σκέλος
English (LSJ)
εος, τό,
A leg from the hip downwards, only once in Hom., πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.16.314; κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σ. ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103, cf. 7.61,88; τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Pl.Phdr.254e, cf. Arist.HA494a4; of dancers, τὸ σ. ῥίψαντες, αἴρειν, Ar.Pax332, Ec.265; σ. οὐράνιον ἐκλακτίζων Id.V.1492, cf. 1526; οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, of one thrown head foremost, S.El.753; βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους, Pl.Smp. 190d; ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν he with the legs, the strider, Ar. Pax 241 (but expld. by Sch. ἀπὸ τῶν διὰ δειλίαν ἀποτιλώντων, cf. Men. Per.18); dual, τὼ σκέλει Ar.Pax325,al., cf. Luc.Tim.26, Anach. 1; σκέλε (i.e. prob. σκέλει) δύο IG22.1388.24, cf. 1502.5; but σκέλη (pl.) δύο in Att. Inscrr. from 390 B.C., ib.1425.15, cf. 57, etc.; and so τὰ σ. Luc.Ind.9: sg., leg of sacrificial victim, IG12.190.32, al.,42(1).40.10 (Epid., v B.C.).
2 as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, retreat with the face towards the enemy, retire leisurely, E.Ph.1400, Ar.Av.383; cf. πούς 1.6b.
3 κατὰ σκέλος βαδίζειν, of the lion and the camel, with the hind foot following the fore on the same side (not crosswise), Arist.HA498b7, cf. 629b14.
4 παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ it meets one across, i.e. crosses one's path, thwarts one, Arr.Epict.2.12.2 (v.l. π. μέλος).
II metaph., τὰ σκέλη = the legs, i.e. the two long walls connecting Athens with Piraeus, Str.9.1.15, Plu.Cim.13; τὰ μακρὰ σκέλη D.S.13.107, Plu.Lys.14; of the long walls between Megara and Nisaea, τὰ Μεγαρικὰ σκέλη Ar.Lys.1170; between Corinth and Lechaeum, Str.8.6.22.
b sidewall of a temple, SIG 247 K1 iii 3, 11 (Delph., iv B.C.); of other structures, PPetr.3p.88 (iii B.C.), etc.
2 sidepoles or frames of an engine, Orib.49.4.4.
3 tails of a surgical bandage, Heliod. ap. Orib.48.20.5; of the ends of the Persian headdress, Plu.2.820d.
4 members of a sentence, Sch.rec.A.Th.94. (Written σχέλος IG11(2).161 B61 (Delos, iii B.C.).)
German (Pape)
[Seite 891] τό, der Schenkel; πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται, Il. 16, 314; τρέχω δὲ χερσίν, οὐ ποδωκίᾳ σκελῶν, Aesch. Eum. 37; οὐρανῷ σκέλη προφαί νων, Soph. El. 743; ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖ, Eur. Phoen. 1409, wie ἐπὶ πόδα; vgl. ἐπὶ σκέλος ἀνάγειν, Ar. Av. 383, sich mit dem Gesichte gegen den Feind zurückziehen; σκέλος ἀνατείνειν, ῥίπτειν, Lys. 799 Pax 332, αἴρειν τὼ σκέλη, 854; χωλὸς τὼ σκέλη, Thesm. 24; τῷ σκέλει θένε την πέτραν, Av. 54, vgl. Schol.; περὶ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας εἶχον, Her. 7, 61; κατὰ σκέλος βαδίζειν, vom Gange der Tiere, wie des Löwen und des Kameels, Arist. H. A. 2, 1, ὅτε οὐ προβαίνει τῷ ἀριστερῷ τὸ δεξιόν, ἀλλὰ ἐπακολουθεῖ, einen Fuß nach dem andern auf derselben Seite setzen, den Hinterfuß dem Vorderfuß auf derselben Seite nachsetzen, die Füße beim Gehen nicht über's Kreuz setzen; ἐφ' ἑνὸς σκέλους πορεύειν, Plat. Conv. 190 d, wie βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ibid.; πόδες καὶ σκέλη, Phaed. 117 e; καὶ αὐχένες, Rep. VII, 514 a; ἐπεσκόπει τοὺς πόδας καὶ τὰ σκέλη, Phaed. 117 e; ἔχων περὶ τοῖς σκέλεσιν ἀναξυρίδας, Xen. Cyr. 8, 3, 13, u. öfter, wie Folgde; παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ, es kommt in die Quere, es geht wider Wunsch und Erwarten, Arr. Epict. 2, 12. – In Athen sind τὰ σκέλη die langen Mauern zwischen der Stadt und dem Peiräeus, Strab. 9, 1, 15, auch die Mauern von Megara, Ar. Lys. 1172.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
jambe de l'homme et des animaux ; τὰ μακρὰ σκέλη ou simpl. τὰ σκέλη les Longs Murs entre Athènes et le Pirée ; τὰ σκέλη les Murs entre Mégare et Nisæa.
