προπετῶς ἔχω» και «προπετῶς χρῶμαι» και «προπετῶς πράττω» — ενεργώ με προπέτεια, με αυθάδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πετής (< θ. πετ- του πίπτω), πρβλ. περιπετής].
Greek Monotonic
προπετής: -ές (προπεσεῖν),
I. 1. αυτός που πέφτει προς τα εμπρός, κατωφερής, Λατ. proclivis, σε Ξεν.
2. αυτός που ρίχνεται μακριά, κεῖται προπετὲς (τὸ κάταγμα), σε Σοφ.
3. κεκλιμένος, φθίνων στο σημείο του θανάτου, στον ίδ.· πρβλ. προνωπής·
II. μεταφ.,
1. αυτός που βρίσκεται στο σημείο, προπετὴς ἐπὶ πολιὰς χαίτας, σε Ευρ. τύμβου προπετὴς παρθένος, στον ίδ.
2. έτοιμος για, επιρρεπής σ' ένα πράγμα, ἐπί ή εἴς τι, σε Ξεν.· πρός τι, σε Πλάτ.
3. παράτολμος, βιαστικός, εσπευσμένος, βίαιος, σε Αισχίν.· ἡ προπετὴς ἀκρασία, σε Αριστ.· λέγεται για κλήρο, τραβηγμένος στην τύχη, σε Πίνδ.· λέγεται για πρόσωπα, οἱ θρασεῖς προπετεῖς, σε Αριστ.
III. 1. επίρρ. -τῶς, προς τα εμπρός, σε Ξεν.
2. ορμητικά, βιαστικά, στον ίδ. κ.λπ.· προπετῶς ἔχειν, είμαι σε βιασύνη, βιάζομαι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προπετής: -ές, (προπίπτω) ὁ πίπτων ἢ κλίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, «τοὔμπροσθεν νενευκὼς» (Σουΐδ.), προέχων, προκύπτων, προνεύων, Λατ. prociduus proclivis, κεφαλὴ πρ. εἰς τοὔμπροσθεν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, πρβλ. 197Α· προπετέστεραι γένυες αὐτόθι 798· ὁ μὲν αὐχήν... μὴ πρ. πεφύκοι Ξεν. Ἱππ. 1, 8· πρ. ἂν ἐγίνετο ἡ βάδισις Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 14, 2· μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 5. 2) ἐρριμένος, κεῖται προπετὲς [τὸ κάταγμα], «ἐρριμένον καὶ προπεσὸν χαμαὶ» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 701· πρ. εἶναι, γίγνεσθαι Ἱππ. Προγν. 37. 41, κτλ. 3) προκλινής, ἐν καταπτώσει εὑρισκόμενος, ἐγγίζων εἰς τὸν θάνατον, ζῇ γὰρ πρ. Σοφ. Τρ. 976, πρβλ. προνωπής· ἡ πρ. Μοῖρα, πρόωρος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1499 4) προεξέχων, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Πολυδ. Α΄, 189· γνάθοι, ὀφρῦς ὁ αὐτ. Δ΄, 68, 134. ΙΙ. μεταφορ., 1) ὁ ἐγγίζων εἴς τι, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Εὐρ. Ἄλκ. 909· τύμβου προπετῆ παρθένον, «τὴν παρθένον προκειμένην τοῦ τύμβου» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 152. 2) ἐπιρρεπὴς εἴς τι, ἐπὶ ἢ εἴς τι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15., 6. 5, 14· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 792D· μετ’ ἀπαρεμφ., πρ. μεταστῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 30. 3) «κατακέφαλα», πρ. ἄγειν τινὰ Ἀριστ. Ρητ. 3. 9. 3. 4) ὁρμητικός, αἰφνίδιος, ῥιψοκίνδυνος, ἀπερίσκεπτος, βίαιος, πρ. ἡδοναὶ σώματος Αἰσχίν. 27. 8· πρ. γέλως, ἀνόητος, μωρός, Ἰσοκρ. 5Α· ἡ πρ. ἀκρασία Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 7, 8· ἐφήμερον δὲ καὶ προπετῆ βίον, ὑποκείμενον εἰς κινδύνους, Μένανδρ. ἐν «Παρακαταθήκῃ» 2· πρ. γλῶσσα Ἀλκίφρων 3. 57· ἐπὶ κλήρου τυχαίως ἐκτιναχθέντος, κλᾶρος προπετὴς Πινδ. Ν. 6. 107. β) ἐπὶ προσώπων, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 7. 12· τὰ θήλεα... [τῶν ἀρρένων] προπετέστερα ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5· μανικὸς καὶ πρ. ἐπὶ τῶν κινδύνων Θεοπόμπ. Ἱστ. παρ’ Ἀθην. 435Β· οἱ προπετεῖς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 13, 5· οἱ γλώσσῃ προπετεῖς Ἀνθ. Πλαν. 89· τὸ προπετὲς = προπέτεια, Ἱππ. 19. 16, κτλ. 5) ἁρμονίαι προπετεῖς, ῥέοντες ῥυθμοί, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40. 6) ὡς ἰατρικὸς ὅρος, ὁ ὑποκείμενος εἰς διάρροιαν, Ἀθήν. 584D. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τῶς, πρὸς τὰ ἐμπρός, πρ. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι Ξεν. Ἱππ. 8, 8, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 145. 2) προπετῶς, μετὰ σπουδῆς, πρ. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Ξεν. Ἱέρων 7, 2· πρ. ταχύγλωσσος Ἱππ. 1136F· πρ. ἐπερέσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, κτλ., Πλάτ. Φίληβ. 45Α, Ἰσοκρ. 290Α, κτλ.· πρ. ἔχειν, εἶμαι προπετής, ὁρμητικός, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· μηδέν... πράξῃς πρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 25· προπετέστερον χρῆσθαί τινι Πολύβ. 3. 102, 11. ― Περὶ τοῦ προπετής, προπέτεια καὶ προπετεύεσθαι ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 292-97, 298, 30, 862.
Middle Liddell
προπετής, ές προπεσεῖν
I. falling forwards, inclined forward, Lat. proclivis, Xen.
2. thrown away, κεῖται προπετές [τὸ κάταγμα Soph.
3. drooping, at the point of death, Soph.; cf. προνωπής.
II. metaph.,
1. being upon the point of, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Eur.; τύμβου πρ. παρθένος Eur.
2. ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι Xen.; πρός τι Plat.
3. headlong, precipitate, rash, reckless, violent, Aeschin.,; ἡ πρ. ἀκρασία Arist.; of a lot, drawn at random, Pind.:—of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.
III. adv. προπετῶς, forwards, Xen.
2. headlong hastily, Xen., etc.; προπετῶς ἔχειν to be rash, Xen.
Chinese
原文音譯:propet»j 普羅-胚帖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:以前-落
字義溯源:向前墮落,任性的,任意妄為,輕率的,鹵莽的,激動的,任意妄為;由(πρό)*=前)與(πίπτω / συμπίπτω)*=落下)組成
出現次數:總共(2);徒(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 任意妄為(1) 提後3:4;
2) 鹵莽(1) 徒19:36
English (Woodhouse)
addicted to, hasty, inclined to, rash, vehement
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού σκύβει πρός τά μπρός). Ἀπό τό προπίπτω → πρό + πίπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.