πτόησις
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
or πτοίησις (so in Pl.), εως, ἡ, vehement emotion or excitement, Pl.Prt.310d; περί τι Id.Smp.206d; ἡ τοῦ σώματος πτόησις Id.Cra. 404a, cf. Arist.GA774a5 (dub.), Clearch.(?) ap.Ath.15.670c, Agatharch.5, Ph.1.509; μὴ φοβούμεναι μηδεμίαν πτόησιν 1 Ep.Pet.3.6.
German (Pape)
[Seite 810] ἡ, auch πτοίησις, das Scheuchen, Erschrecken, in heftige Bewegung u. Leidenschaft Setzen (?). – Heftige Bewegung, Leidenschaft, ἔχοντες τὴν τοῦ σώματος πτόησιν καὶ μανίαν, Plat. Crat. 404 a; περί τι, Conv. 206 d (v.l. ποίησις); vgl. Prot. 310 d; Brunst, Arist. de gen. anim. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mouvement violent de l'âme, passion;
NT: sujet de crainte ; trouble, crainte, effroi, épouvante.
Étymologie: πτοέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτόησις, ἡ zie πτοίησις.
Russian (Dvoretsky)
πτόησις: и πτοίησις, εως ἡ
1 испуг, страх Arst.: μὴ φοβούμενος μηδεμίαν πτόησιν NT не испытывающий никакого страха;
2 волнение, возбужденность (π. καὶ μανία Plat.).
English (Strong)
English (Thayer)
πτοησεως, ἡ (πτοέω), terror: φοβεῖσθαι πτόησιν, equivalent to φόβον φοβεῖσθαι, to be afraid with terror (others take πτόησις objectively: R. V. text to be put in fear by any terror), φοβέω, 2; (Winer's Grammar, § 32,2; Buttmann, § 131,5. (Philo, quis rev. div. her. § 51)).
Greek Monotonic
πτόησις: -εως, ἡ, σφοδρή συγκίνηση, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πτόησις: ἢ πτοίησις, εως, ἡ, πᾶσα σφοδρὰ συγκίνησις, ταραχή, σφοδρὰ ἔξαψις, Πλάτ. Πρωτ. 310D· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 206D· ἢ τοῦ σώματος πτ. ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 404Α· πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 5, 9, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 670C.
Middle Liddell
πτοέω
passionate excitement, Plat.
Chinese
原文音譯:ptÒhsij 普拖誒西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:喪膽
字義溯源:恐懼,懼怕,恐佈,恐嚇;源自(πτοέω)*=驚慌)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 恐嚇(1) 彼前3:6