Étymologie: R. Σκελ, être desséché, d'où être sec et allongé ; cf. σκέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέλος -εος, contr. -ους, τό been, poot:; ἄλλοτ’ οὐρανῷ σκέλη προφαίνων dan weer zijn benen aan de hemel tonend (d.w.z. met zijn benen in de lucht) Soph. El. 753; milit..; ἐπὶ σ. πάλιν χωρεῖν zich stap voor stap terugtrekken Eur. Phoen. 1400; overdr.. τὰ σκέλη de Lange Muren (van de lange muur van Athene naar de Piraeus) Plut. Cim. 13.6.
Russian (Dvoretsky)
σκέλος: εος τό
1 бедро: πρυμνὸν σ. Hom. верхняя часть бедра;
2 голень (τὰ σκέλη τε καὶ ἰσχία Plat.);
3 нога: χωλὸς τὼ σκέλη Arph. хромоногий; βαδίζειν ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν Plat. ходить обеими ногами; ἐπὶ σ. πάλιν χωρεῖν Eur. или ἀνάγειν Arph. отступать шаг за шагом (лицом к врагу); κατὰ σ. βαδίζειν Arst. (о походке льва и верблюда, лат. pedatim gradi или ambulare) ходить иноходью;
4 pl. τὰ σκέλη Plut., τὰ μακρὰ σκέλη Diod., Plut. или τὰ Πειραϊκὰ σκέλη Anth. Длинные стены (между Афинами и Пиреем); τὰ Μεγαρικὰ σκέλη Arph. Мегарские стены (между городами Мегары и Нисея).
English (Autenrieth)
εος: πρυμνόν, upper part of the thigh, Il. 16.314†.
English (Slater)
σκέλος leg τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν of the horses of Diomedes eating their groom fr. 169. 30.
English (Strong)
apparently from skello (to parch; through the idea of leanness); the leg (as lank): leg.
English (Thayer)
σκελους, τό, from Homer down, the leg i. e. from the hip to the toes inclusive: John 19:31f, 33.
Greek Monolingual
-ους, το, ΝΜΑ
1. καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή τα πίσω πόδια του ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ
γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας», Πλάτ.)
2. μτφ. καθετί που μοιάζει με πόδι
νεοελλ.
1. καθένα από τα δύο όμοια ή αντίστοιχα μέρη που συνθέτουν ένα σύνολο (α. «σκέλη διαβήτη» β. «σκέλη γωνίας» γ. «το πρώτο σκέλος του προβλήματος» δ. «σκέλος προϋπολογισμού» — καθένα από τα δύο αντίστοιχα κεφάλαια του προϋπολογισμού, δηλ. τών εσόδων ή τών εξόδων)
2. φρ. α) «σκέλη τών νομέων»
ναυτ. καθένα από τα συμμετρικά τμήματα τών νομέων από τη μια και από την άλλη πλευρά της τρόπιδας
β) «σκέλη θωρακίων ή διζύγων» — ξύλινα τεμάχια πάνω στα οποία στηρίζονται τα θωράκια ή τα δίζυγα
αρχ.
1. τμήμα οχυρώματος ή τείχους που συνδέει άλλα μεγαλύτερα τμήματα
2. ο πλάγιος τοίχος ναού ή άλλου οικοδομήματος («νοτίνου σκέλους Ἑρμοῦ πόλεως», πάπ.)
3. πλάγιος πάσσαλος ή υποστήριγμα μηχανής
4. το άκρο χειρουργικού επιδέσμου
5. τα άκρα περσικής καλύπτρας
6. καθένα από τα μέρη μιας περιόδου
7. στον πληθ. τὰ σκέλη
μτφ. α) τα δύο μακρά τείχη που συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιά
β) τα μακρά τείχη μεταξύ Μεγάρων και Νίκαιας
γ) τα μακρά τείχη μεταξύ Κορίνθου και Λεχαίου
8. φρ. α) «ἐπὶ σκέλος χωρεῖν» ή «ἐπὶ σκέλους ἀνάγειν»
στρ. υποχωρώ έχοντας το πρόσωπο στραμμένο προς τον εχθρό, υποχωρώ με τάξη
β) «κατά σκέλος βαδίζειν» — λεγόταν για το λιοντάρι και την καμήλα, επειδή βαδίζουν κινώντας το πίσω πόδι μαζί με το μπροστινό στην ίδια πλευρά και όχι σταυροειδώς, όπως τα περισσότερα τετράποδα
γ) «παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ» — κόβει τον δρόμο κάποιου, εναντιώνεται σε κάποιον
δ) «πράγματα ἐπὶ θατέρου σκέλους ἑστῶτα» — πράγματα πολύ επισφαλή, που βρίσκονται σε κακή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)kel- «κάμπτω, ακουμπώ, κυρτός» (βλ. και λ. κώλον), η οποία, ειδικά για περιγραφές μελών σώματος, δηλώνει το σημείο σύνδεσης, άρθρωσης δύο μελών, που μπορεί να στρίβει και να λυγίζει εύκολα. Επομένως, η λ. σκέλος «το κάτω άκρο από τον γοφό ώς τα δάκτυλα» θα πρέπει να δήλωνε αρχικά το μέλος του σώματος που αποτελείται από τον μηρό και τη γάμπα, τα οποία συνδέονται στο γόνατο. Η λ. σκέλος συνδέεται με τα αρχ. άνω γερμ. scelah «στραβός», αγγλοσαξ. sceolh «στρεβλός» (πρβλ. αγγλ. shelve «λυγίζω, γέρνω»), αλβαν. tschale «χωλός» και θα μπορούσε πιθ. να θεωρηθεί αντίστοιχη με το λατ. scelus «ανόσιο έργο», αν γίνει δεκτή μια αρχική σημ. «πράξη στραβή, άδικη» για τη λατ. λ. (για τη σημασιολογική αυτή εξέλιξη πρβλ. και λ. σκολιός). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. kerea2, ο οποίος αναφέρεται στα πόδια ενός τρίποδα.
ΠΑΡ. σκελέα
αρχ.
σκελίσκος, σκελλός, σκελύδριον
αρχ.-μσν.
σκελίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σκελοτύρβη
αρχ.
σκελεαγής, σκελόδεσμον, σκελοκοπία, σκελοκοπούμαι, σκελοπέδη
νεοελλ.
σκελαλγία. (Β' συνθετικό) ανισοσκελής, ασκελής (ΙΙ), βαρυσκελής, ετεροσκελής, ισοσκελής, μακροσκελής, μονοσκελής, ραιβοσκελής, τρισκελής
αρχ.
βραδυσκελής, βραχυσκελής, εξασκελής, ιμαντοσκελής, ιπποσκελής, ισχνοσκελής, κακοσκελής, λεπτοσκελής, μικροσκελής, οκτασκελής, ομοιοσκελής, παρασκελής, παχυσκελής, περισκελής (II), τετρασκελής, τραγοσκελής, υγροσκελής, υπερσκελής, φοινικοσκελής, χαλκοσκελής
νεοελλ.
γυμνοσκελής, δισκελής].
Greek Monotonic
σκέλος: -εος, τό,
I. το πόδι από την άρθρωση του ισχύου και κάτω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρυμνὸν σκέλος, γλουτός ή φτέρνα, σε Ομήρ. Ιλ.· ως στρατιωτική έκφραση, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, υποχωρώ με το πρόσωπο στραμμένο προς τον εχθρό, υποχωρώ δηλ. με τάξη, δεν τρέπομαι σε άτακτη φυγή, Λατ. pedetentim, σε Ευρ., Αριστοφ.
II. μεταφ., τὰ σκέλη, τα πόδια, τα σκέλη, δηλ. τα δύο μακρά τείχη ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά, σε Στράβ.· τὰ μακρὰ σκέλη, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σκέλος: -εος, τό, ἓν τῶν κάτω ἄκρων ἀπὸ τοῦ κατὰ τὸ ἰσχίον συνδέσμου πρὸς τὰ κάτω, μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., πρυμνὸν σκέλος, ὁ γλουτός, Ἰλ. Π. 314· κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σκέλεσι ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Ἡρόδ. 3. 103, πρβλ. 7. 61, 88· τὰ σκέλη τε καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5· ἐπὶ ὀρχηστῶν, σκέλη ῥίπτειν, αἴρειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 332, Ἐκκλ. 295· σκ. οὐράνιον ἐκλακτίζειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1492, πρβλ. 1525· οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, ἐπί τινος ῥιφθέντος κατακέφαλα, Σοφ. Ἠλ. 753· βαδίζειν ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ’ ἑνὸς σκέλους πορεύεσθαι Πλάτ. Συμπ. 190D· ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν, ὁ ἔχων τὰ σκέλη μεγάλα, ὁ μακρὰ βήματα ποιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 241· ἐπὶ ἀνθρώπων συνήθως τὼ σκέλη, οὐχὶ τὰ σκέλη, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 3, σ. 451· ἀλλὰ τὰ σκέλη Λουκ. πρ. Ἀπαίδευτ. 9, 2) ἐν στρατιωτικῇ φράσει, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, ὑποχωρῶ ἔχων τὸ πρόσωπον πρὸς τὸν ἐχθρὸν ἐστραμμένον, ὑποχωρῶ ἡσύχως ἠρέμα, Λατ. pedetentim, Εὐρ. Φοίν. 1400, Ἀριστοφ. Ὄρν. 383· (ὡς τὸ ἐπὶ πόδα παρὰ Ξεν., πρβλ. ποὺς Ι. 6. β). 3) κατὰ σκέλος βαδίζειν, ἐπὶ τοῦ λέοντος καὶ τῆς καμήλου, βαδίζω κινῶν τὸν ὀπίσθιον πόδα μετὰ τὸν πρόσθιον κατὰ τὴν αὐτὴν πλευρὰν (καὶ οὐχὶ σταυροειδῶς ὡς τὰ πλεῖστα τῶν τετραπόδων), pedatim gradi Πλίν. 11. 105), Ἀριστοφ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 15., 9. 44, 3. 4) παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ συναντᾷ τινα, κόπτει τινὸς τὸν δρόμον, ἐναντιοῦται εἴς τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 2 (εἰ μὴ ἀναγνώσομεν π. μέλος). ΙΙ. μεταφορ., τὰ σκέλη, δηλ. τὰ δύο μακρὰ τείχη τὰ ἑνοῦντα τὰς Ἀθήνας μετὰ τοῦ Πειραιῶς, Στράβ. 395, Πλουτ. Κίμ. 13· τὰ μακρὰ σκέλη Διόδ. 13. 107, Πλούτ. Λύσ. 14· ἃ καλοῦσι brachia ὁ Λίβ. 31. 26, καὶ Προπέρτ. 3. 20, 23· ἴδε Wordsw. εἰς Ἀθήν. καὶ Ἀττ. κεφ. 24· ― ὡσαύτως, τὰ μακρὰ τείχη ἀπὸ Μεγάρων εἰς Νίσαιαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 1170, πρβλ. Θουκ. 4. 109· τὰ μεταξὺ Κορίνθου καὶ Λεχαίου, Στράβ. 380. 2) τὰ πλάγια ξύλα ἢ ὑποστηρίγματα μηχανῆς, Ὀρειβάσ. 122 Μai. 3) μέρος χειρουργικοῦ ἐπιδέσμου, αὐτόθι 92. 4) τὰ μέρη περιόδου, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 94.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: thigh, leg (Π 314).
Dialectal forms: Myc. kerea₂ (pl.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. τετρα-σκελής four-legged (trag. a. o.).
Derivatives: 1. Diminut. σκελ-ίσκος m. (Ar.), -ύδριον (Herod., Arr.). 2. σκελέαι f. pl. breeches (Critias, Antiph.). 3. σκελίζω (Plu., S. E.), usually ὑπο- σκέλος (Pl., D. etc.) to trip someone up, to bring him down, to outsmart with (ὑπο-)σκελ-ισμός m. the bringing down, downfall, -ισμα n. accident (LXX); daneben σκέλ[λ]ισμα δρόμημα H. 4. also σκελλός bandy-legged, διεστραμμένος, ῥαιβός (sch., H., EM; cf. στρεβλός a. o.; s. also κυλλός). -- Besides 1. with ο-ablaut: σκολιός crooked, bent, twisted, unjust (Π 387; from *σκόλος m. after σκαιός a.o.?; cf. σκολοῖς δρεπάνοις H.) with σκολι-ότης f. curve, injustice (Hp., LXX, Str. a. o.), -όομαι to be bent, to curve (Hp., Thphr.) with -ωσις, -ωμα (late), -αίνομαι to curve (Hp.), -άζω to be bent (LXX); τὸ σκόλιον drinking-song (Pi.; explanation debated: because they were presented in irregular order?). 2. with lengthened grade σκώληξ; s. v. -- On σκαληνός s. σκάλλω; on σκελίς s. σχελις.
Origin: IE [Indo-European] [928] *skel- bend, curve
Etymology: With Lat. scelus n. malice, badness, crime formally, orig. also semant. identical as *'curvation, deflection' (cf. σκολιός curved, unright). The orig. presence of a verb curve, bend is demonstrated also by two other primary formations: Germ., OHG scelah, OE sceolh oblique, curved, squinting, NHG scheel, OWNo. skjalgr oblique, squinting, PGm. *skél-ha-, -gá- < IE *skel-ko-; Alb. tshalë lame < IE *skel-no-. Quite uncertain Arm. šeɫ slanting, oblique, xeɫ distorted, crippled. Also κυλλός, κῶλον a. cogm. are adduced as s-less variants; s. vv. w. further lit.; further W.-Hoffmann s. scelus. -- The group *skel- (Pok. 928) seems rather uncertain. Thus it seems no more than a possibility that σκολιός is cognate with σκέλος.
Middle Liddell
I. the leg from the hip downwards, Hdt., etc.; πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.:—as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν to retreat with the face towards the enemy, Lat. pedetentim, Eur., Ar.
II. metaph., τὰ σκέλη the legs, i. e. the two long walls between Athens and Peiraeus, Strab.; τὰ μακρὰ σκ. Plut.
Frisk Etymology German
σκέλος: {skélos}
Grammar: n.
Meaning: Schenkel, Bein (seit Π 314); myk. ke-re-a2 (pl.)?
Composita: Oft als Hinterglied, z.B. τετρασκελής vierbeinig (Trag. u. a.).
Derivative: Davon 1. die Deminutiva σκελίσκος m. (Ar.), -ύδριον (Herod., Arr.). 2. σκελέαι f. pl. Beinkleider (Kritias, Antiph.). 3. σκελίζω (Plu., S. E.), gew. ὑπο- ~ (Pl., D. usw.) einem das Bein unterschlagen, ihn zu Fall bringen, überlisten mit (ὑπο-)σκελισμός m. das zu Fall Bringen, Falle, -ισμα n. Unfall (LXX); daneben σκέλ[λ]ισμα· δρόμημα H. 4. Auch σκελλός krummbeinig, διεστραμμένος, ῥαιβός (Sch., H., EM; vgl. στρεβλός u. a.; s. auch κυλλός). — Daneben 1. mit ο-Abtönung: σκολιός krumm, gebogen, verdreht, ungerecht (seit Π 387; von *σκόλος m. nach σκαιός u.a.?; vgl. σκολοῖς· δρεπάνοις H.) mit σκολιότης f. Krümmung, Ungerechtigkeit (Hp., LXX, Str. u. a.), -όομαι krumm sein, sich krümmen (Hp., Thphr.) mit -ωσις, -ωμα (sp.), -αίνομαι sich krümmen (Hp.), -άζω krumm sein (LXX); τὸ σκόλιον Trinklied (seit Pi.; Erklärung strittig: weil sie in unregelmäßiger Folge vorgetragen wurden?). 2. mit Dehnstnfe σκώληξ; s. bes. — Zu σκαληνός s. σκάλλω; zu σκελίς s. σχελις.
Etymology: Mit lat. scelus n. Bosheit, Verruchtheit, Frevel formal, urspr. auch begrifflich identisch als *’Krümmung, Biegung’ (vgl. σκολιός krumm, ungerecht). Das einstige Vorhanden- sein eines Verbs krümmen, biegen scheint sich auch durch zwei andere Primärbildungen zu bestätigen: germ., ahd. scelah, ags. sceolh schief, krumm, scheeläugig, nhd. scheel, awno. skjalgr schief, scheeläugig, urg. *skél-ha-, -gá- < idg. *sqel-ko-; alb. tshalë lahm < idg. *sqel-no-. Ganz unsicher arm. šeɫ schräg, schief, xeɫ verdreht, verkrüppelt. Auch κυλλός, κῶλον u. Verw. werden als s-lose Varianten hierher gestellt; s. dd. m. weiterer Lit.; dazu noch W.-Hoffmann s. scelus.
Page 2,723-724
Chinese
原文音譯:skšloj 士咳羅士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:腿
字義溯源:腿,瘦長的;源自(σκάφη)X*=使乾透)
出現次數:總共(3);約(3)
譯字彙編:
1) 腿(3) 約19:31; 約19:32; 約19:33
Mantoulidis Etymological
Σχετίζεται μέ τίς λέξεις σκολιός, σκαληνός.
Translations
bkhaz: ашьапы; Adyghe: лъакъо; Afrikaans: been; Ahom: 𑜁𑜡; Albanian: këmbë; Amharic: እግር; Arabic: رِجْل, سَاق; Egyptian Arabic: رجل; Gulf Arabic: ريل; Hijazi Arabic: ساق; Lebanese Arabic: إجر; Armenian: ոտք; Aromanian: cicior; Assamese: ভৰি, ঠেং, পাৱ, কদম; Asturian: pierna; Azerbaijani: ayaq; Balinese: cokor; Baruga: eka; Bashkir: аяҡ; Basque: hanka, zango; Belarusian: нага; Bengali: পা, ঠেং; Bikol Central: tabay; Bouyei: gal; Breton: gar; Brunei Malay: batis; Bulgarian: крак, нога; Burmese: ခြေထောက်; Buryat: хүл; Catalan: cama; Central Sierra Miwok: ho·čonu-; Chamicuro: koselo; Chechen: ког; Cherokee: ᎦᏅᏍᎨᏂ; Chichewa: mwendo; Chinese Cantonese: 腿, 髀, 腳, 脚; Dungan: туй; Hakka: 腿, 腳, 脚; Mandarin: 腿, 腳, 脚; Min Dong: 腿, 跤, 跤腿; Min Nan: 腿, 跤腿, 跤; Wu: 腿; Chukchi: гыткаԓгын, гыткат; Chuvash: ура; Coptic: ⲣⲁⲧ, ϭⲁⲗⲟϫ, ϭⲁⲗⲁⲩϫ; Cornish: garr; Corsican: anca, ghjamba; Crimean Tatar: bacaq; Czech: noha; Danish: ben; Dutch: been, poot; Erzya: пильге; Esperanto: kruro, gambo; Estonian: jalg; Farefare: kãrga; Finnish: jalka; Franco-Provençal: chamba; French: jambe; Friulian: gjambe; Galician: perna, gamba; Georgian: ფეხი; German: Bein; Greek: πόδι; Ancient Greek: σκέλος; Greenlandic: niu; Guaraní: kupy, etyma; Gujarati: પગ; Haitian Creole: janm; Hawaiian: wāwae; Hebrew: רֶגֶל; Hindi: पांव, पैर, पाया, टांग, टाँग, पाँव, कदम, पग, पगु, क़दम, पाद, पद, लात, पा, पाँ, पय, पाय; Hungarian: láb; Icelandic: fótur, fótleggur, leggur; Ido: gambo; Indonesian: kaki, tungkai; Interlingua: gamba; Irish: cos; Istriot: ganba; Istro-Romanian: pićor; Italian: gamba, zampa, coscia; Japanese: 脚, 足; Jarai: tơkai; Jarawa: ən-ipo; Javanese: sikil; Kabuverdianu: perna; Kannada: ಕಾಲು; Karakhanid: اَذَقْ; Karelian: jalgu; Kaurna: kanthi, yarku; Kazakh: аяқ; Khmer: ជើង; Kikuyu: kũgũrũ, magũrũ; Komi-Permyak: кок; Korean: 다리, 각); Kurdish Central Kurdish: لاق; Northern Kurdish: ling; Kyrgyz: бут, аяк; Lao: ຂາ; Latgalian: kuoja; Latin: crus; Latvian: kāja; Lezgi: кӏвач; Limburgish: bein; Lithuanian: kója; Low German: Been, Bein; Luhya: sikele, sikele; Lü: ᦃᦱ; Maasai: enkeju; Macedonian: нога; Malay: kaki; Malayalam: കാല്; Maltese: riġel; Manchu: ᠪᡝᡨᡥᡝ; Marathi: पाय; Mari Eastern Mari: йол; Maricopa: iime; Mazanderani: لنگ; Megleno-Romanian: picior; Moksha: пильге; Mongolian: хөл; Moore: karga; Nama: ǀnub; Navajo: ajáád; Nepali: टाँग, खुट्टा; Norman: gambe; Northern Ohlone: tú̄mis; Northern Thai: ᨡᩣ; Norwegian Bokmål: ben, bein; Nynorsk: bein; O'odham: kahio; Occitan: camba; Ojibwe: nikaad; Old Church Slavonic: нога; Old East Slavic: нога; Old English: scanca; Old Turkic: 𐰑𐰴; Oromo: luka; Ossetian: къах, фад; Ottoman Turkish: باجاق, ایاق; Pashto: پښه; Persian: پا, لنگ, پوژه; Plautdietsch: Been; Polish: noga; Portuguese: perna; Punjabi: ਲੱਤ; Quechua: canka; Rapa Nui: horeko va'e; Romani: chang; Romanian: gambă, picior; Romansch: chomma, tgomba, chamma, tgomma, comba; Russian: нога; Rusyn: нога; Rwanda-Rundi: ukuguru, amaguru; Sami Inari: jyelgi; Northern: juolgi; Skolt: jue´lǧǧ; Southern: juelkie; Sanskrit: पाद, टङ्क; Scottish Gaelic: cas; Serbo-Croatian Cyrillic: но̀га; Roman: nòga; Shan: ၶႃ; Shor: азақ; Sicilian: jamma, gamma; Sinhalese: කකුල; Slovak: noha; Slovene: noga; Somali: lug; Sorbian Lower Sorbian: noga; Upper Sorbian: noha; Spanish: pierna, pata; Svan: ჭიშხ; Swahili: mguu; Swedish: ben; Sylheti: ꠙꠣꠅ, ꠑꠦꠋ; Tagalog: binti; Tai Nüa: ᥑᥣᥴ; Tajik: пой, по, линг; Tamil: கால்; Taos: xų́nemą; Tatar: аяк; Telugu: కాలు; Thai: ขา; Tibetan: རྐང་པ, ཞབས; Tigrinya: እግሪ; Tok Pisin: lek; Tupinambá: kupy, etymã; Turkish: bacak, ayak; Turkmen: aýak; Tzotzil: okol; Udi: тур; Udmurt: пыд; Ugaritic: 𐎛𐎌𐎄; Ukrainian: нога; Urdu: پیر, پایہ, پاؤں; Uyghur: پۇت, پاچاق; Uzbek: oyoq; Venetian: ganba; Vietnamese: chân, giò, cẳng; Volapük: lög; Welsh: coes; West Frisian: skonk; Winnebago: huu; Wolof: tànk; Yakut: атах; Yiddish: פֿוס; Yoruba: ẹsẹ̀; Yup'ik: iruq; Zealandic: beên, poôt; Zhuang: ga; Zulu: umlenze